Ο Μιχάλης Κατσαρός έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1998
«Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον εαυτό σας, τι θα ήταν αυτό;»
«Τις κάλτσες μου»
Αυτή ήταν η απάντηση που έδωσε ο Μιχάλης Κατσαρός σε ερώτηση του ερωτηματολογίου του Προυστ για το περιοδικό «01» τον Ιανουάριο του 1994, αποδεικνύοντας ότι ο ποιητής δεν είναι κάποιος που ίπταται πάνω από την κοινωνία αλλά αποτελεί οργανικό μέλος της, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Η έμπνευση ερχόταν για εκείνον μέσα από τη συνάφεια του κόσμου ενώ σιχαινόταν τη «σεπτή» ησυχία του ποιητή. Θεωρούσε ότι η ποίηση προκύπτει μόνο όταν εκείνος που γράφει ξεβολεύεται.
Ο Μιχάλης Κατσαρός που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 21 Νοεμβρίου 1998, ήταν από τις πιο ξεχωριστές φωνές της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Στην ποίησή του συνδυάζει το επαναστατικό πάθος με μια βαθιά υπαρξιακή ανησυχία. Πυρήνας του έργου του είναι η άρνηση κάθε μορφής εξουσίας και η αδιάκοπη προτροπή για αντίσταση. Η εμβληματική προσταγή «Αντισταθείτε» από τη συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων» δεν αφορά μόνο την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του, αλλά λειτουργεί διαχρονικά ως πρόσκληση στην πνευματική εγρήγορση και στην ηθική αυτονομία. Η στάση του απέναντι στην κοινωνική και ιδεολογική χειραγώγηση, ακόμη και σε κύκλους όπου θεωρητικά ανήκε, δείχνει το βαθιά αντιεξουσιαστικό πνεύμα που διατρέχει ολόκληρο το έργο του.
Ο Κατσαρός απορρίπτει τον παραδοσιακό στίχο και προτιμά τον ελεύθερο, σχεδόν προφητικό λόγο. Τα ποιήματά του συχνά θυμίζουν προκηρύξεις ή ιερούς μονόλογους, εμπλουτισμένα με επαναλήψεις, προστακτικές και καθημερινές εκφράσεις που αποκτούν ιδιαίτερη δύναμη μέσα στο ποιητικό του σύμπαν. Παρά την καταγγελτική διάθεση, η ποίησή του δεν χάνει τον λυρισμό και τη μουσικότητά της (ο ίδιος συνέθετε μουσική).
«Δεν υπάρχει καμία πραγματικότητα για τον Μιχάλη Κατσαρό. Καταστρέφει τον θετικισμό με τον πιο ωραίο τρόπο. Δημιουργεί μια δική του πραγματικότητα, δημιουργεί δικά του όρια Ιστορίας» λέει ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης στο αφιέρωμα που έκανε στον Κατσαρό το Παρασκήνιο το 1998. Στην ίδια εκπομπή ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος χαρακτηρίζει τη γραφή του Κατσαρού τρυφερά μεσσιανική και κηρυγματική που «δείχνει τη μοναξιά του σπαραγμένου ανθρώπου, του άστεγου ανθρώπου που δεν έχει στηρίγματα εκεί που οι άλλοι του προτείνουν στηρίγματα».
Η συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων» εκδόθηκε το 1953 με χρηματοδότηση του Βαγγέλη Πολυδούρη, αδελφού της Μαρίας Πολυδούρη, με τον οποίο ο Κατσαρός υπηρετούσε στην αεροπορία. Σε αυτή περιλαμβάνονται ποιήματα που γράφτηκαν μεταξύ του 1950 και του 1953, μια περίοδο βαθιάς πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, αμέσως μετά τον Εμφύλιο. Οι Σαδδουκαίοι του τίτλου συμβολίζουν όσους διαχρονικά κατέχουν ή διαχειρίζονται την εξουσία, σε πολιτικό, ιδεολογικό, θρησκευτικό ή ηθικό επίπεδο και εν τέλει τον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς ζητούμενο είναι πρωτίστως η εσωτερική απελευθέρωση. Ποιήματα από το «Κατά Σαδδουκαίων» μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη με τον οποίο ο Κατσαρός συναντήθηκε για πρώτη φορά στη Μάχη του Δεκέμβρη το 1944.
Από αυτή τη συλλογή προέρχεται «Η διαθήκη μου», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1950 στην εφημερίδα «Δημοκρατικός τύπος» του Τάκη Σοφιανόπουλου, ο οποίος πολιτευόταν με το Αγροτικό Κόμμα που συνεργαζόταν με το ΚΚΕ. Οι υπεύθυνοι της εφημερίδας φοβούμενοι τον νόμο 509 λογόκριναν το ποίημα αφαιρώντας αρκετούς στίχους. Ο Κατσαρός επανήλθε με την επόμενη εβδομάδα στέλνοντας το «Υστερόγραφο».
Η διαθήκη μου
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία
Υστερόγραφο
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί -καθώς διαβάστηκε-
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες, πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο.
Εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν
–Τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα.
Ποιός είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι.
Στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Εμυ Ντούρου -
Από το documentonews.gr

Σάββατο, Νοεμβρίου 22, 2025

Ετικέτες: