«Και δια το ανώμαλον της γής
Και την έποψιν της ναυμαχίας
Ανώμαλον ηναγκάζοντο έχειν»
(Θουκυδίδου, vii, 71)
413 π.Χ. Οι Αθηναίοι αποκλεισμένοι στο λιμάνι των Συρακουσών δίδουν την τελευταίαν των ναυμαχία, έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις των Αθηναίων στρατιωτών, που παρακολουθούν από την στεριά, είναι ανάλογα με την εικόνα που έχει ο καθένας απ’ την θέσι που βρίσκεται, για την μάχη και την εξέλιξίν της.
«Επειδή λοιπόν οι Αθηναίοι είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους στα πλοία και ο φόβος δια το μέλλον δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον του παρελθόντος», προσπαθούσαν, απ’ όποιο σημείο ευρίσκετο ο καθείς, να ιδή την έκβασιν της μάχης. Εξαιτίας της ανωμαλίας του εδάφους, αναγκάζονταν να έχουν απ’ την στεριά και διαφορετικήν εικόνα της ναυμαχίας, ο καθένας τους. «Το θέαμα ήταν πολύ κοντά και δεν κοίταζαν όλοι συγχρόνως στο ίδιο σημείο». Το γεγονός είναι αέναο. Όταν κανείς ζεί μέσα στην συμφορά που είναι εν εξελίξει, δεν δύναται ούτε εις το απειροελάχιστον να έχη πλήρην εικόνα του συνόλου των διαδραματιζομένων. Η πλήρης εικόνα είναι θολή. Μόνον ένα μέρος μπορεί ο καθένας να ενατενίση καθαρά και τούτο εξαρτάται από την τύχη, εκεί που τον ώρισε αυτή να βρίσκεται εκείνην την στιγμή. Διότι άλλον τον ώρισε να βρίσκεται δεξιά, άλλον αριστερά, άλλον ψηλά κι άλλον χαμηλά. Και τι γίνεται τότε; Απλώς, ό,τι θεωρείται από το όλον είναι και εντελώς διαφορετικόν δια τον καθένα.
«Αν κάποιοι έβλεπαν σε κάποιο σημείο τους δικούς τους να νικούν, έπαιρναν θάρρος και στρέφονταν στην επίκλησιν των θεών να μην τους στερήσουν την σωτηρίαν. Εκείνοι όμως που κοίταζαν στο τμήμα που νικιούνταν, αμέσως ξεσπούσαν σε θρήνους με κραυγές και από το θέαμα αυτών που συνέβαιναν έχαναν το ηθικό των περισσότερο απ’ αυτούς που συμμετείχαν στην ναυμαχία. Υπάρχαν δε και μερικοί που κοίταζαν με προσοχή κάποιο σημείο, όπου η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη, επειδή ο αγώνας συνεχιζόταν ισόπαλος κι αυτοί ευρίσκοντο συνεχώς στην πιο απελπιστική κατάστασι και φοβισμένοι έκαναν κινήσεις με τα σωματά των, αντίστοιχες με την γνώμη των, για την έκβασιν εκείνης της στιγμής της ναυμαχίας».
Εναποθέσαμε και ημείς τις όποιες ελπίδες μας στα πλοία, σε κυβερνήσεις με ανθρώπους που δεν κυβέρνησαν ποτέ ούτε το σπιτικό των, με ανύπαρκτες πνευματικές δυνάμεις ή με κάτι πιο σιχαμερό, με την θέλησι να μην δώσουν καμίαν μάχη. Και μείναμε απ’ την στεριά της δυστυχίας μας να κοιτάμε την έκβασιν της εσχάτης μάχης. Και μέσ’ την συμφορά μας, άλλοι από μας κοιτάνε και νομίζουν, ότι σωζώμαστε και προσεύχονται να κρατηθή αυτό εώς το τέλος, εν ώ άλλοι ήδη θρηνούν και λένε ότι κατεστραφήκαμε και ότι η χώρα τελείωσε.
Υπάρχουν δε και οι πιο πολλοί και οι πιο δυστυχισμένοι, που ακόμα αγωνιούν κι εν ώ φοβούνται μήπως καταστραφώμεν ολοσχερώς, τρέφουν ενδομύχως και μίαν ελπίδα, μη και τα καταφέρωμεν εν τέλει και σωθώμεν, έστω και την τελευταίαν στιγμήν, αφ’ ού κατά τα λεγόμενα των δινόντων επιπλάστως την ναυμαχίαν, όλο και σε κάτι νικούν. Και αυτοί οι τελευταίοι ζούν το μεγαλύτερο δράμα απ’ όλους και η κατάστασί τους απελπιστική τω όντι, ολημερίς και ολονυχτίς ζούν και κρίνονται, αναποφάσιστοι ανάμεσα στο ότι ακόμα επιβιώνουν και δεν καταστρέφονται σαν τους άλλους, αλλά και στο ότι αύριο δεν ξέρουν αν κι αυτοί θα έχουν καταστραφεί.
Η αλήθεια δυστυχώς είναι μία. Η Σικελική εκστρατεία τερμάτισε με την συντριβή του αθηναϊκού ναυτικού, αν και εκείνοι πολέμησαν γενναία, αλλά και την απώλεια χιλιάδων μαχίμων Αθηναίων στα ορυχεία των Συρακουσών, στα οποία ωδηγήθησαν απ’ τους νικητές για καταναγκαστικά έργα και στα οποία οι περισσότεροι πέθαναν απ’ τις κακουχίες.
Πηγή:http://filologos-hermes.blogspot.com/
Και την έποψιν της ναυμαχίας
Ανώμαλον ηναγκάζοντο έχειν»
(Θουκυδίδου, vii, 71)
413 π.Χ. Οι Αθηναίοι αποκλεισμένοι στο λιμάνι των Συρακουσών δίδουν την τελευταίαν των ναυμαχία, έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις των Αθηναίων στρατιωτών, που παρακολουθούν από την στεριά, είναι ανάλογα με την εικόνα που έχει ο καθένας απ’ την θέσι που βρίσκεται, για την μάχη και την εξέλιξίν της.
«Επειδή λοιπόν οι Αθηναίοι είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους στα πλοία και ο φόβος δια το μέλλον δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον του παρελθόντος», προσπαθούσαν, απ’ όποιο σημείο ευρίσκετο ο καθείς, να ιδή την έκβασιν της μάχης. Εξαιτίας της ανωμαλίας του εδάφους, αναγκάζονταν να έχουν απ’ την στεριά και διαφορετικήν εικόνα της ναυμαχίας, ο καθένας τους. «Το θέαμα ήταν πολύ κοντά και δεν κοίταζαν όλοι συγχρόνως στο ίδιο σημείο». Το γεγονός είναι αέναο. Όταν κανείς ζεί μέσα στην συμφορά που είναι εν εξελίξει, δεν δύναται ούτε εις το απειροελάχιστον να έχη πλήρην εικόνα του συνόλου των διαδραματιζομένων. Η πλήρης εικόνα είναι θολή. Μόνον ένα μέρος μπορεί ο καθένας να ενατενίση καθαρά και τούτο εξαρτάται από την τύχη, εκεί που τον ώρισε αυτή να βρίσκεται εκείνην την στιγμή. Διότι άλλον τον ώρισε να βρίσκεται δεξιά, άλλον αριστερά, άλλον ψηλά κι άλλον χαμηλά. Και τι γίνεται τότε; Απλώς, ό,τι θεωρείται από το όλον είναι και εντελώς διαφορετικόν δια τον καθένα.
«Αν κάποιοι έβλεπαν σε κάποιο σημείο τους δικούς τους να νικούν, έπαιρναν θάρρος και στρέφονταν στην επίκλησιν των θεών να μην τους στερήσουν την σωτηρίαν. Εκείνοι όμως που κοίταζαν στο τμήμα που νικιούνταν, αμέσως ξεσπούσαν σε θρήνους με κραυγές και από το θέαμα αυτών που συνέβαιναν έχαναν το ηθικό των περισσότερο απ’ αυτούς που συμμετείχαν στην ναυμαχία. Υπάρχαν δε και μερικοί που κοίταζαν με προσοχή κάποιο σημείο, όπου η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη, επειδή ο αγώνας συνεχιζόταν ισόπαλος κι αυτοί ευρίσκοντο συνεχώς στην πιο απελπιστική κατάστασι και φοβισμένοι έκαναν κινήσεις με τα σωματά των, αντίστοιχες με την γνώμη των, για την έκβασιν εκείνης της στιγμής της ναυμαχίας».
Εναποθέσαμε και ημείς τις όποιες ελπίδες μας στα πλοία, σε κυβερνήσεις με ανθρώπους που δεν κυβέρνησαν ποτέ ούτε το σπιτικό των, με ανύπαρκτες πνευματικές δυνάμεις ή με κάτι πιο σιχαμερό, με την θέλησι να μην δώσουν καμίαν μάχη. Και μείναμε απ’ την στεριά της δυστυχίας μας να κοιτάμε την έκβασιν της εσχάτης μάχης. Και μέσ’ την συμφορά μας, άλλοι από μας κοιτάνε και νομίζουν, ότι σωζώμαστε και προσεύχονται να κρατηθή αυτό εώς το τέλος, εν ώ άλλοι ήδη θρηνούν και λένε ότι κατεστραφήκαμε και ότι η χώρα τελείωσε.
Υπάρχουν δε και οι πιο πολλοί και οι πιο δυστυχισμένοι, που ακόμα αγωνιούν κι εν ώ φοβούνται μήπως καταστραφώμεν ολοσχερώς, τρέφουν ενδομύχως και μίαν ελπίδα, μη και τα καταφέρωμεν εν τέλει και σωθώμεν, έστω και την τελευταίαν στιγμήν, αφ’ ού κατά τα λεγόμενα των δινόντων επιπλάστως την ναυμαχίαν, όλο και σε κάτι νικούν. Και αυτοί οι τελευταίοι ζούν το μεγαλύτερο δράμα απ’ όλους και η κατάστασί τους απελπιστική τω όντι, ολημερίς και ολονυχτίς ζούν και κρίνονται, αναποφάσιστοι ανάμεσα στο ότι ακόμα επιβιώνουν και δεν καταστρέφονται σαν τους άλλους, αλλά και στο ότι αύριο δεν ξέρουν αν κι αυτοί θα έχουν καταστραφεί.
Η αλήθεια δυστυχώς είναι μία. Η Σικελική εκστρατεία τερμάτισε με την συντριβή του αθηναϊκού ναυτικού, αν και εκείνοι πολέμησαν γενναία, αλλά και την απώλεια χιλιάδων μαχίμων Αθηναίων στα ορυχεία των Συρακουσών, στα οποία ωδηγήθησαν απ’ τους νικητές για καταναγκαστικά έργα και στα οποία οι περισσότεροι πέθαναν απ’ τις κακουχίες.
Πηγή:http://filologos-hermes.blogspot.com/