Αγαπάω πολύ τους πλανόδιους μουσικούς αλλά και όλους τους πλανόδιους
καλλιτέχνες. Στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στην Αποστόλου Παύλου, στο
Θησείο, στο Μοναστηράκι και στην Πλάκα, έχεις την δυνατότητα να
συναντήσεις –σε μια μόνο βόλτα- όλα τα «είδη» των καλλιτεχνών του
δρόμου.
Αγαπάω τους εξωστρεφείς μουσικούς. Δηλαδή, προτιμάω να παίζει ο μουσικός τα «Παιδιά του Πειραιά» παρά όλες αυτές τις κουλαμάρες που υποτίθεται πως είναι ελληνικό ροκ αλλά –στις περισσότερες περιπτώσεις- είναι τραγούδια ατάλαντων κακομούτσουνων, που, απλά, έψαχναν να βγάλουν καμιά γκόμενα.
Κι όλοι αυτοί οι πλανόδιοι μουσικοί που παίζουν και τραγουδάνε αυτά τα δήθεν ροκ και έντεχνα είναι βλοσυροί. Είναι χαρακτηριστικό του μαλάκα ή έλλειψη χιούμορ και αυτοσαρκασμού.
Τρώω χοντρή φρίκη όταν περπατάω στην Αποστόλου Παύλου μια ηλιόλουστη μέρα, η ζωή μου γελάει, οι περαστικοί μου χαμογελούν και είναι αυτός ο κατατονικός τυπάκος με την κιθάρα που παίζει τα άπαντα του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Ούτε ο Αλκίνοοος Ιωαννίδης δεν θα τον άντεχε.
Εν τω μεταξύ, αν του δώσεις χρήματα, θα συνεχίζει να παίζει με μεγαλύτερη κατατονία, οπότε δεν πρέπει να τους δίνεις, μπας και πάει και κλειστεί σπίτι του, ή πάει σε έναν ψυχολόγο, ή παρατήσει επιτέλους την κιθάρα και το τραγούδι και πάει να βρει καμιά δουλειά που θα είναι μουγκός.
Εγώ δεν δίνω ποτέ χρήματα στους μουσικούς που παίζουν και τραγουδάνε μέσα στο λιοπύρι για ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι –όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες-, γιατί σκέφτομαι πως, αν τους δώσω λεφτά, μπορεί να πάνε να αγοράσουν το μαχαίρι και φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψουν στον εαυτό τους.
Την τουριστική περίοδο, τα δυο μεγαλύτερα σουξέ γύρω από την Ακρόπολη είναι ο Ζορμπάς και τα Παιδιά του Πειραιά. Φρέσκες μουσικές, από την δεκαετία του ’60. Που σκορπούν ενθουσιασμό.
Έχουν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια από την εποχή που η Ελλάδα κατάφερε να συγκινήσει μουσικά και κινηματογραφικά όλο τον κόσμο.
Δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση πως η Ελλάδα δεν συγκινεί πια μουσικά, λογοτεχνικά, κινηματογραφικά κλπ.
Η Ελλάδα συγκινούσε όσο είχε δικά της πρόταση ζωής. Όταν οι Έλληνες υιοθέτησαν ολοκληρωτικά τον δυτικό τρόπο ζωής, οι εμπνεύσεις στέρεψαν.
Γιατί να προτιμήσει το ξένο κοινό μια Ελληνίδα τραγουδίστρια που μιμείται την Μαντόνα, όταν έχει την ίδια την Μαντόνα και χιλιάδες άλλες μαντονίτσες;
Ο Ζορμπάς δεν ήταν μόνο ένα βιβλίο, μια ταινία, μια μουσική και ένας χορός. Ήταν, πάνω απ’ όλα, φιλοσοφία ζωής.
Μπορεί εσύ να διαφωνείς με αυτή τη φιλοσοφία ζωής. Αλλά ήταν φιλοσοφία ζωής. Που εσύ δεν έχεις να προτείνεις. Αν και ο ραγιαδισμός είναι κι αυτός φιλοσοφία ζωής. Αλλά δεν περιμένεις να συγκινήσει και να ενθουσιάσει το παγκόσμιο κοινό.
Είναι τραγική η πολιτιστική κατάντια της Ελλάδας.
Η κατάσταση είναι για γέλια.
Υποτίθεται πως υπάρχει ένας πολιτιστικός οργασμός στη χώρα μας αλλά, στην πραγματικότητα, δεν κουνιέται φύλλο.
Θεατρικά έργα που δεν είναι θεατρικά έργα, ταινίες που δεν αφορούν κανέναν, βιβλία που δεν διαβάζονται με τίποτα.
Είναι εντυπωσιακό πως στην Ελλάδα του 2013 ανθεί η «γυναικεία λογοτεχνία».
Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως η «γυναικεία λογοτεχνία» στην Ελλάδα γράφεται πια από άνδρες.
Που είναι περήφανοι κιόλας.
Και οι χαζογκόμενες που τους διαβάζουν περήφανες είναι. Μια γενιά κομμωτηρίου. Χωρίς μαλλιά πολλές φορές.
Άκουγα τις προάλλες μια Ελληνίδα συγγραφέα –που είναι στα αζήτητα πια- να λέει πως η δουλειά του πραγματικού καλλιτέχνη και λογοτέχνη δεν είναι να κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις και τα μικροπολιτικά αλλά να ασχοληθεί με τα μεγάλα θέματα της ζωής και να αφήσει έργο.
Περίεργο, τόσα χρόνια που αυτή η συγγραφέας αποθέωνε τους Βενιζέλους και τους άλλους πασόκους –και ήταν μόνιμα στις εκπομπές του Τσίμα και του Πρετεντέρη για να αποθεώνει τον Σημίτη και τον Γιώργο Παπανδρέου- δεν είχε την ίδια άποψη. Τώρα που τρώει τις ροχάλες βροχή, άλλαξε γνώμη για τον ρόλο του καλλιτέχνη και του λογοτέχνη.
Σήμερα η Ελλάδα είναι μια χώρα γεμάτη από παρεξηγημένες μεγαλοφυΐες. Που δεν τις ξέρει κανείς και δεν αφορούν κανέναν. Ποτέ άλλοτε τόσοι τίποτες δεν έκαναν τόσο θόρυβο.
Φαντάζομαι πόσο τραγικό είναι για όλους αυτούς να διαπιστώνουν πως τα έργα του Καζαντζάκη, του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη όχι μόνο άντεξαν στον χρόνο αλλά συνεχίζουν να συγκινούν εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Η Ελλάδα θα καταφέρει να δημιουργήσει, να συγκινήσει και να εμπνεύσει και πάλι, όταν οι Έλληνες ελευθερωθούν και ονειρευτούν ξανά.
Μόνο τότε.
pitsirikos
Αγαπάω τους εξωστρεφείς μουσικούς. Δηλαδή, προτιμάω να παίζει ο μουσικός τα «Παιδιά του Πειραιά» παρά όλες αυτές τις κουλαμάρες που υποτίθεται πως είναι ελληνικό ροκ αλλά –στις περισσότερες περιπτώσεις- είναι τραγούδια ατάλαντων κακομούτσουνων, που, απλά, έψαχναν να βγάλουν καμιά γκόμενα.
Κι όλοι αυτοί οι πλανόδιοι μουσικοί που παίζουν και τραγουδάνε αυτά τα δήθεν ροκ και έντεχνα είναι βλοσυροί. Είναι χαρακτηριστικό του μαλάκα ή έλλειψη χιούμορ και αυτοσαρκασμού.
Τρώω χοντρή φρίκη όταν περπατάω στην Αποστόλου Παύλου μια ηλιόλουστη μέρα, η ζωή μου γελάει, οι περαστικοί μου χαμογελούν και είναι αυτός ο κατατονικός τυπάκος με την κιθάρα που παίζει τα άπαντα του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Ούτε ο Αλκίνοοος Ιωαννίδης δεν θα τον άντεχε.
Εν τω μεταξύ, αν του δώσεις χρήματα, θα συνεχίζει να παίζει με μεγαλύτερη κατατονία, οπότε δεν πρέπει να τους δίνεις, μπας και πάει και κλειστεί σπίτι του, ή πάει σε έναν ψυχολόγο, ή παρατήσει επιτέλους την κιθάρα και το τραγούδι και πάει να βρει καμιά δουλειά που θα είναι μουγκός.
Εγώ δεν δίνω ποτέ χρήματα στους μουσικούς που παίζουν και τραγουδάνε μέσα στο λιοπύρι για ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι –όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες-, γιατί σκέφτομαι πως, αν τους δώσω λεφτά, μπορεί να πάνε να αγοράσουν το μαχαίρι και φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψουν στον εαυτό τους.
Την τουριστική περίοδο, τα δυο μεγαλύτερα σουξέ γύρω από την Ακρόπολη είναι ο Ζορμπάς και τα Παιδιά του Πειραιά. Φρέσκες μουσικές, από την δεκαετία του ’60. Που σκορπούν ενθουσιασμό.
Έχουν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια από την εποχή που η Ελλάδα κατάφερε να συγκινήσει μουσικά και κινηματογραφικά όλο τον κόσμο.
Δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση πως η Ελλάδα δεν συγκινεί πια μουσικά, λογοτεχνικά, κινηματογραφικά κλπ.
Η Ελλάδα συγκινούσε όσο είχε δικά της πρόταση ζωής. Όταν οι Έλληνες υιοθέτησαν ολοκληρωτικά τον δυτικό τρόπο ζωής, οι εμπνεύσεις στέρεψαν.
Γιατί να προτιμήσει το ξένο κοινό μια Ελληνίδα τραγουδίστρια που μιμείται την Μαντόνα, όταν έχει την ίδια την Μαντόνα και χιλιάδες άλλες μαντονίτσες;
Ο Ζορμπάς δεν ήταν μόνο ένα βιβλίο, μια ταινία, μια μουσική και ένας χορός. Ήταν, πάνω απ’ όλα, φιλοσοφία ζωής.
Μπορεί εσύ να διαφωνείς με αυτή τη φιλοσοφία ζωής. Αλλά ήταν φιλοσοφία ζωής. Που εσύ δεν έχεις να προτείνεις. Αν και ο ραγιαδισμός είναι κι αυτός φιλοσοφία ζωής. Αλλά δεν περιμένεις να συγκινήσει και να ενθουσιάσει το παγκόσμιο κοινό.
Είναι τραγική η πολιτιστική κατάντια της Ελλάδας.
Η κατάσταση είναι για γέλια.
Υποτίθεται πως υπάρχει ένας πολιτιστικός οργασμός στη χώρα μας αλλά, στην πραγματικότητα, δεν κουνιέται φύλλο.
Θεατρικά έργα που δεν είναι θεατρικά έργα, ταινίες που δεν αφορούν κανέναν, βιβλία που δεν διαβάζονται με τίποτα.
Είναι εντυπωσιακό πως στην Ελλάδα του 2013 ανθεί η «γυναικεία λογοτεχνία».
Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως η «γυναικεία λογοτεχνία» στην Ελλάδα γράφεται πια από άνδρες.
Που είναι περήφανοι κιόλας.
Και οι χαζογκόμενες που τους διαβάζουν περήφανες είναι. Μια γενιά κομμωτηρίου. Χωρίς μαλλιά πολλές φορές.
Άκουγα τις προάλλες μια Ελληνίδα συγγραφέα –που είναι στα αζήτητα πια- να λέει πως η δουλειά του πραγματικού καλλιτέχνη και λογοτέχνη δεν είναι να κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις και τα μικροπολιτικά αλλά να ασχοληθεί με τα μεγάλα θέματα της ζωής και να αφήσει έργο.
Περίεργο, τόσα χρόνια που αυτή η συγγραφέας αποθέωνε τους Βενιζέλους και τους άλλους πασόκους –και ήταν μόνιμα στις εκπομπές του Τσίμα και του Πρετεντέρη για να αποθεώνει τον Σημίτη και τον Γιώργο Παπανδρέου- δεν είχε την ίδια άποψη. Τώρα που τρώει τις ροχάλες βροχή, άλλαξε γνώμη για τον ρόλο του καλλιτέχνη και του λογοτέχνη.
Σήμερα η Ελλάδα είναι μια χώρα γεμάτη από παρεξηγημένες μεγαλοφυΐες. Που δεν τις ξέρει κανείς και δεν αφορούν κανέναν. Ποτέ άλλοτε τόσοι τίποτες δεν έκαναν τόσο θόρυβο.
Φαντάζομαι πόσο τραγικό είναι για όλους αυτούς να διαπιστώνουν πως τα έργα του Καζαντζάκη, του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη όχι μόνο άντεξαν στον χρόνο αλλά συνεχίζουν να συγκινούν εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Η Ελλάδα θα καταφέρει να δημιουργήσει, να συγκινήσει και να εμπνεύσει και πάλι, όταν οι Έλληνες ελευθερωθούν και ονειρευτούν ξανά.
Μόνο τότε.
pitsirikos