Υπάρχει κι ένα άλλο πρόβλημα: ποιος πρέπει άραγε να είναι ο ηγεμόνας της πόλης; ο λαός; οι πλούσιοι; οι μετριοπαθείς; ο ένας που είναι καλύτερος απ’ όλους; ένας τύραννος; Όλες όμως αυτές οι λύσεις παρουσιάζουν την ίδια δυσκολία. Τι πρέπει να κάνουμε, λοιπόν; Αν οι φτωχοί μοιρασθούν, επειδή είναι περισσότεροι από τους πλούσιους, τις περιουσίες τους, αυτό δεν αποτελεί αδικία; Όχι, μα τον Δία, γιατί αυτό αποφάσισε ο νόμιμος κυβερνήτης της πόλης. Τότε τι πρέπει να πούμε ότι αποτελεί την έσχατη αδικία; Ας εξετάσουμε κι από άλλη άποψη το ζήτημα παίρνοντας υπ’ όψη όλο τον πληθυσμό: αν οι περισσότεροι μοιρασθούν τα αγαθά των λίγων, είναι φανερό ότι θα καταστρέψουν την πόλη. Όμως ούτε η αρετή καταστρέφει αυτόν που την έχει κτήμα του, ούτε η δικαιοσύνη καταστρέφει την πόλη. Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι ένας τέτοιος νόμος δεν είναι δίκαιος.
Άλλη συνέπεια: είναι δυνατό όλες οι πράξεις του τυράννου να είναι δίκαιες, αφού στηριζόμενος στη δύναμή του, ασκεί βία όμοια μ’ εκείνη που ασκούν οι λαϊκές μάζες πάνω στους πλούσιους; Αλλά μήπως είναι δίκαιο η εξουσία ν’ ανήκει στους λίγους και τους πλούσιους; Αν όμως κι εκείνοι κάμουν τα ίδια όπως οι άλλοι κι αρπάζουν και κλέβουν τα κτήματα του λαού, είναι δίκαιο; Ούτε το ένα βέβαια ούτε το άλλο. Είναι, λοιπόν, ολοφάνερο ότι όλες αυτές οι λύσεις είναι ανήθικες κι όχι δίκαιες. Τότε μήπως πρέπει να γίνουν άρχοντες και να κυβερνούν όλους οι αψεγάδιαστοι (χωρίς ελαττώματα) άνθρωποι; Στην περίπτωση αυτή πάλι θα αποκλεισθούν από την εξουσία όλοι οι άλλοι, αφού δεν θα έχουν την τιμή να καταλάβουν κανένα αξίωμα στην πόλη. Γιατί αφού τα πολιτικά αξιώματα τα ονομάζουμε τιμές, αν τα ίδια πρόσωπα ασκούν πάντοτε την εξουσία, αναγκαστικά οι άλλοι αποκλείονται από κάθε τιμή. Μήπως είναι προτιμότερο να ασκεί την εξουσία ένας άνθρωπος, ο ηθικότερος απ’ όλους; Αυτό ευνοεί την ολιγαρχία γιατί εκείνοι που θα στερηθούν τις τιμές θα είναι οι περισσότεροι. Θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος ότι, με κανένα τρόπο, δεν πρέπει να κάνουμε απόλυτο κυρίαρχο έναν άνθρωπο με τα συνηθισμένα σ’ όλους ψυχικά πάθη, αλλά το νόμο. Αλλ’ αν ο νόμος είναι ολιγαρχικός ή δημοκρατικός ως προς τι θα μας βοηθήσει να ξεδιαλύνουμε τις απορίες μας; Θα συμβεί το ίδιο μ’ εκείνα που είπαμε προηγουμένως.
Ας αναβάλουμε, λοιπόν, για ευθετότερο χρόνο τη συζήτηση, πάνω σ’ άλλα θέματα. Το να δώσουμε την εξουσία στο πλήθος κι όχι στους άριστους αλλά λίγους πολίτες, θα αποτελούσε κάποια λύση που θα παρουσίαζε κάποιες δυσκολίες, αλλά περιέχει και μια δόση αλήθειας. Οι πολλοί δηλ. που ο καθένας τους ξεχωριστά δεν είναι αξιόλογος, είναι ενδεχόμενο ενωμένοι όλοι μαζί να είναι καλύτεροι από τους ξεχωριστούς πολίτες, όχι σαν άτομα, αλλά σαν σύνολο, όπως τα δείπνα στα οποία συνεισφέρουν όλοι είναι καλύτερα από εκείνα που αναλαμβάνει τα έξοδά τους ένα μονάχα πρόσωπο. Γιατί καθώς είναι πολλοί, ο καθένας διαθέτει κάποιο μόριο αρετής και πρακτικής σοφίας ώστε όταν συγκεντρωθούν γεννιέται κατά κάποιο τρόπο ένας άνθρωπος με πολλά πόδια, πολλά χέρια και προικισμένος με πολλές αισθήσεις και με ανάλογο χαρακτήρα κι εξυπνάδα. Γι’ αυτό και τα πλήθη κρίνουν πιο σωστά τα έργα των μουσικών και των ποιητών. Γιατί ο ένας κρίνει ένα μέρος, ο άλλος άλλο, κι όλοι μαζί το σύνολο. Και σ’ αυτό διαφέρουν οι σπουδαίοι άνθρωποι από τα άτομα που ανήκουν στο λαό, όπως π.χ. οι ωραίοι από τους όχι ωραίους, ή τα έργα της ζωγραφικής, από τα ζωντανά μοντέλα τους, κι η διαφορά συνίσταται στο ότι μαζεύτηκαν σ’ ένα σύνολο τα διασκορπισμένα εδώ κι εκεί στοιχεία κι ακόμη επειδή τα στοιχεία αυτά είναι μοιρασμένα σε διάφορα πρόσωπα, έτσι που να λέμε ότι ένας έχει πιο ωραίο μάτι από εκείνον που είναι ζωγραφισμένος, κι άλλος άλλο μέλος του σώματος. Αν τη διαφορά αυτή του πλήθους και των λίγων μορφωμένων ανθρώπων υπάρχει περίπτωση να την συναντήσουμε σε κάθε λαό και πλήθος, δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Ίσως όμως, μα τον Δία, για μερικούς λαούς αυτό να είναι απραγματοποίητο, (γιατί ο ίδιος λόγος θα μπορούσε να ισχύσει και για τα άγρια ζώα. Αφού σε τι διαφέρουν μερικοί λαοί, για να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση, από τα ζώα;). Αλλά για ορισμένους πληθυσμούς τίποτε δεν εμποδίζει να αληθεύει αυτό που είπαμε.
Με τέτοιους συλλογισμούς θα διευκολυνόμαστε να λύσουμε την προηγούμενη απορία κι αυτήν που αποτελεί λογική συνέπεια της: Ποια πρέπει να είναι τα κυριαρχικά δικαιώματα των ελεύθερων ανθρώπων και του πλήθους των πολιτών; (Και τέτοιοι είναι εκείνοι που δεν είναι πλούσιοι, και δεν φημίζονται καθόλου για την αρετή τους). Το να μετέχουν στα μεγαλύτερα αξιώματα είναι επικίνδυνο (αφού από έλλειψη εντιμότητας και φρονιμάδας, μπορεί να διαπράξουν αδικίες ή να κάμουν σφάλματα). Αλλά το να μη μετέχουν πάλι και να μη μπορούν να ζυγώσουν την εξουσία είναι φοβερό. Γιατί η πόλη στην οποία υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στερημένοι των πολιτικών δικαιωμάτων και φτωχοί, είναι αναπόφευκτα γεμάτη από εχθρούς. Στην περίπτωση αυτή η μόνη λύση είναι να μετέχουν στη βουλή και στα δικαστήρια. Γι’ αυτό δίκαια ο Σόλων και μερικοί άλλοι νομοθέτες τούς επιτρέπουν να μετέχουν ομαδικά, στην εκλογή των αρχόντων και στις λογοθεσίες τους, χωρίς να τους επιτρέπουν να ασκούν ατομικά την εξουσία. Γιατί αν ενωθούν όλοι μαζί αποκτούν ικανοποιητικό πολιτικό αισθητήριο κι αναμιγνυόμενοι με τους καλύτερους πολίτες ωφελούν τις πολιτείες, όπως ένα μη καθαρό τρόφιμο ανακατεμένο μ’ ένα καθαρό κάμνει όλη την τροφή πιο χρήσιμη από τη λίγη. Το κάθε άτομο όμως χωριστά δε μπορεί παρά να εκφέρει ατελή γνώμη.
Όμως μια τέτοια τακτοποίηση της πολιτείας προκαλεί πρώτα – πρώτα την εξής απορία: Μπορεί να σκεφθεί κάποιος ότι αρμόδιος για να κρίνει αυτόν που έκαμε σωστή θεραπεία, είναι εκείνος που έχει γιατρέψει κι έχει κάμει καλά τον άρρωστο από την αρρώστια για την οποία γίνεται λόγος. Κι αυτός είναι ο γιατρός. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες τέχνες και για κάθε τι όπου είναι απαραίτητη η εμπειρία. Όπως δηλ. ο γιατρός πρέπει να λογοδοτεί σε γιατρούς, έτσι κι άλλοι πρέπει να δίνουν λόγο στους ομότεχνούς τους. Στον όρο «γιατρός» δεν περιλαμβάνεται μονάχα ο επιστήμονας, αλλά κι αυτός που έχει κάμει πρακτική εξάσκηση, «ο αρχιτεχνίτης», και τρίτος κατά σειρά, ο άνθρωπος που έχει κάποιαν ιδέα ιατρικής. Γιατί οι ερασιτέχνες αυτού του είδους υπάρχουν σ’ όλες σχεδόν τις τέχνες. Κι αναγνωρίζουμε ίσο δικαίωμα κρίσεως τόσο στους καλλιεργημένους ερασιτέχνες όσο και στους επαγγελματίες γιατρούς.
Έπειτα θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ίδιες αρχές ισχύουν και στις εκλογές, αφού η ορθή εκλογή είναι έργο των ειδικών, όπως π.χ. όσοι έχουν γνώσεις γεωμετρίας να εκλέγουν ένα γεωμέτρη κι οι κυβερνήτες πλοίων τον πλοίαρχο. Και μολονότι σε μερικές δουλειές και τέχνες, έχουν δικαίωμα ψήφου και μερικοί ιδιώτες, η γνώμη τους δεν έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τη γνώμη των ειδικών. Σύμφωνα, επομένως, μ’ αυτό το συλλογισμό, δε θα έπρεπε ν’ αφήνουμε το λαό να πρωταγωνιστεί ούτε στις εκλογές των αρχόντων, ούτε στην εκτίμηση των ευθυνών τους.
Ίσως όμως όλα αυτά τα επιχειρήματα να μην είναι σωστά, πρώτα – πρώτα για το λόγο που είπαμε παραπάνω, ότι δηλ. η νοοτροπία του λαού δεν είναι πολύ δουλική (αφού ο καθένας απομονωμένος από τους άλλους, θα είναι βέβαια, κατώτερος από τους ειδικούς, αν όμως συγκεντρωθούν όλοι μαζί θα είναι καλύτεροι κριτές ή τουλάχιστον όχι χειρότεροι από τους ειδικούς) κι ακόμη επειδή, όσον αφορά μερικά πράγματα, εκείνος που τα κατασκευάζει δεν είναι ο μόνος κι ο καλύτερος κριτής. Υπάρχουν δηλ. τέχνες των οποίων τα προϊόντα μπορούν να τα εκτιμήσουν κι αυτοί που δεν τα άσκησαν πρακτικά: ένα σπίτι π.χ. δεν μπορεί να το κρίνει μονάχα εκείνος που το έχτισε, αλλά θα το εκτιμήσει καλύτερα εκείνος που θα το χρησιμοποιήσει (και το χρησιμοποιεί ο αρχηγός της οικογένειας). Επίσης κι ένας πλοίαρχος θα κρίνει καλύτερα ένα τιμόνι από τον κατασκευαστή του, και τα φαγητά ενός συμποσίου όσοι θα συμμετάσχουν σ’ αυτό κι όχι ο μάγειρος.
Η λύση, λοιπόν, της παραπάνω απορίας, θα φανεί χωρίς αμφιβολία ικανοποιητική. Αλλά παρουσιάζεται μια άλλη στενά συνυφασμένη μ’ αυτήν: φαίνεται δηλ. ανόητο οι μετριότητες να παίρνουν τελεσίδικες αποφάσεις για θέματα πολύ ενδιαφέροντα κι όχι οι ξεχωριστοί πολίτες. Γιατί, φυσικά, οι λογοδοσίες των αρχόντων και οι εκλογές για την κατάληψη αξιωμάτων είναι σοβαρότατα ζητήματα. Κι αυτά, όπως είπαμε, μερικές πολιτείες, τα παραχωρούν στο λαό, αφού η εκκλησία του δήμου ασκεί κυριαρχική εξουσία σ’ όλα αυτά. Βέβαια, όλα τα μέλη αυτής της συνέλευσης, για να έχουν το δικαίωμα να παίρνουν αποφάσεις και να δικάζουν, πρέπει να έχουν, άσχετα με την ηλικία κάποια μέτρια περιουσία. Αλλά για να γίνουν ταμίες και στρατηγοί, ή για να καταλάβουν τα πιο υψηλά αξιώματα, πρέπει να έχουν μεγάλα εισοδήματα.
Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να λύσει κανείς κι αυτή την απορία επειδή ίσως έχει τεθεί σωστά. Γιατί στην πραγματικότητα ούτε ο δικαστής, ούτε ο βουλευτής, ούτε το μέλος της εκκλησίας του δήμου ασκούν την εξουσία, αλλά τα δικαστήρια, η βουλή κι ο λαός. Ο καθένας απ’ αυτούς που αναφέραμε είναι ένα μικρό μόριο των διαφόρων αρχών. (Εννοώ δε λέγοντας μόριο τον βουλευτή, το μέλος της εκκλησίας του δήμου και τον δικαστή). Ώστε είναι δίκαιο οι πολλοί να αποφασίζουν κυριαρχικά για τα πιο σοβαρά ζητήματα, αφού από τους πολλούς αποτελούνται ο λαός, η βουλή και τα δικαστήρια. Και το γενικό εισόδημα όλων αυτών μαζί είναι μεγαλύτερο από το εισόδημα του καθενός χωριστά κι από το εισόδημα των λίγων που έχουν το δικαίωμα να ανέρχονται στα πιο μεγάλα αξιώματα.
Τα παραπάνω ας θεωρηθούν τακτοποιημένα μ’ αυτό τον τρόπο. Όσο για το θέμα που θεωρήσαμε πρωταρχικό, είναι προφανές ότι άλλη λύση δεν υπάρχει, εκτός από το να καταστήσουμε κυρίαρχους της πόλης τους καλώς κειμένους νόμους. Και ο άρχοντας (είτε είναι ένας, είτε περισσότεροι) πρέπει να παίρνει αποφάσεις μόνο στις περιπτώσεις που οι νόμοι δεν είναι δυνατό να καθορίζουν με ακρίβεια, γιατί δεν είναι εύκολο να νομοθετήσει κανείς για όλα. Πάντως το ποιοι πρέπει να είναι ο νόμοι που τους χαρακτηρίζουμε «ορθώς κειμένους» δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμη κι έτσι η αρχική απορία μας παραμένει άλυτη. Εξάλλου, όπως τα πολιτεύματα, αναγκαστικά και οι νόμοι πρέπει να είναι κακοί ή καλοί, δίκαιοι ή άδικοι. Αλλά το εξής είναι φανερό: οι νόμοι στα κανονικά πολιτεύματα πρέπει αναγκαστικά να είναι δίκαιοι, σ’ αυτά όμως που αποτελούν παρέκκλισή τους, δεν είναι δυνατό να είναι δίκαιοι.
Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1989. Αριστοτέλους Πολιτικά.
Απο feltor.wordpress.com