Την ώρα που μπαίνει στο λιμάνι το βαρυφορτωμένο με ψυχές διασωστικό
σκάφος της Σουηδικής Ακτοφυλακής, προσέχεις τη γυναίκα με τα κόκκινα
μαλλιά που ανεμίζουν στον αέρα και που κρέμεται κυριολεκτικά από τα
παραπέτα του.
Σαν δένει το σκάφος η κοκκινομάλα γυναίκα του Λιμενικού Σώματος με κουράγιο, μια λεβεντιά που δύσκολα απαντάς στις μέρες μας, αρπά τους ανθρώπους που μετέφερε το σκάφος και τους βγάζει έξω.
Σταματά, μαλακώνει θαρρείς σαν σηκώνει ένα- ένα τα πολλά μωρά που ο Θεός εκείνη τη μέρα προστάτεψε κι έβγαλε στο δρόμο τους το σκάφος της Ακτοφυλακής.
Μαλακά τα σηκώνει, τους χαμογελά, τους μιλά και τα ακουμπά στο τσιμεντένιο κρηπίδωμα του λιμανιού. Κι εκείνα θαρρείς και μαλακώνουν από τα δύσκολα του ταξιδιού...
«Γεια σου ρε Σοφία...» ακούς από έναν συνάδελφο της.
Σοφία Μητσιάρα. Λιμενοφύλακας. Ο «σύνδεσμος» εδώ και δυο μήνες κοντά, του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος με το σκάφος της Σουηδικής Ακτοφυλακής της δύναμης της Frontex που επιχειρεί ανοικτά της Μυτιλήνης. Κάθε μέρα επιχειρεί μαζί τους. Χθες που τη συνάντησες ήταν «έξω» από τις 5 το πρωί. Κι ήταν 3 το μεσημέρι ήδη...
«Παντρεμένη;» τη ρωτάς. «Παντρεμένη με δυο κόρες, μια εννιά, μια έξι» αποκρίνεται. Σύζυγος στρατιωτικού. «Κι όταν έχει υπηρεσία ο άντρας σου τα κάνετε;». Η απορία εύλογη. «Ο Θεός βοηθός. Τα καταφέρνουμε» ακούς.
Μόνο της μέλημα να τα καταφέρει. Να σωθούν οι άνθρωποι. Να μεταφερθούν στην ακτή με ασφάλεια. Δε θέλει να ζήσει «άγριες» στιγμές. Κάθε πρωί ξεκινώντας προσεύχεται να πάνε όλα καλά.
«Μπράβο» της λες αποχαιρετώντας την. «Τι έκανα;» αποκρίνεται.
Τι έκανε;
Θυμάσαι τη γιαγιά, μια από τις γνωστές τρεις γιαγιάδες της Σκάλας Συκαμνιάς όταν της έδωσε πριν μήνες συγχαρητήρια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για το ότι τάισε τα πεινασμένα προσφυγόπουλα. Τον κοίταξε απορημένα. «Γιατί γιέ μ'... Τι έκανα;» του απάντησε.
«Γιατί τι έκανα;» αποκρίνεται κι ο Σημαιοφόρος του Λιμενικού Σώματος Μάριος Λουτραγώτης. Στον περίκλειστο χώρο του λιμανιού άλλαζε ρούχα στα μικρά προσφυγόπουλα. Βρεμένα, παγωμένα, πεινασμένα... Ένας άντρας μέχρι κει πάνω γονατισμένος μπροστά το τρίχρονο κοριτσάκι από τη Συρία, του έδενε τα κορδόνια. Γρήγορα... Έχει κι άλλο σειρά. Μη κρυώσει κανένα.
«Μπράβο ρε Μάριε» πας να πεις.
Κρατιέσαι. Η απάντηση είναι γνωστή. «Γιατί τι έκανα;».
Χαμογελάς καθώς ο παγωμένος αγέρας σου παγώνει το κούτελο. Το Ρωμέϊκο που επιμένει...
Να σπάσει λέει ο διάβολος το ποδάρι του και να αποφασίσουν να δώσουν το βραβείο νόμπελ ειρήνης σε όλους εκείνους τους Αιγαιοπελαγίτες που μήνες τώρα «έτσι γιατί πρέπει» σώζουν ζωές προσφύγων. Και να του απαντήσουν εκεί στην Ακαδημία της Στοκχόλμης του βασιλιά Αλβέρτου οι άγνωστοι ήρωες του Αρχιπελάγους: «Γιατί γιε μ' τι κάναμε;».
πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ - Jan 22, 2016
Σαν δένει το σκάφος η κοκκινομάλα γυναίκα του Λιμενικού Σώματος με κουράγιο, μια λεβεντιά που δύσκολα απαντάς στις μέρες μας, αρπά τους ανθρώπους που μετέφερε το σκάφος και τους βγάζει έξω.
Σταματά, μαλακώνει θαρρείς σαν σηκώνει ένα- ένα τα πολλά μωρά που ο Θεός εκείνη τη μέρα προστάτεψε κι έβγαλε στο δρόμο τους το σκάφος της Ακτοφυλακής.
Μαλακά τα σηκώνει, τους χαμογελά, τους μιλά και τα ακουμπά στο τσιμεντένιο κρηπίδωμα του λιμανιού. Κι εκείνα θαρρείς και μαλακώνουν από τα δύσκολα του ταξιδιού...
«Γεια σου ρε Σοφία...» ακούς από έναν συνάδελφο της.
Σοφία Μητσιάρα. Λιμενοφύλακας. Ο «σύνδεσμος» εδώ και δυο μήνες κοντά, του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος με το σκάφος της Σουηδικής Ακτοφυλακής της δύναμης της Frontex που επιχειρεί ανοικτά της Μυτιλήνης. Κάθε μέρα επιχειρεί μαζί τους. Χθες που τη συνάντησες ήταν «έξω» από τις 5 το πρωί. Κι ήταν 3 το μεσημέρι ήδη...
«Παντρεμένη;» τη ρωτάς. «Παντρεμένη με δυο κόρες, μια εννιά, μια έξι» αποκρίνεται. Σύζυγος στρατιωτικού. «Κι όταν έχει υπηρεσία ο άντρας σου τα κάνετε;». Η απορία εύλογη. «Ο Θεός βοηθός. Τα καταφέρνουμε» ακούς.
Μόνο της μέλημα να τα καταφέρει. Να σωθούν οι άνθρωποι. Να μεταφερθούν στην ακτή με ασφάλεια. Δε θέλει να ζήσει «άγριες» στιγμές. Κάθε πρωί ξεκινώντας προσεύχεται να πάνε όλα καλά.
«Μπράβο» της λες αποχαιρετώντας την. «Τι έκανα;» αποκρίνεται.
Τι έκανε;
Θυμάσαι τη γιαγιά, μια από τις γνωστές τρεις γιαγιάδες της Σκάλας Συκαμνιάς όταν της έδωσε πριν μήνες συγχαρητήρια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για το ότι τάισε τα πεινασμένα προσφυγόπουλα. Τον κοίταξε απορημένα. «Γιατί γιέ μ'... Τι έκανα;» του απάντησε.
«Γιατί τι έκανα;» αποκρίνεται κι ο Σημαιοφόρος του Λιμενικού Σώματος Μάριος Λουτραγώτης. Στον περίκλειστο χώρο του λιμανιού άλλαζε ρούχα στα μικρά προσφυγόπουλα. Βρεμένα, παγωμένα, πεινασμένα... Ένας άντρας μέχρι κει πάνω γονατισμένος μπροστά το τρίχρονο κοριτσάκι από τη Συρία, του έδενε τα κορδόνια. Γρήγορα... Έχει κι άλλο σειρά. Μη κρυώσει κανένα.
«Μπράβο ρε Μάριε» πας να πεις.
Κρατιέσαι. Η απάντηση είναι γνωστή. «Γιατί τι έκανα;».
Χαμογελάς καθώς ο παγωμένος αγέρας σου παγώνει το κούτελο. Το Ρωμέϊκο που επιμένει...
Να σπάσει λέει ο διάβολος το ποδάρι του και να αποφασίσουν να δώσουν το βραβείο νόμπελ ειρήνης σε όλους εκείνους τους Αιγαιοπελαγίτες που μήνες τώρα «έτσι γιατί πρέπει» σώζουν ζωές προσφύγων. Και να του απαντήσουν εκεί στην Ακαδημία της Στοκχόλμης του βασιλιά Αλβέρτου οι άγνωστοι ήρωες του Αρχιπελάγους: «Γιατί γιε μ' τι κάναμε;».
πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ - Jan 22, 2016