Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2023

Και σήμερα «εναλλακτικός τουρισμός»;




H εκάστοτε κάμψη του τουριστικού ρεύματος, η οποία δεν αποκλείεται να επανακάμπτει και κατά τα επόμενα χρόνια, οφείλεται σε ένα σύμπλεγμα αιτιών, τόσο εξωτερικών όσο και εσωτερικών που προκύπτουν από τη συναφή υποδομή της χώρας.

Τα ερεθίσματα για έναν τέτοιο προβληματισμό θα μπορούσαν να δοθούν σ’ ένα δεύτερο «σπίτι»: σ’ έναν χώρο μακριά από το καθημερινό πεδίο της εργασίας και συνάμα αρκετά κοντά στην οικογενειακή θαλπωρή και τις εγγενείς της φαντασιακές παραστάσεις. Μια μαθητεία στο «αναχωρείν» σημαίνει τη δυνατότητα να διπλασιάζεις τον κόσμο: πέρα απ’ αυτόν, που σε καθηλώνει στις ανάγκες και στους καταναγκασμούς του επιούσιου, διανοίγεται ένας δεύτερος που μπορεί να φέρει και τη σφραγίδα σου ή έστω την αγρύπνια σου. Μια παρόμοια στάση σαφώς καταγράφεται ως «ποιητική», που την αποδίδει με ευστοχία ο «Μικρός Ναυτίλος» του Ελύτη: πρόκειται για το «δικαίωμα» στις «αναπάλσεις» και «ανατάσεις» προς το «βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος».

Η «αναψυχή», σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν εξαντλείται στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης του ανθρώπου και, πολύ περισσότερο, δεν υποτάσσεται στην αναγκαιότητα του εργάσιμου χρόνου που προφανώς τη χρηματοδοτεί και την ενθαρρύνει. Είναι επίσης αντιληπτή η πολυσχιδής σήμερα εκμετάλλευση του «ελεύθερου χρόνου» στους κόλπους μιας «μαζικής κουλτούρας» που εμπορευματοποιεί ό,τι θα μπορούσε να αποτελεί αξία χρήσης και επομένως το μετατρέπει σε ανταλλακτική αξία. Η απάντηση στη γενικευόμενη τάση υπαγωγής τού υπό διάθεση στον εργάσιμο χρόνο, μολονότι συχνά ελλιπής και αποσπασματική, θα μπορούσε να συνδέεται με τα στοιχεία μιας νέας ευαισθησίας που συνάγονται από νέες μορφές συλλογικότητας μέσα σε «στέκια» ή «περιβόλια» αναψυχής και θα τείνουν να καταστούν εστίες πολιτικής παιδείας και κοινωνικών αντισωμάτων. Μάλλον οι επισημάνσεις αυτές μας φέρνουν πολύ κοντά στην πρόβλεψη των Grundrisse, ότι ο «ελεύθερος χρόνος και όχι ο χρόνος εργασίας συνιστά το μέτρο του πλούτου» (Marx 1857/1858: 597).

Είναι, τέλος, προφανές ότι μια τέτοια νοοτροπία προϋποθέτει, ευρύτερα, την άρνηση των κενών ιδεολογικών σχημάτων, την κριτική της «ανάπτυξης», την απόρριψη των καταναλωτικών προτύπων (ανάμεσα στα συνθήματα του γαλλικού Μάη ήταν: «Δεν πάω διακοπές στη Μύκονο»), την απομύθευση του πλέγματος των αναγκών και της θεσμικής τους ιεράρχησης, την αντικατάσταση του μέλλοντος από το παρόν και τη μεταφορά του ατημέλητου και αστοίχητου στο κέντρο των κοινωνικών ζυμώσεων και αναζητήσεων. Πρόκειται, μάλλον, για να θυμηθούμε πάλι τον «Μικρό Ναυτίλο», για το «ειδικό θάρρος» που μας προσφέρει η αυτοαξιοποίηση του ανθρώπου: «γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη κι όταν ουρανός δεν υπάρχει...» (1986: 53).

H εκάστοτε κάμψη του τουριστικού ρεύματος, η οποία δεν αποκλείεται να επανακάμπτει και κατά τα επόμενα χρόνια, οφείλεται σε ένα σύμπλεγμα αιτιών, τόσο εξωτερικών (που συνδέονται με τις επιλογές και τον ανταγωνισμό των μονάδων της «τουριστικής βιομηχανίας» στη Δ. Ευρώπη) όσο και εσωτερικών που προκύπτουν από τη συναφή υποδομή της χώρας. H συζυγία αυτή των αιτιών παρακάμπτει τη συνωμοτική αντίληψη της ιστορίας («για όλα φταίνε οι ξένοι») και θέτει ενώπιον των ευθυνών τους όσους εμπλέκονται, από τον αρμόδιο κυβερνητικό παράγοντα ώς το τελευταίο γκαρσόνι, σ’ αυτή τη σύνθετη διεργασία.

Υπάρχουν γεωγραφικά διαμερίσματα που διαθέτουν το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην επικράτεια. Ακριβώς σ’ αυτούς τους χώρους, τουλάχιστον, θα ανέμενε κανείς τη σθεναρή παρέμβαση, από την πλευρά του κράτους και των θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης, στα πεδία της επιστήμης και της υγείας, της εκπαίδευσης και της πληροφόρησης, της επικοινωνίας και της προστασίας του περιβάλλοντος, της αβίαστης παροχής υπηρεσιών και της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα, της πολιτισμικής ιθαγένειας κ.λπ. Πρόκειται προφανώς για ένα πολύπλευρο δίκτυο δεικτών, στους οποίους η ποσοτική και η ποιοτική παράμετρος εμφανίζεται συχνά από υπολογίσιμη έως αμελητέα. Σε κάθε περίπτωση, επαναφέρει με πιεστικό τρόπο το ζήτημα της ποιότητας ζωής που ενυπάρχει στους χώρους αυτούς, τόσο για τους παραθεριστές όσο και για τους παραχειμάζοντες. Τηρουμένων των αναλογιών, ο προβληματισμός αυτός τίθεται και για τα μικρά νησιά, όπως οι Λειψοί, μια και η συσχέτιση των ορίων και των μεγεθών της οικονομίας δεν παρακάμπτει τη διαρκή αναζήτηση της ποιότητας ζωής.

O εργασιακός χρόνος των περισσότερων κατοίκων των περιοχών που αποτελούν αυτοτελείς προορισμούς διαστέλλεται για περίπου ένα εξάμηνο και αφορά τον τριτογενή τομέα της οικονομίας, στον ευρύτερο όσο γίνεται δακτύλιό του και όχι μόνο. Εκείνο ίσως που αποσιωπάται είναι ότι δεν πρόκειται για δύο παράλληλα και έτσι ουδέποτε συναντώμενα εξάμηνα χρονικά διαστήματα, αυτό του «καλοκαιριού» και το άλλο του «χειμώνα». Γιατί ο τρόπος που δομείται το πρώτο επηρεάζει και συνδιαμορφώνει την τροχιά και το περιεχόμενο του δευτέρου. Πάντως αυτή η «necropolis», με τη χειμωνιάτικη μελαγχολία, προσιδιάζει στους τόπους των θερινών αποκλειστικά διακοπών («θέρετρα») και όχι στις ορεινές περιοχές που προσελκύουν φιλοξενούμενους χειμώνα - καλοκαίρι, αρκεί να μην υπάρξει κάποια «αθέατη» ταξιδιωτική νότα που να τους αποτρέπει από μια τέτοια ανάπαυλα. Με παρόμοιο τρόπο και οι μικροί προορισμοί, όπως το νησί που μας φιλοξενεί με τις περιορισμένες διαθέσιμες κλίνες (περίπου τριακόσιες), με δυσκολία θα μπορούσε να διεκδικήσει την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, ακριβώς για να καταστεί ανθεκτικότερη η οικεία υποδομή στη διακύμανση της ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση, οι «βαλίτσες του Οκτώβρη» (Μαρκίδης 1985: 72), με το πέρας της τουριστικής περιόδου, αποπνέουν τη βεβαιότητα ότι θα ξανάρθει το καλοκαίρι:

«το νησί θα βγάλει βιαστικά τις αντίκες του απ’ το ντουλάπι
ο καθένας θ’ ανοίγει τις πληγές του και τις μεγάλες γάζες της μοναξιάς»
(βλ. «Εντεχνος βίος», 2023: 406, 407, 408, 409).

Πρόκειται να συνεχίσω: τι είδους «μεταμοντέρνος» «εναλλακτικός τουρισμός» προαλείφεται στο κέντρο μεγαλουπόλεως με προστατευμένα «στέκια» «αριστοκρατών» και συνάμα απροστάτευτα «επαιτών»; Και οι «ντόπιοι» πού θα κινούνται; 

 
Παναγιώτης Νούτσος

*Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων 



Πηγή: www.efsyn.gr

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More