Ερώτηση 1η: Ποιο ήταν το πραγματικό νόημα της πρόωρης απολιγνιτοποίησης;
Απάντηση: Αν η πρόωρη και βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, είχε χαρακτήρα «πράσινης» μετάβασης, όπως επικοινωνιακά παρουσιάστηκε, τότε θα έπρεπε η χαμένη ενέργεια από τον λιγνίτη να έχει αντικατασταθεί από «πράσινες» Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Από αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα δηλαδή, που θα έπρεπε να αντικαταστήσουν την ενέργεια που παράγονταν μέχρι πρότινος από λιγνίτη.
Η
πρώιμη απολιγνιτοποίηση, πολύ πριν η Ελλάδα να έχει προλάβει να
αποκαταστήσει τη λειτουργία ΑΠΕ που θα αντικαθιστούσαν τον λιγνίτη,
αποδεικνύει ότι τα κίνητρα αυτής της επιλογής δεν είχαν σχέση με την
«πράσινη» ενέργεια.
Το γεγονός δηλαδή ότι ο «γκρίζος» λιγνίτης
αντικαταστάθηκε από το εξ ίσου «γκρίζο» φυσικό αέριο, αφού και αυτό
προέρχεται από ορυκτό άνθρακα, έστω κι αν είναι σε πιο καθαρή μορφή,
αποδεικνύει ότι το κίνητρο του εγχειρήματος δεν ήταν καθόλου «πράσινο».
Οι μετέπειτα εξελίξεις επιβεβαίωσαν ότι οι μόνοι κερδισμένοι από την απομάκρυνση από τον εγχώριο και γι’ αυτό πολύ φτηνότερο λιγνίτη, ήταν τα διεθνή καρτέλ του φυσικού αερίου. Αφού η Ελλάδα ζημιώθηκε σοβαρά και επειδή αποδυναμώθηκε η ενεργειακή της αυτονομία και συγχρόνως και επειδή εξαρτήθηκε από το εισαγόμενο από τη Ρωσία πανάκριβο φυσικό αέριο.
Όταν μάλιστα οι τιμές του Ρωσικού φυσικού αερίου, από το καλοκαίρι του 2021 και μετά, άρχισαν να ανεβαίνουν επικίνδυνα, τότε επισφραγίστηκε ποιους εξυπηρετούσε η απομάκρυνση από μια πηγή ενέργειας που και συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας ήταν, αλλά και πολύ φτηνότερα κόστιζε στον Έλληνα καταναλωτή.
Εγκαταλείψαμε δηλαδή μια εγχώρια και φτηνή «γκρίζα» πηγή ενέργειας, για να εξαρτηθούμε από μια εισαγόμενη, πανάκριβη και επίσης «γκρίζα» πηγή.
Follow
the money είναι η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα τι και ποιους εξυπηρέτησε
η πρόωρη και βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση. Αφού οι μόνοι κερδισμένοι από
την πρώιμη εγκατάλειψη του λιγνίτη, ήταν τα καρτέλ του φυσικού αερίου.
Η αλλαγή στάσης, άλλωστε, της κυβέρνησης και η επαναφορά του λιγνίτη
κάτω από το βάρος των εξελίξεων, δείχνει την ενοχή της κυβέρνησης. Η
οποία άρον άρον τρέχει να μαζέψει την πρόδηλα υπέρ οικονομικών
συμφερόντων ενεργειακή πολιτική της.
Ερώτηση 2η: Γιατί η Ελλάδα έγινε μια από τις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης ως προς την ενέργεια;
Η απάντηση βρίσκεται στη σύγκριση του τρόπου που ρυθμίστηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, σε σχέση με τα ομόλογά του των ευρωπαϊκών κρατών.
Η ελληνική κυβέρνηση φρόντισε να ρυθμίσει την εσωτερική αγορά της ενέργειας κατά τρόπο ώστε να εμποδιστεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός στις τιμές. Η εισαγωγή δηλαδή στο Χρηματιστήριο του 100% των ελληνικών πηγών ενέργειας και η δεσμευτική σύνδεση της τιμής τους με την ακριβότερη τιμή του φυσικού αερίου, έκλεισε το δρόμο στη μείωση των τιμών, λόγω αυτορρύθμισης της αγοράς.
Ενώ αντίθετα, οι ευρωπαίοι εταίροι μας, έχοντας εισαγάγει στα δικά τους Χρηματιστήρια μικρά ποσοστά των συνολικών ενεργειακών πηγών τους, μικρότερα του 29% που είναι η επιλογή της Γερμανίας, επέτρεψαν σε όσες πηγές δεν εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο να διαμορφώνουν τις τιμές τους μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού που παρέχουν τα ανεξάρτητα από το Χρηματιστήριο συμβόλαια των παρόχων με τους καταναλωτές.
Με δυο λόγια οι ευρωπαίοι δεν σημάδεψαν την «τράπουλα» της αγοράς ενέργειας και επέτρεψαν τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Σε αντίθεση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη που απαγόρευσε τον ανταγωνισμό στη διαμόρφωση των τιμών. Ευνοώντας έτσι απροκάλυπτα τους 4 ομίλους παροχής ρεύματος, συν τη ΔΕΗ που εντωμεταξύ ιδιωτικοποιήθηκε κι αυτή, που τους δόθηκε η ευκαιρία να παράγουν φτηνό ρεύμα και να το πουλούν σε πολλαπλάσιες τιμές από το κόστος παραγωγής. Με αποτέλεσμα τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων της αγοράς ενέργειας, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, να φτάσουν το 1,4 δις ευρώ.
Ερώτηση 3η: Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι ανατιμήσεις, η ακρίβεια και ο πληθωρισμός οφείλονται στον πόλεμο Ρωσίας - Ουκρανίας.
Οι
Έλληνες πολίτες όμως γνωρίζουν ότι οι ανατιμήσεις στην ενέργεια
ξεκίνησαν από το καλοκαίρι του 2021 και κορυφώθηκαν το φθινόπωρο,
πολλούς μήνες δηλαδή πριν τον Φεβρουάριο του 2022, οπότε ξεκίνησε ο
πόλεμος στην Ουκρανία.
Οι πρώτες ενδείξεις της αύξησης του πληθωρισμού άλλωστε, δόθηκαν από το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 2021 ακόμη.
Οι συνέπειες του πολέμου στην ευρωπαϊκή οικονομία δεν έχουν φανεί ακόμη. Έχουμε, δυστυχώς, δρόμο μπροστά μας. Εντωμεταξύ όμως, όσο η κυβέρνηση πετάει τη μπάλα στην κερκίδα, κάποιοι μετρούν υπερκέρδη.
Ερώτηση 4η: Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ακρίβεια είναι εισαγόμενη και η ενεργειακή κρίση διεθνές φαινόμενο.
Αν ήταν, πράγματι, έτσι, τότε το ρεύμα και τα καύσιμα στην Ελλάδα θα ήταν φτηνότερα και θα διαμορφώνονταν σε τιμές αντίστοιχες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Το γεγονός ότι είμαστε πολύ ακριβότεροι, ακόμη και από τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης με την πολύ μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, αποδεικνύει ότι η ενεργειακή κρίση μπορεί να είναι διεθνής και εισαγόμενη, η επιδείνωση του φαινομένου όμως είναι καθαρά ελληνικό φαινόμενο και έχει την υπογραφή της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Πως εξηγείται αλλιώς ότι η βενζίνη που πουλάμε στην Κύπρο είναι φτηνότερη εκεί από ό,τι εδώ; Και πως εξηγείται, ακόμη, ότι έχουμε ακριβότερες τιμές ακόμη και από τη Βουλγαρία, που και αυτή προμηθεύεται φυσικό αέριο από τους Ρώσους;
Ερώτηση 5η: Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι κάνει ό,τι μπορεί για να αντιμετωπίσει τις ανατιμήσεις. Παίρνει μέτρα και επιχορηγεί τους οικονομικά αδύναμους καταναλωτές.
Αν η κυβέρνηση ήταν ειλικρινής όσον αφορά στις προθέσεις της να αντιμετωπίσει τις αιτίες της ακρίβειας, δεν θα αναλώνονταν μόνο σε επιχορηγήσεις, που κι αυτές είναι «ψίχουλα» και που ουσιαστικά συντηρούν και επιδοτούν την κερδοσκοπία στην αγορά.
Θα προχωρούσε στην επιβολή πλαφόν στις τιμές και θα μείωνε τη φορολόγηση των καυσίμων και το ΦΠΑ των προϊόντων πρώτης ανάγκης, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη μείωση των τιμών.
Η αδράνεια του Κυριάκου Μητσοτάκη στις Βρυξέλλες, όπου δεν διεκδίκησε τίποτε για τη χώρα του, σε αντίθεση με τους προοδευτικούς πρωθυπουργούς της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που διεκδίκησαν και κέρδισαν εξαιρέσεις για τα κράτη τους, είναι αποκαλυπτική των πραγματικών προθέσεων της ελληνικής κυβέρνησης.
Η οποία, μη παίρνοντας μέτρα κατά της κερδοσκοπίας, είναι σαφές ότι την ανέχεται και την προστατεύει.
Ερώτηση 6η: Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν προχωρεί στη μείωση της φορολογίας των καυσίμων και του ΦΠΑ των προϊόντων, γιατί έτσι θα μειώνονταν σοβαρά τα δημόσια έσοδα.
Και εδώ η κυβέρνηση δε λέει την αλήθεια. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας έδωσαν το ελεύθερο στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να φορολογήσουν τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων της αγοράς ενέργειας και με τα έσοδα αυτά να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας, ισοσκελίζοντας τη μείωση των δημοσίων δαπανών.
Η άρνηση της κυβέρνησης να φορολογήσει τα υπερκέρδη των 4 + 1 επιχειρηματικών ομίλων που νέμονται την εγχώρια αγορά της ενέργειας και η προσχηματική αναφορά της στην αδυναμία της να μετρήσει τα υπερκέρδη, δείχνει καθαρά και ανάγλυφα τις πραγματικές της προθέσεις.
Αν η κυβέρνηση θέλει πράγματι να διαψεύσει την αντιπολίτευση που την κατηγορεί ότι ανέχεται την κερδοσκοπία και δεν προστατεύει τους καταναλωτές, ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Ας φορολογήσει τώρα τα υπερκέρδη των κερδοσκόπων και με τα έσοδα ας χρηματοδοτήσει μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας. Η αδράνειά της υποκρύπτει ενοχή…
Γιάννης Μυλόπουλος*
---------------------
*Πανεπιστημιακός, πρώην πρύτανης του Αριστοτελείου πανεπιστημίου