Σε μία ανάλυση της ευημερίας των οικονομικών στοιχείων της Ελλάδας αλλά της φτωχοποίησης της χώρας προχωρά με άρθρο της η οικονομική εφημερίδα Financial Times, κάτι βεβαίως που ερμηνεύεται ως ανάγκη αλλαγής πορείας.
Χωρίς να ασχολείται με τις επιμέρους πολιτικές φτωχοποίησης, την ακρίβεια, τα υπερκέρδη στην ενέργεια λόγω της ταξικής πολιτικής τα τελευταία πέντε χρόνια με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, επισημαίνει την καταστροφή της οικονομίας κατά τη διάρκεια των μνημονίων στην οποία εν μέρει αποδίδει τη σημερινή εικόνα.
Προσθέτει πως παρά τους σχετικά (και συγκριτικά) καλούς ρυθμούς ανάπτυξης η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της Ευρώπης της ζώνης του Ευρώ και οριακά προτελευταία στην Ευρώπη των 27, καθιστώντας τη χώρα ως τη φτωχότερη στην Ευρωζώνη.
Όπως αναφέρει παρά το ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν παρόμοιο με το μέσο όρο το 2009, από τότε δέκα χώρες έχουν ξεπεράσει την Ελλάδα.
Σημειώνει μάλιστα τη λυπηρή πρόβλεψη:
«Καθώς το χάσμα με τη Βουλγαρία μειώνεται απότομα, δεν είναι παράλογο να περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη χώρα της ΕΕ».
Σύμφωνα με την Financial Times, «η απάντηση βρίσκεται στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της λιτότητας που ακολούθησε την κρίση του 2010. Οι ελληνικές δαπάνες περικόπηκαν και οι φόροι αυξήθηκαν για να εξασφαλιστεί η διάσωση από το ΔΝΤ και την ΕΕ, συμπιέζοντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και κατεδαφίζοντας την οικονομία. Η έκταση της οικονομικής ζημίας ήταν εξαιρετική για καιρό ειρήνης».
Όπως αναφέρει η συρρίκνωση της οικονομίας ήταν σχεδόν κατά 30% σε όλα, σημειώνοντας για παράδειγμα ότι «το 2016, οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 24% σε σχέση με το 2007, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 20% και οι επενδύσεις κατέρρευσαν κατά 65%».
Όπως σημειώνει την ίδια περίοδο, η μεταποιητική δραστηριότητα μειώθηκε σχεδόν στο μισό, το λιανικό εμπόριο και η επαγγελματική δραστηριότητα συρρικνώθηκαν κατά σχεδόν το ένα τρίτο ενώ η ανεργία εκτοξεύθηκε σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, σχεδόν στο 30%.
Την ίδια περίοδο ωστόσο που η ελληνική οικονομία προχωρούσε σε μια καταστροφική συρρίκνωση (σήμερα η ελληνική οικονομία είναι περίπου 19% μικρότερη από ό,τι το 2007) η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%.
Παραμένει ωστόσο το τραγικό συμπέρασμα πως με αυτή την πολιτική πρόκειται να κατέβουμε ακόμα μια θέση μεταξύ των «27» της Ε.Ε.
Παραθέτουμε όλο το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε στους Financial Times:
Ήρθε η ώρα να δούμε την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας μετά την πανδημία σε ιστορικό πλαίσιο. Η χώρα συγκαταλέγεται πράγματι στις καλύτερες πρόσφατες επιδόσεις της ευρωζώνης, αλλά έχει γίνει και η φτωχότερη.
Την περασμένη εβδομάδα, ο οίκος αξιολόγησης S&P ήταν ο τελευταίος που έπλεξε το εγκώμιο της χώρας, καθώς αναθεώρησε τις προοπτικές της χώρας σε “θετικές”. Αυτό συνέβη στο πλαίσιο της ανάληψης από τις ελληνικές αρχές “μιας ευρείας κλίμακας ατζέντας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της αντιμετώπισης μακροχρόνιων σημείων συμφόρησης”, η οποία ενίσχυσε την ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Οι θετικές προοπτικές αντανακλούν την προσδοκία μας ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς θα συνεχίσει να ωθεί τη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους, ενώ η ανάπτυξη θα συνεχίσει να ξεπερνά τις αντίστοιχες της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Πράγματι, τα νέα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat τη Δευτέρα έδειξαν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 162% το 2023.
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2% το 2023, ξεπερνώντας τη συρρίκνωση της Γερμανίας κατά 0,3%. Από το 2019, πριν από την πανδημία, η χώρα αναπτύχθηκε με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης. Την περασμένη εβδομάδα το ΔΝΤ δήλωσε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2% και φέτος και θα συνεχίσει να ξεπερνά τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της νομισματικής ένωσης για τα επόμενα δύο χρόνια.
Οι ισχυροί αριθμοί του τουρισμού – οι οποίοι συμβαδίζουν με τη βελτίωση της αγοράς εργασίας και την ανάκαμψη της κατανάλωσης – βοηθούν. Το ίδιο και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην άρση των εμποδίων στην ανάπτυξη, όπως η αύξηση της ψηφιακής πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες, η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων και η βελτίωση της διαφάνειας και των δημόσιων οικονομικών.
Όπως δήλωσε στη FTAV ο οικονομολόγος της BNP Paribas Guillaume Derrien:
Η ανανεωμένη πολιτική σταθερότητα και η απότομη δημοσιονομική εξυγίανση καθιστούν την Ελλάδα πολύ πιο ελκυστική χώρα για επενδύσεις από ό,τι στο παρελθόν.
Ωστόσο … Η τελευταία ανάκαμψη έχει μόλις ελαφρώς ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ τα τελευταία δύο χρόνια – και όχι αρκετά για να τους βγάλει από τη θέση τους ως τους φτωχότερους ανθρώπους στην ευρωζώνη.
Αυτό είναι κάτι σχετικά νέο για την Ελλάδα, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν παρόμοιο με αυτό του μέσου όρου της ΕΕ μέχρι το 2009. Έκτοτε, σε 10 χώρες το βιοτικό επίπεδο αυξήθηκε πάνω από αυτό της Ελλάδας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι η δεύτερη φτωχότερη χώρα στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία και η φτωχότερη στο μπλοκ του κοινού νομίσματος
Με το χάσμα με τη Βουλγαρία να μειώνεται απότομα, δεν είναι παράλογο να περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη χώρα της ΕΕ.
Πώς συμβιβάζονται αυτές οι αντίθετες ιστορίες ισχυρής ανάκαμψης και φτώχειας;
Η απάντηση βρίσκεται στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της λιτότητας που ακολούθησε την κρίση του 2010. Οι ελληνικές δαπάνες περικόπηκαν και οι φόροι αυξήθηκαν για να εξασφαλιστεί η διάσωση από το ΔΝΤ και την ΕΕ, συμπιέζοντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και κατεδαφίζοντας την οικονομία. Η έκταση της οικονομικής ζημίας ήταν εξαιρετική για καιρό ειρήνης.
Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 30% από την κορυφή έως κάτω. Το 2016, οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 24% σε σχέση με το 2007, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 20% και οι επενδύσεις κατέρρευσαν κατά 65%. Την ίδια περίοδο, η μεταποιητική δραστηριότητα μειώθηκε σχεδόν στο μισό, το λιανικό εμπόριο και η επαγγελματική δραστηριότητα συρρικνώθηκαν κατά σχεδόν το ένα τρίτο. Η ανεργία εκτοξεύθηκε σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, σχεδόν στο 30%.
Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία είναι σήμερα περίπου 19% μικρότερη από ό,τι το 2007 – παρά την ισχυρή ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία – ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%.
Το οικονομικό πλήγμα είναι σχεδόν πρωτοφανές στη σύγχρονη εποχή, συγκρίσιμο μόνο με τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, σημειώνει ο Γιώργος Λαγαρίας επικεφαλής οικονομολόγος της Mazars Wealth Management.
Οι πραγματικοί μισθοί μειώνονταν σταθερά μέχρι το 2022, την τελευταία διαθέσιμη τιμή στη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, και είναι μειωμένοι κατά 30% σε σχέση με τα προ της χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα, αφήνοντας τη χώρα με έναν από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Ο κατασκευαστικός τομέας – σημαντικός μοχλός ανάπτυξης πριν από την κρίση – έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Οι επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες αντιπροσώπευαν πάνω από το 10% του ΑΕΠ στο αποκορύφωμα της φούσκας του 2008, έχουν έκτοτε κατρακυλήσει στο 2% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Όπως λέει ο Derrien της BNP: ” Η Ελλάδα έχει πλέον ένα λιγότερο ανισόρροπο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης -κάτι που είναι θετικό- αλλά η πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας δεν έχει ακόμη εξισορροπηθεί πλήρως από την επέκταση σε νέους τομείς.
Υπάρχουν επίσης ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της χώρας. Ο κ. Λαγκάριας υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη με περιορισμένη μόχλευση* -που είναι η περίπτωση της Ελλάδας- θα παραμείνει υποτονική και προβλέπει ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια “επίμονων μεταρρυθμίσεων” για να επιστρέψει η Ελλάδα στο σημείο που βρισκόταν το 2007. Οι χαμηλές επενδύσεις και η υποτονική παραγωγικότητα συνεχίζουν επίσης να περιορίζουν το οικονομικό δυναμικό της Ελλάδας, σύμφωνα με τον Derrien. Στην τελευταία του έκθεση για τη χώρα, το ΔΝΤ αναφέρει επίσης την κλιματική αλλαγή ως κίνδυνο – καθώς το 90% των τουριστικών υποδομών της χώρας και το 80% των βιομηχανικών δραστηριοτήτων βρίσκονται σε περιοχές που εκτίθενται σε υψηλούς κλιματικούς κινδύνους – και τα ολοένα και πιο θλιβερά δημογραφικά στοιχεία. Οι γεννήσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν σε χαμηλό εννέα δεκαετιών το 2022, επιδεινώνοντας τη γήρανση και τη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας, καθώς πολλοί νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα κάθε χρόνο.
Συνολικά, η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας θα πρέπει να πανηγυριστεί, αλλά θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο μιας αξιοσημείωτης οικονομικής κρίσης που την έχει αφήσει σε μια τρύπα από την οποία μπορεί να χρειαστεί μια ολόκληρη γενιά για να βγει.
* Η μόχλευση είναι ένα επενδυτικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο απαιτείται από τον επενδυτή να καταβάλει μόνο ένα μέρος της συνολικής αξίας της θέσης που επιθυμεί να λάβει. Ο πάροχος του προϊόντος υπό μόχλευση είναι εκείνος που δανείζει το υπόλοιπο ποσό.
www.documentonews.gr