Μια εντυπωσιακή φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη την Τετάρτη πέρασε σχεδόν απαρατήρητη πολιτικά, σαν ρητορική. «Η Ελλάδα δεν είναι μπανανία, ο πληθωρισμός της απληστίας δεν είναι ανεκτός και πρέπει να το καταλάβουν οι πολυεθνικές», είπε ο πρωθυπουργός.
Είναι εντυπωσιακή επειδή για πρώτη φορά κυβερνητικός παράγοντας και πολύ περισσότερο ο ίδιος ο ιεροκήρυκας της ελεύθερης αγοράς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παραδέχεται ότι τα υπερκέρδη των εταιρειών είναι αιτία του πληθωρισμού στην Ελλάδα και όχι το παραμύθι που ακούγαμε έως σήμερα, ότι δήθεν είναι εισαγόμενος.
Ο πληθωρισμός της απληστίας, διεθνώς γνωστός ως greedflation, είναι η αυθαίρετη αύξηση των τιμών από τις εταιρείες παραγωγής ή εμπορίας προϊόντων με σκοπό τα μεγαλύτερα κέρδη. Αυτό πληρώνει τελικά ο καταναλωτής.
Πρόκειται για αυξήσεις που δεν δικαιολογούνται από τις τιμές των πρώτων υλών, του κόστους παραγωγής ή τους μισθούς. Μάλιστα βρίσκονται σε αντιδιαστολή με τους καθηλωμένους μισθούς.
Για το φαινόμενο αυτό έχει χτυπήσει καμπανάκι ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που δεν φημίζεται για την… ευαισθησία του. Συγκεκριμένα έχει καταγράψει ότι το 45% των αυξήσεων τιμών από τις αρχές του 2022 στην Ευρωζώνη αντιστοιχεί στα κέρδη των επιχειρήσεων. Εν ολίγοις η απληστία των μεγάλων επιχειρήσεων τροφοδοτεί περαιτέρω τον πληθωρισμό στις χώρες του ευρώ.
Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, σε τρόφιμα, καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια, όπου έχουμε δει τεράστιες αυξήσεις και καμία προσπάθεια συγκράτησης.
Η καθαρή κερδοφορία 107 μη τραπεζικών εταιρειών, εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, εκτινάχθηκε το 2022 κατά 68%. Εκεί εξηγείται το ελαιόλαδο που διπλασίασε την τιμή του και όχι στον πόλεμο της Ουκρανίας ή σε κάποιους εξωγήινους.
Αυτό παραδέχτηκε, για πρώτη φορά, ο πρωθυπουργός.
Υπάρχει όμως προβλήμα στις δήθεν «λύσεις» που δίνει. Για παράδειγμα στα μέτρα που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη προβλέπεται πλαφόν «στο μεικτό περιθώριο κέρδους για το βρεφικό γάλα» αλλά «το πλαφόν ορίζεται ως το άθροισμα του λειτουργικού κόστους της εταιρείας για τη συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων και εμπορικού κέρδους 7%».
Αν οι εταιρείες «μαγειρέψουν» το λειτουργικό κόστος μπορούν να πάνε την τιμή του βρεφικού γάλακτος όπου θέλουν. Σοβαρό πλαφόν θα ήταν η μέση τιμή του βρεφικού γάλακτος στην ΕΕ ή κάτι ανάλογο. Οχι κάτι που πάλι ελέγχουν οι ίδιες οι εταιρείες που κερδοσκοπούν.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πορεύτηκε με σημαία την «αυτορρύθμιση της αγοράς» και τώρα βλέποντας ότι στο τέλος θα πληρώσει εκλογικά την αισχροκέρδεια, ψέλισε πρώτη φορά μια προειδοποίηση στις πολυεθνικές και βάζει πλαφόν στο βρεφικό γάλα.
Ομως αυτή η κυβέρνηση έχει τεράστια ευθύνη για τον πληθωρισμό της απληστίας που προκαλείται από τα υπερκέρδη. Στο θολωμένο νεοφιλελεύθερο μυαλό της έχει συνδέσει την ανάπτυξη με τον χαμηλό φόρο στα μερίσματα που μοιράζονται στους μέτοχους.
Ο φόρος στα μερίσματα είναι μόλις 5%, ο δεύτερος χαμηλότερος της ΕΕ, την ώρα που στην Ιρλανδία, που μόνο από ανάπτυξη δεν πάσχει, είναι 51%. Η Γερμανία που βρίσκεται περίπου στη μέση της κατάταξης έχει φόρο 26,4%.
Η εξήγηση με την οποία «πούλησε» τη μείωση του φόρου στα μερίσματα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ότι αυτό θα προσελκύσει επενδύσεις. Στην πραγματικότητα οδήγησε τις υπάρχουσες μεγάλες εταιρείες να μπουν σε ένα αγώνα ταχύτητας για μεγαλύτερα κέρδη όσο αυτός ο φόρος είναι χαμηλά.
Επειδή ακόμη και ο ΟΟΣΑ έχει συστήσει στην Ελλάδα να τον αυξήσει. Το ίδιο έχουν ζητήσει και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αλλά αυτά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι κάστρα άπαρτα, ο ίδιος και όλοι οι φίλοι του απεχθάνονται τέτοιους φόρους. Ενώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν είχαν πρόβλημα να τους φορτώσουν ένα νέο τεκματρτό φόρο για να ξεκινήσει καλά η νέα χρονιά.
Φωτο: ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ / EUROKINISSI