Ο ένας προτείνει καθολικό lockdown τριών εβδομάδων, ο άλλος απαγόρευση κυκλοφορίας από τις έξι το απόγευμα.
Η μία πιστεύει ότι ο μεταλλαγμένος ιός είναι πιο μεταδοτικός και πιο θανατηφόρος, η άλλη τον βρίσκει πιο μεταδοτικό αλλά όχι πιο θανατηφόρο.
Και σε σχέση με τα σχολεία υπάρχει απόλυτη διχογνωμία: Να ξανακλείσουν όλα και το ακριβώς αντίθετο, να μείνουν ανοιχτά.
Θα κάνουμε Πάσχα σαν το περσινό λέει ο ένας υπουργός, θα είμαστε καλύτερα το Πάσχα εκτιμά ο άλλος γιατί θα έχουν γίνει πολλοί εμβολιασμοί.
Την Παρασκευή το απόγευμα, από τις ανακοινώσεις του Ν. Χαρδαλιά, θα μάθουμε αν θα έρθει η συντέλεια του κόσμου μας. Μέχρι τότε ακραία αγωνία: Πόσο θα ανέβουν τα κρούσματα και ποια θα είναι τα νέα μέτρα.
Η πολυφωνία και η κακοφωνία είναι καθημερινή. Μιλούν μέλη της επιτροπής Τσιόδρα και άλλοι επιστήμονες εκτός επιτροπής, χωρίς κανείς να μπορεί να διακρίνει τι από αυτά που λέγονται είναι εισήγηση προς την κυβέρνηση, τι μειοψηφική άποψη στην επιτροπή και τι προσωπική θέση.
Οποιο κανάλι και αν δεις, όποιο ραδιόφωνο και αν ακούσεις, μιλάει κάποιος γιατρός ή πανεπιστημιακός που κάτι λέει για την πανδημία. Αντικρουόμενες εκτιμήσεις, απολύτως αντιφατικές προσεγγίσεις δημιουργούν εικόνα σύγχυσης που προκαλεί άγχος και ανασφάλεια. Γιατί στο μεταξύ διακινούνται και διαρροές από την επιτροπή και από το υπουργείο Υγείας, που προσθέτουν σύγχυση στη σύγχυση.
Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι η επιτροπή δεν εκφράζεται μέσω κάποιου θεσμικού εκπροσώπου που θα μπορούσε να σκεπάσει με το λόγο του τον συνεχή θόρυβο και την ασυναρτησία.
Βρισκόμαστε σε lockdown από τις 7 Νοεμβρίου. Ξεκίνησε για τρεις εβδομάδες, φτάσαμε στους τρεις μήνες και κανείς δεν ξέρει πόσο ακόμη θα κρατήσουν οι μετακινήσεις με sms.
Είναι προφανές ότι κάτι δεν πήγε καθόλου καλά και κάπου έχουν γίνει λάθη. Αλλά συγκεκριμένη και σαφής αξιολόγηση δεν έχει γίνει, πόσο μάλλον λογοδοσία δεν πρόκειται να υπάρξει.
Όμως η αιτιολόγηση της κακής έκβασης της πανδημίας είναι σημαντική, όχι για να ριχτεί κάπου το ανάθεμα, αλλά για να νοηματοδοτούνται όσα συμβαίνουν και κυρίως για να μπορεί κανείς να εσωτερικεύσει την ανάγκη τήρησης μέτρων.
Η κυβέρνηση αρκείται στην επισήμανση ότι οι ελληνικές επιδόσεις είναι καλύτερες σε σχέση με τα ισχύοντα σε άλλες χώρες και στην επίκληση της ατομικής ευθύνης, ειδικά των νέων που συχνά εμφανίζονται σαν ασυνείδητοι διασπορείς του κορονοϊού.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση προτάσσει τα επικοινωνιακά κόλπα αφήνοντας πίσω την πολιτική ευθύνη και την πολιτική ουσία. Είναι μια μέθοδος που μέχρι τώρα αποδίδει για το Μέγαρο Μαξίμου.
Μόνο που πια η κοινωνική κόπωση έχει μεγαλώσει πολύ, τα οικονομικά αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται, ο ρυθμός του εμβολιασμού είναι αργός και η προοπτική εξόδου από την βαθιά κρίση απομακρύνεται.
Το λιγότερο που μπορεί να γίνει είναι να περιοριστεί η φασαρία και η προπαγάνδα. Να δειχθεί, δηλαδή, στοιχειώδης σεβασμός στους ανθρώπους που υποφέρουν, που έχουν χάσει αγαπημένα πρόσωπα, έχει κινδυνεύσει η υγεία τους ή φοβούνται ότι θα κινδυνεύσει, αγωνιούν για το εισόδημά τους και για τη δουλειά τους.
Λίγα λόγια και το βλέμμα χαμηλά. Οσο αυτονόητο είναι, τόσο σπάνιο έχει γίνει.