Tην εγγραφή του Ρεμπέτικου στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας ενέκρινε η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO,
2003) στη 12η ετήσια συνεδρίασή της, που πραγματοποιήθηκε στην Κορέα
από τις 4 έως τις 9 Δεκεμβρίου, ύστερα από τον πλήρη φάκελο
υποψηφιότητας που υπέβαλε το υπουργείο Πολιτισμού.
Το Ρεμπέτικο, ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του ελληνικού αστικού λαϊκού πολιτισμού, άκμασε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Με επιρροές από το δημοτικό και το μικρασιάτικο τραγούδι, αντικατοπτρίζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, όπου αναπτύχθηκε, και ιδιαιτέρως τη ζωή των φτωχότερων τάξεων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Στην πορεία, η κοινωνική του βάση επεκτάθηκε στους πρόσφυγες, στην εργατική και τη μεσοαστική τάξη, ενώ σήμερα αποτελεί ζωντανή και δημοφιλή πολιτιστική κληρονομιά που αναγνωρίζεται πλέον όχι μόνο από τους Έλληνες, αλλά από ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Στην απόφαση για την εγγραφή του Ρεμπέτικου επισημαίνεται η επιτυχής ανάδειξη, μέσω του φακέλου υποψηφιότητας που υπέβαλε το υπουργείο Πολιτισμού, «του δυναμικού χαρακτήρα του, καθώς και της εξέλιξής του σε ισχυρό σημείο αναφοράς για τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα των Ελλήνων».
Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται «η ποιοτική τεκμηρίωση του φακέλου συνολικά και υπογραμμίζεται ότι η θερμή έκφραση υποστήριξης της υποψηφιότητας από την κοινότητα του ρεμπέτικου ανέδειξε συναρπαστικές προσωπικές αφηγήσεις, άμεσα συνδεδεμένες με το στοιχείο».
Ας σημειωθεί, επίσης, το γεγονός πως η υποψηφιότητα του Ρεμπέτικου απέσπασε τον έπαινο του Oργάνου Aξιολόγησης (Εvaluation Body) της Σύμβασης για την ποιότητα των δράσεων διαφύλαξης που σχεδιάζονται και ιδιαίτερα για τα εκπαιδευτικά προγράμματα για την ανάδειξη του ρεμπέτικου και της πολυσχιδούς σημασίας του, κυρίως μεταξύ των νέων.
Η Διεύθυνση Νεότερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Υπηρεσία του ΥΠΠΟΑ αρμόδια για την εφαρμογή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003) στην Ελλάδα, αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη όψεων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που έως σήμερα παρέμεναν συνήθως στο περιθώριο, καθώς δεν υπήρχε το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την προβολή τους κυρίως σε διεθνές επίπεδο.
Σε σχετική ανάρτηση στον ιστότοπο της UNESCO, μεταξύ άλλων, αναφέρεται: «Το ρεμπέτικο αποτελεί μία μορφή μουσικής και πολιτιστικής έκφρασης, η οποία συνδέεται με το τραγούδι και τον χορό. Διαδόθηκε αρχικά στις λαϊκές και εργατικές τάξεις, στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα ρεμπέτικα τραγούδια αποτελούσαν μέρος του κλασικού ρεπερτορίου σχεδόν όλων των κοινωνικών εκδηλώσεων, όπου υπήρχε χώρος για χορό και τραγούδι, ενώ λάμβανε χώρα δημόσια, με τους ερμηνευτές να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του κοινού. Όλοι οι Έλληνες, και όσοι μιλούν Ελληνικά, και αγαπούν αυτό το είδος μουσικής και χορού μπορούν να συμμετάσχουν. Τα ρεμπέτικα βρίθουν ανεκτίμητων αναφορών σε έθιμα, πρακτικές και παραδόσεις που συνδέονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής».
«Το ρεμπέτικο είναι κυρίως μία ζωντανή μουσική παράδοση με ισχυρό καλλιτεχνικό, συμβολιστικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Αρχικά, το ρεμπέτικο διαδόθηκε μόνο προφορικά, μέσω ζωντανών ερμηνειών, αλλά και μέσω της μαθητείας νεότερων καλλιτεχνών στο πλάι μεγαλύτερων μουσικών και τραγουδιστών. Αυτός ο ανεπίσημος τρόπος μάθησης παραμένει σημαντικός ως τις μέρες μας. Ωστόσο, με την πρόσφατη γενίκευση της ηχογράφησης, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του κινηματογράφου, τα μέσα μετάδοσης του ρεμπέτικου έχουν διευρυνθεί. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το ρεμπέτικο διδάσκεται όλο και περισσότερο στα μουσικά σχολεία, τα ωδεία και τα πανεπιστήμια, γεγονός που έχει συμβάλει στην αύξηση της διάδοσής του. Οι μουσικοί και οι λάτρεις του ρεμπέτικου εξακολουθούν να διαδραματίζουν έναν ρόλο-κλειδί για τη διαιώνιση αυτής της πρακτικής» προστίθεται.
Το Ρεμπέτικο είναι το πέμπτο στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που εγγράφει η Ελλάδα στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (UNESCO, 2003). Έχουν προηγηθεί η Μεσογειακή Δίαιτα (από κοινού με την Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Κύπρο, Κροατία), η Παραδοσιακή Μαστιχοκαλλιέργεια στη Χίο, η Τηνιακή Μαρμαροτεχνία, καθώς και το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων. Φάκελο υποψηφιότητας για εγγραφή στον ίδιο κατάλογο της UNESCO έχει υποβάλει η Ελλάδα (από κοινού με τις Γαλλία, Ελβετία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρο, Σλοβενία) για την Τέχνη της Ξερολιθιάς. Ο φάκελος υποψηφιότητας πρόκειται να αξιολογηθεί από τις αρμόδιες επιτροπές της UNESCO το φθινόπωρο του 2018.
Πηγή: huffingtonpost.gr - Dec 08, 2017 - (Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Το Ρεμπέτικο, ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του ελληνικού αστικού λαϊκού πολιτισμού, άκμασε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Με επιρροές από το δημοτικό και το μικρασιάτικο τραγούδι, αντικατοπτρίζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, όπου αναπτύχθηκε, και ιδιαιτέρως τη ζωή των φτωχότερων τάξεων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Στην πορεία, η κοινωνική του βάση επεκτάθηκε στους πρόσφυγες, στην εργατική και τη μεσοαστική τάξη, ενώ σήμερα αποτελεί ζωντανή και δημοφιλή πολιτιστική κληρονομιά που αναγνωρίζεται πλέον όχι μόνο από τους Έλληνες, αλλά από ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Στην απόφαση για την εγγραφή του Ρεμπέτικου επισημαίνεται η επιτυχής ανάδειξη, μέσω του φακέλου υποψηφιότητας που υπέβαλε το υπουργείο Πολιτισμού, «του δυναμικού χαρακτήρα του, καθώς και της εξέλιξής του σε ισχυρό σημείο αναφοράς για τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα των Ελλήνων».
Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται «η ποιοτική τεκμηρίωση του φακέλου συνολικά και υπογραμμίζεται ότι η θερμή έκφραση υποστήριξης της υποψηφιότητας από την κοινότητα του ρεμπέτικου ανέδειξε συναρπαστικές προσωπικές αφηγήσεις, άμεσα συνδεδεμένες με το στοιχείο».
Ας σημειωθεί, επίσης, το γεγονός πως η υποψηφιότητα του Ρεμπέτικου απέσπασε τον έπαινο του Oργάνου Aξιολόγησης (Εvaluation Body) της Σύμβασης για την ποιότητα των δράσεων διαφύλαξης που σχεδιάζονται και ιδιαίτερα για τα εκπαιδευτικά προγράμματα για την ανάδειξη του ρεμπέτικου και της πολυσχιδούς σημασίας του, κυρίως μεταξύ των νέων.
Η Διεύθυνση Νεότερου Πολιτιστικού Αποθέματος και Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Υπηρεσία του ΥΠΠΟΑ αρμόδια για την εφαρμογή της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003) στην Ελλάδα, αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη όψεων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που έως σήμερα παρέμεναν συνήθως στο περιθώριο, καθώς δεν υπήρχε το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την προβολή τους κυρίως σε διεθνές επίπεδο.
Σε σχετική ανάρτηση στον ιστότοπο της UNESCO, μεταξύ άλλων, αναφέρεται: «Το ρεμπέτικο αποτελεί μία μορφή μουσικής και πολιτιστικής έκφρασης, η οποία συνδέεται με το τραγούδι και τον χορό. Διαδόθηκε αρχικά στις λαϊκές και εργατικές τάξεις, στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα ρεμπέτικα τραγούδια αποτελούσαν μέρος του κλασικού ρεπερτορίου σχεδόν όλων των κοινωνικών εκδηλώσεων, όπου υπήρχε χώρος για χορό και τραγούδι, ενώ λάμβανε χώρα δημόσια, με τους ερμηνευτές να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του κοινού. Όλοι οι Έλληνες, και όσοι μιλούν Ελληνικά, και αγαπούν αυτό το είδος μουσικής και χορού μπορούν να συμμετάσχουν. Τα ρεμπέτικα βρίθουν ανεκτίμητων αναφορών σε έθιμα, πρακτικές και παραδόσεις που συνδέονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής».
«Το ρεμπέτικο είναι κυρίως μία ζωντανή μουσική παράδοση με ισχυρό καλλιτεχνικό, συμβολιστικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Αρχικά, το ρεμπέτικο διαδόθηκε μόνο προφορικά, μέσω ζωντανών ερμηνειών, αλλά και μέσω της μαθητείας νεότερων καλλιτεχνών στο πλάι μεγαλύτερων μουσικών και τραγουδιστών. Αυτός ο ανεπίσημος τρόπος μάθησης παραμένει σημαντικός ως τις μέρες μας. Ωστόσο, με την πρόσφατη γενίκευση της ηχογράφησης, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του κινηματογράφου, τα μέσα μετάδοσης του ρεμπέτικου έχουν διευρυνθεί. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το ρεμπέτικο διδάσκεται όλο και περισσότερο στα μουσικά σχολεία, τα ωδεία και τα πανεπιστήμια, γεγονός που έχει συμβάλει στην αύξηση της διάδοσής του. Οι μουσικοί και οι λάτρεις του ρεμπέτικου εξακολουθούν να διαδραματίζουν έναν ρόλο-κλειδί για τη διαιώνιση αυτής της πρακτικής» προστίθεται.
Το Ρεμπέτικο είναι το πέμπτο στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που εγγράφει η Ελλάδα στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (UNESCO, 2003). Έχουν προηγηθεί η Μεσογειακή Δίαιτα (από κοινού με την Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Κύπρο, Κροατία), η Παραδοσιακή Μαστιχοκαλλιέργεια στη Χίο, η Τηνιακή Μαρμαροτεχνία, καθώς και το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων. Φάκελο υποψηφιότητας για εγγραφή στον ίδιο κατάλογο της UNESCO έχει υποβάλει η Ελλάδα (από κοινού με τις Γαλλία, Ελβετία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρο, Σλοβενία) για την Τέχνη της Ξερολιθιάς. Ο φάκελος υποψηφιότητας πρόκειται να αξιολογηθεί από τις αρμόδιες επιτροπές της UNESCO το φθινόπωρο του 2018.
Πηγή: huffingtonpost.gr - Dec 08, 2017 - (Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)