«Τι είναι Θεός τι μη θεός και τι τ’ ανάμεσό του;» Δεν
είμαστε ντετέκτιβ του οντολογικού αινίγματος για ν’ απαντήσουμε με
σαφήνεια στην απορία του ποιητή. Ξέρουμε όμως σίγουρα ότι η θρησκεία
απορρέει από μια εσωτερική ανάγκη και ο καθένας την εναποθέτει στα πόδια
όποιου θεού επιλέξει, ακόμη και του ανύπαρκτου.
Με την προϋπόθεση λοιπόν ότι η πίστη δεν επιβάλλεται, οι αλλαγές στη διδασκαλία των Θρησκευτικών είναι απολύτως εναρμονισμένες και με το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας και με το πνεύμα των καιρών. Όταν η πολυπολιτισμικότητα στις σχολικές τάξεις είναι δεδομένη και το ποσοστό των αλλοδαπών μαθητών συχνά ξεπερνάει το 30 και 40% θα ήταν όχι μόνο εθελοτυφλία αλλά και α-σέβεια, δηλαδή έλλειψη σεβασμού, να μην αναγνωρίσουμε τη νέα πραγματικότητα.
Υπ’ αυτή την έννοια δεν υπερασπίζομαι τον Ν. Φίλη, αλλά το Υπουργείο Παιδείας που πολύ σωστά συνοδεύεται από τη λέξη θρησκευμάτων στον πληθυντικό και όχι θρησκεύματος. Το Υπουργείο Παιδείας οφείλει εξ ορισμού να είναι ανοιχτό στις κοινωνικές μεταβολές και στις καινούριες επιστημονικές ανακαλύψεις και να τις ενσωματώνει στα προγράμματά του. Από την άλλη, η Εκκλησία αρνείται να αποδεχθεί ότι απώλεσε το copyright στα εκπαιδευτικά ζητήματα, παρ’ όλο που για μεγάλο χρονικό διάστημα κατασκεύασε και καλλιέργησε τον εθνικό μύθο για το κρυφό σχολειό.
Η τωρινή κόντρα αποτελεί τη χρυσή ευκαιρία για τον ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει στο διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Την ομελέτα της υστεροφημίας του θα την φτιάξει μόνο αν τολμήσει να σπάσει αυγά. Όσο όμως θεσμικά οι δύο αταίριαστοι εταίροι βαδίζουν πλάι πλάι, τόσο η πρώτη με την παραμικρή αφορμή θα παρεμβαίνει σε ξένα χωράφια, αγνοώντας σκόπιμα τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Αν επομένως πρέπει να καταλογίσουμε λανθασμένους χειρισμούς στην πλευρά της Εκκλησίας αυτοί αφορούν περισσότερο στο ότι η ίδια δεν κατέθεσε τις προτάσεις της επί του συγκεκριμένου θέματος προτού την προλάβουν οι εξελίξεις. Προτάσεις βασισμένες στις αρχές του Χριστιανισμού που περιβάλλει με αγάπη όλα ανεξαιρέτως τα πλάσματα και στις οποίες τώρα αντιφάσκει. Και αν όπως διατυμπανίζουν οι διάφοροι εκπρόσωποί της, η Ορθοδοξία εμπεριέχει τέτοιες αξίες ώστε να παραμένει αλώβητη από κάθε είδους απειλή τότε τι έχει να φοβηθεί από μια θρησκειολογική σύγκριση; Οι μαθητές του Λυκείου, πολύ δε περισσότερο αυτοί του Δημοτικού, μεταφέρουν μηχανικά την οικογενειακή εμπειρία και όχι μια εδραιωμένη συνείδηση. Αυτή μπορεί να αποκτηθεί μόνο κατά την ενηλικίωση, ύστερα από εσωτερικές ψυχικές διεργασίες και εξωτερική αναζήτηση.
Να προσθέσουμε βέβαια πως κατά βάθος αυτή η σύγκρουση κρύβει μια ριζική διαφορά αντιλήψεων μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ενώ δηλαδή στην Ευρώπη, βοηθούντος και του Διαφωτισμού, το θρησκευτικό αίσθημα αποτελεί προσωπικό βίωμα, για τους ανατολικούς λαούς έχει μια συλλογική και εξουσιαστική διάσταση (βλέπε αρχαία Αίγυπτο και Φαραώ, σημερινούς μουλάδες στο Ιράν, θεοκρατικό Ισλάμ κλπ).
Αυτά ως προς την ουσία. Αλλά και ο τρόπος που εκδηλώθηκαν οι διαμαρτυρίες ήταν άστοχος. Σε μια κίνηση αντιπερισπασμού ο Μακαριότατος απέστειλε στον Πρόεδρο της Βουλής ένα βιβλίο για τον ρόλο του κλήρου την εποχή της Κατοχής και της Αντίστασης, παραλείποντας ωστόσο να διευκρινίσει ότι στους αγώνες του Έθνους συμμετείχαν κυρίως οι απλοί παπάδες και όχι η ανώτερη Ιεραρχία. Ξεφυλλίζοντας όμως την Ιστορία συνολικά θα διαπιστώσουμε αφενός ότι κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια της διαμάχης και αφετέρου ότι η στάση της επίσημης Εκκλησίας ήταν σχεδόν πάντοτε οπισθοδρομική, διχαστική και μειοδοτική. Κατά τη βυζαντινή περίοδο ξεκινά από τις αιρέσεις και την Εικονομαχία και φθάνει μέχρι τις παραμονές της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Όταν ο οθωμανικός κίνδυνος βρισκόταν προ των πυλών και οι τελευταίοι αυτοκράτορες της δυναστείας των Παλαιολόγων κατέβαλαν μια ύστατη και απεγνωσμένη προσπάθεια για την Ένωση των δύο Εκκλησιών μήπως και με τη βοήθεια των Δυτικών αποτραπεί το μοιραίο, η μερίδα των Ανθενωτικών, με τους μητροπολίτες και τους πατριάρχες να σέρνουν το χορό, είχε για κεντρικό σύνθημα «καλύτερα τούρκικο φέσι παρά παπική τιάρα». Λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση του ‘21 κυκλοφόρησε από το πατριαρχικό τυπογραφείο ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «Πατρική διδασκαλία» που υποστήριζε ότι «ο Θεός έστειλε τους Οθωμανούς για να μας σώσει», «όποιος αγαπά την ελευθερία θα πάει στην Κόλαση» και διάφορα τέτοια τσιτάτα αξεπέραστου ραγιαδισμού. Η ιστορία ως γνωστόν επαναλαμβάνεται. Οι μοναχοί του Αγίου Όρους σε επιστολή τους το 1941 ικετεύουν τον Χίτλερ να τους θέσει «υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν» του». Στη διάρκεια της δικτατορίας αρχιερείς και πανεπιστημιακοί θεολόγοι εξέφρασαν με κείμενα και εγκυκλίους την άποψη πως το χουντικό καθεστώς ήταν «θεόσταλτο», γιατί ήρθε να σώσει την Ελλάδα.
Και φτάνουμε στις μέρες μας. Το 1987-88 ο Α. Τρίτσης γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος του πολιτικού συστήματος, επειδή τόλμησε να θίξει το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Στις αρχές του 2000, που ανακύπτει το ζήτημα των ταυτοτήτων, ο μακαριστός Χριστόδουλος, σαν άλλος Παλαιών Πατρών Γερμανός, υψώνει ξανά το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και κολακεύει τον λαϊκισμό του θρησκόληπτου πλήθους που είχε μαζευτεί στο Σύνταγμα με αποστροφές του τύπου «όποιο χέρι τόλμησε να αγγίξει την Εκκλησία ξεράθηκε» και «αφήστε τούς νόμους να κοιμούνται». Ο νυν αρχιεπίσκοπος απείχε τότε από τις λαοσυνάξεις. Γιατί άραγε; Επειδή διαφωνούσε με την εκκοσμίκευση ή επειδή ήθελε να αντιπαρατεθεί στον συνυποψήφιό του από τον οποίο έχασε τον ανώτερο εκκλησιαστικό θώκο;
Το πρώτο θλιβερό σημείο στην όλη υπόθεση είναι ότι ο Ιερώνυμος υποκύπτει στα κελεύσματα του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας που του υπαγορεύουν οι διάφοροι Αμβρόσιοι και Άνθιμοι, ξεχνώντας τον παλιό καλό εαυτό του, της μετριοπάθειας και της διαλλακτικότητας. Το δεύτερο έχει να κάνει με όλους εκείνους που τυφλωμένοι από την κομματική τους τοποθέτηση ή τις ιδεοληπτικές τους παρωπίδες πέφτουν στην παγίδα της διαστρέβλωσης, αδυνατώντας να διακρίνουν το προοδευτικό από το παρωχημένο. Ανάμεσα τους επιφανείς αρθρογράφοι σε πάλαι ποτέ έγκριτες εφημερίδες, άτομα με παρελθόν ανοιχτόμυαλο που σήμερα επιδίδονται σε κυνήγι μαγισσών και φαντασμάτων ρίχνοντας νερό στο μύλο του περιρρέοντος συντηρητισμού και άνθρωποι των οποίων η σχέση με την Ορθόδοξη παράδοση εξαντλείται στα πέντε λεπτά το βράδυ της Ανάστασης και στη μισή ώρα την ημέρα του γάμου τους.
Συμπερασματικά, όσο δεν λιγοστεύουμε τα υποψήφια λάθη που μπορεί να μετατρέψουν τις σχολικές αίθουσες σε αυριανά εκτροφεία μαχητών του ISIS και όσο η πραγματικότητα θα εξακολουθεί να είναι φαγωμένη από τα έλκη μιας αναχρονιστικής ιδεολογίας τόσο οι στίχοι του Ν. Γκάτσου θα παραμένουν δραματικά επίκαιροι.
Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί
Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.
Από το: koutipandoras.gr - Oct 02, 2016