Δεν το λέμε εμείς...
Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι μισθοί στη Γερμανία θα έπρεπε να είναι κατά 16% υψηλότεροι. Σήμερα η βιομηχανία, αλλά και ο τομέας των υπηρεσιών, πληρώνει περισσότερο στο Βέλγιο, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο σε σχέση με τη Γερμανία. Αν προσθέσουμε όλους
τους παράγοντες που συνθέτουν το εργατικό κόστος, δηλαδή τον ακαθάριστο μισθό, τις εισφορές και τα δώρα, μία εργατοώρα στη Γερμανία στοιχίζει κατά μέσο όρο 30,10 ευρώ, ενώ στο Βέλγιο το αντίστοιχο ποσό είναι 39,30 ευρώ και στις σκανδιναβικές χώρες λίγο χαμηλότερο. Στην πανευρωπαϊκή κατάταξη η Γερμανία εμφανίζεται μόλις στην έβδομη θέση, επισημαίνει ο ερευνητής του ιδρύματος Hans Böckler, Γκούσταβ Χορν:
«Το εργατικό κόστος στη Γερμανία είναι ελαφρώς υψηλότερο από το αντίστοιχο στη Φινλανδία και την Αυστρία και πολύ υψηλότερο από τις χώρες της κρίσης, για παράδειγμα την Ιρλανδία, που έχει πέσει πλέον κάτω από τον (ευρωπαϊκό) μέσο όρο. Είναι υψηλότερο και από το αντίστοιχο κόστος σε Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία και Μεγάλη Βρετανία. Στη Βρετανία μάλιστα έχει υποτιμηθεί και η στερλίνα με αποτέλεσμα να πέφτει ακόμα περισσότερο το κόστος παραγωγής» λέει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Η ισορροπία κόστους - παραγωγικότητας
Από τη στιγμή που τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, πρέπει να ακολουθήσουν άλλες μεθόδους για να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Μία από αυτές τις μεθόδους είναι να ισορροπήσουν ανάμεσα στο κόστος ανά μονάδα προϊόντος και την παραγωγικότητα. Από τότε που ιδρύθηκε η ευρωζώνη το εργατικό κόστος- άρα και το ανά μονάδα κόστος- στη Γερμανία αυξανόταν με βραδείς ρυθμούς σε σχέση με την βελτίωση της παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τον Γκούσταβ Χορν, αυτό όχι μόνο καθήλωσε την εσωτερική ζήτηση και επιβάρυνε τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά επιπλέον δημιούργησε στο εμπορικό ισοζύγιο ένα τεράστιο πλεόνασμα, το οποίο αντανακλούσε τα αντίστοιχα ελλείμματα των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης.
«Ίσως δεν έχει γίνει κατανοητό ότι η ευρωζώνη δεν είναι σε τελική ανάλυση, παρά μία συμφωνία των κρατών-μελών να ακολουθήσουν ένα κοινό στόχο ως προς τον πληθωρισμό. Στην ευρωζώνη το υπολογίζουμε γύρω στο 2%. Και αυτό επηρεάζει εκ των πραγμάτων το περιθώριο που δίνουμε για μισθολογικές αυξήσεις» τονίζει ο ερευνητής του ιδρύματος Hans Böckler.
Αυτό σημαίνει ότι από τότε που καθιερώθηκε το ευρώ οι μισθολογικές αυξήσεις δεν έπρεπε να ξεπερνούν το 2%. Στις χώρες της κρίσης ήταν κάτι παραπάνω, ενώ η Γερμανία την ίδια στιγμή ξεπερνούσε το όριο προς τα κάτω.
Το πλεόνασμα ως έλλειμμα των άλλων;
Όλα αυτά είχαν μοιραίες επιπτώσεις στα συνολικά επίπεδα ανταγωνιστικότητας, λέει ο Γκούσταβ Χορν. «Σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται θετικό, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμη στρατηγική. Το τελικό αποτέλεσμα βασίζεται σε υπερδανεισμό, δηλαδή στα χρέη που είχαν συσσωρεύσει οι άλλες χώρες. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά όχι και για πάντα, όπως βλέπουμε άλλωστε τα τελευταία χρόνια».
Ο γερμανός οικονομολόγος υποστηρίζει ότι καλό θα ήταν να υπάρξει μία κοινή συμφωνία για τη συνολική διακύμανση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη. Η γερμανική κυβέρνηση και οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν φαίνεται να συμφωνούν, εκτιμούν δηλαδή ότι όσο χαμηλότερο παραμένει το κόστος, τόσο υψηλότερος θα είναι και ο τζίρος. Αυτό ισχύει, αλλά είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος, λέει ο Γκούσταβ Χορν.
«Χαμηλότερος μισθός σημαίνει χαμηλότερο εισόδημα, άρα χαμηλότερη ζήτηση, άρα χαμηλότερη απασχόληση. Πρέπει λοιπόν να βρούμε την κατάλληλη ισορροπία. Με τις σημερινές συνθήκες και τη σημερινή εικόνα του πληθωρισμού η ισορροπία σημαίνει ότι οι μισθοί στη Γερμανία θα έπρεπε να αυξηθούν κατά 3 με 3,5% στα επόμενα χρόνια» τονίζει ο ερευνητής του ιδρύματος Hans Böckler.
Αυτό έγινε για πρώτη φορά το 2011, ενώ για το 2013 οι μισθολογικές αυξήσεις αναμένεται να περιοριστούν και πάλι γύρω στο 2,5%. Έτσι δεν πρόκειται να κλείσει η ψαλίδα των εμπορικών ισοζυγίων, υποστηρίζει ο Γκούσταβ Χορν και διατυπώνει μία πρόταση που θεωρείται προκλητική: Αύξηση μισθών κατά 16% για να τεθεί υπό έλεγχο η κρίση ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη.
πηγή : DW
Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι μισθοί στη Γερμανία θα έπρεπε να είναι κατά 16% υψηλότεροι. Σήμερα η βιομηχανία, αλλά και ο τομέας των υπηρεσιών, πληρώνει περισσότερο στο Βέλγιο, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο σε σχέση με τη Γερμανία. Αν προσθέσουμε όλους
τους παράγοντες που συνθέτουν το εργατικό κόστος, δηλαδή τον ακαθάριστο μισθό, τις εισφορές και τα δώρα, μία εργατοώρα στη Γερμανία στοιχίζει κατά μέσο όρο 30,10 ευρώ, ενώ στο Βέλγιο το αντίστοιχο ποσό είναι 39,30 ευρώ και στις σκανδιναβικές χώρες λίγο χαμηλότερο. Στην πανευρωπαϊκή κατάταξη η Γερμανία εμφανίζεται μόλις στην έβδομη θέση, επισημαίνει ο ερευνητής του ιδρύματος Hans Böckler, Γκούσταβ Χορν:
«Το εργατικό κόστος στη Γερμανία είναι ελαφρώς υψηλότερο από το αντίστοιχο στη Φινλανδία και την Αυστρία και πολύ υψηλότερο από τις χώρες της κρίσης, για παράδειγμα την Ιρλανδία, που έχει πέσει πλέον κάτω από τον (ευρωπαϊκό) μέσο όρο. Είναι υψηλότερο και από το αντίστοιχο κόστος σε Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία και Μεγάλη Βρετανία. Στη Βρετανία μάλιστα έχει υποτιμηθεί και η στερλίνα με αποτέλεσμα να πέφτει ακόμα περισσότερο το κόστος παραγωγής» λέει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Η ισορροπία κόστους - παραγωγικότητας
Από τη στιγμή που τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, πρέπει να ακολουθήσουν άλλες μεθόδους για να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Μία από αυτές τις μεθόδους είναι να ισορροπήσουν ανάμεσα στο κόστος ανά μονάδα προϊόντος και την παραγωγικότητα. Από τότε που ιδρύθηκε η ευρωζώνη το εργατικό κόστος- άρα και το ανά μονάδα κόστος- στη Γερμανία αυξανόταν με βραδείς ρυθμούς σε σχέση με την βελτίωση της παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τον Γκούσταβ Χορν, αυτό όχι μόνο καθήλωσε την εσωτερική ζήτηση και επιβάρυνε τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά επιπλέον δημιούργησε στο εμπορικό ισοζύγιο ένα τεράστιο πλεόνασμα, το οποίο αντανακλούσε τα αντίστοιχα ελλείμματα των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης.
«Ίσως δεν έχει γίνει κατανοητό ότι η ευρωζώνη δεν είναι σε τελική ανάλυση, παρά μία συμφωνία των κρατών-μελών να ακολουθήσουν ένα κοινό στόχο ως προς τον πληθωρισμό. Στην ευρωζώνη το υπολογίζουμε γύρω στο 2%. Και αυτό επηρεάζει εκ των πραγμάτων το περιθώριο που δίνουμε για μισθολογικές αυξήσεις» τονίζει ο ερευνητής του ιδρύματος Hans Böckler.
Αυτό σημαίνει ότι από τότε που καθιερώθηκε το ευρώ οι μισθολογικές αυξήσεις δεν έπρεπε να ξεπερνούν το 2%. Στις χώρες της κρίσης ήταν κάτι παραπάνω, ενώ η Γερμανία την ίδια στιγμή ξεπερνούσε το όριο προς τα κάτω.
Το πλεόνασμα ως έλλειμμα των άλλων;
Όλα αυτά είχαν μοιραίες επιπτώσεις στα συνολικά επίπεδα ανταγωνιστικότητας, λέει ο Γκούσταβ Χορν. «Σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται θετικό, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμη στρατηγική. Το τελικό αποτέλεσμα βασίζεται σε υπερδανεισμό, δηλαδή στα χρέη που είχαν συσσωρεύσει οι άλλες χώρες. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά όχι και για πάντα, όπως βλέπουμε άλλωστε τα τελευταία χρόνια».
Ο γερμανός οικονομολόγος υποστηρίζει ότι καλό θα ήταν να υπάρξει μία κοινή συμφωνία για τη συνολική διακύμανση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη. Η γερμανική κυβέρνηση και οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν φαίνεται να συμφωνούν, εκτιμούν δηλαδή ότι όσο χαμηλότερο παραμένει το κόστος, τόσο υψηλότερος θα είναι και ο τζίρος. Αυτό ισχύει, αλλά είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος, λέει ο Γκούσταβ Χορν.
«Χαμηλότερος μισθός σημαίνει χαμηλότερο εισόδημα, άρα χαμηλότερη ζήτηση, άρα χαμηλότερη απασχόληση. Πρέπει λοιπόν να βρούμε την κατάλληλη ισορροπία. Με τις σημερινές συνθήκες και τη σημερινή εικόνα του πληθωρισμού η ισορροπία σημαίνει ότι οι μισθοί στη Γερμανία θα έπρεπε να αυξηθούν κατά 3 με 3,5% στα επόμενα χρόνια» τονίζει ο ερευνητής του ιδρύματος Hans Böckler.
Αυτό έγινε για πρώτη φορά το 2011, ενώ για το 2013 οι μισθολογικές αυξήσεις αναμένεται να περιοριστούν και πάλι γύρω στο 2,5%. Έτσι δεν πρόκειται να κλείσει η ψαλίδα των εμπορικών ισοζυγίων, υποστηρίζει ο Γκούσταβ Χορν και διατυπώνει μία πρόταση που θεωρείται προκλητική: Αύξηση μισθών κατά 16% για να τεθεί υπό έλεγχο η κρίση ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη.
πηγή : DW