Δολοφονημένος με εμφανή τραύματα στο πρόσωπο, βρέθηκε το πρωί του Σαββάτου, στο διαμέρισμά του επί της οδού Ζακύνθου στην Κυψέλη, ο γνωστός συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας.
Ο συγγραφέας που ήταν 83 ετών, φέρει σύμφωνα με μια πρώτη ιατροδικαστική εξέταση μώλωπες στον λαιμό και το πρόσωπο, χωρίς ακόμη να μπορεί να προσδιοριστεί η ακριβής αιτία θανάτου και ανοικτό είναι το ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, στην πόρτα του διαμερίσματος δεν βρέθηκαν ίχνη παραβίασης, ενώ ο χώρος παρουσιάζει σημάδια έρευνας. Τα ακριβή αίτια του θανάτου αναμένεται να εξακριβωθούν τη Δευτέρα, μετά τη διενέργεια νεκροψίας-νεκροτομής. Οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν έφερε χτυπήματα από όπλο ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο.
Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του τραπεζικού και χρηματιστή Αντώνη Κουμανταρέα. Το 1948 έζησε για έξι μήνες κοντά στον αδερφό του πατέρα του στο Λονδίνο, όπου ήρθε σε επαφή με την εκεί πολιτιστική κίνηση. Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών και στη συνέχεια σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και εργάστηκε για είκοσι χρόνια υπάλληλος ναυτιλιακών και ασφαλιστικών εταιρειών. Το 1972 σπούδασε με υποτροφία στο Βερολίνο για έξι μήνες.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Τα μηχανάκια». Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Εκλογή, Επιθεώρηση Τέχνης, Τραμ, Ηριδανός, Ο Ταχυδρόμος, Οδός Πανός, η λέξη και άλλα.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση «18 κείμενα» και οδηγήθηκε τέσσερις φορές σε δίκη για το έργο του «Το αρμένισμα». Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος (1967 για το «Αρμένισμα») και το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1975 για τη «Βιοτεχνία υαλικών»).
Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και από το 1982 ως το 1986 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Ο Μένης Κουμανταρέας τοποθετείται χρονολογικά στη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική γενιά της ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή του κινείται στα όρια ανάμεσα στον κοινωνικό ρεαλισμό με έμφαση στην απεικόνιση των αλλοτριωτικών κοινωνικών μηχανισμών και την ποιητική έκφραση του αισθήματος της φθοράς και της χαμένης αθωότητας της νεανικής ηλικίας.
naftemporiki.gr