Ψαρεύει με το σκάφος του, συναντά εκλεκτούς φίλους από τα πολύ παλιά, και στα 89 του σήμερα, με βροντερή φωνή μιλάει εκείνα τα βαριά Ροδίτικα, κι ας ξέρει τόσες γλώσσες, κι ας μιλάει γαλλικά με τη σύζυγό του κάθε φορά που της απευθύνεται.
Στον Βιττόριο, όπως τον έλεγαν 70 χρόνια πριν, όταν στη Ρόδο ξέσπασε ο πόλεμος και οι Γερμανοί πήραν τους Εβραίους, μ΄ έφερε ο δημοσιογράφος Γιώργος Ζαχαριάδης, πολύτιμος συμπαραστάτης και δάσκαλος σ΄ αυτά τα ταξίδια στο παρελθόν.
Και φάγαμε ψαράκια που ψάρεψε ο Χασσόν με τον καπετάνιο του, και… αρωίνους, τα πράσινα φασολάκια με την κόκκινη σάλτσα που παρήγγειλε να του φτιάξουνε.
Κι ύστερα τα μάτια του σκοτείνιασαν, γύρισαν 70 χρόνια πίσω. Θυμήθηκε όσα δεν ξέχασε ποτέ, κι ας προσπάθησε να τη ζήσει καλά αυτή τη δεύτερη ζωή που του χαρίστηκε.
Πώς ζούσαν οι Εβραίοι στη Ρόδο πριν τον πόλεμο, πώς ζούσε η δική σας οικογένεια;
Η οικογένειά μου ήταν στη Ρόδο 400 χρόνια. Εμείς οι Εβραίοι φύγαμε κάποτε από την Iσπανία γιατί μας έδιωξε η Iζαμπέλα, η βασίλισσά τους. Όποιον δεν ήταν χριστιανός καθολικός τον έδιωχναν ή τον σκότωναν. Οι πολλοί φύγανε για τη Μεσόγειο, την Τουρκία, τη Θεσσαλονίκη. Εμείς φτάσαμε στη Ρόδο γύρω στο 1400. Άλλοι Εβραίοι μιλούσαν Ισπανικά, άλλοι Γερμανικά…
Οι Εβραίοι της Ρόδου μιλούσαν Ισπανικά. Όλοι με το εμπόριο ασχολήθηκαν και με τις τράπεζες. Στα δικά μας χρόνια, θυμάμαι που οι Εβραίοι είχαν μια μεγάλη τράπεζα στη Ρόδο, την τράπεζα Αλχαδέφ, που ήταν στην Παλιά Πόλη στο πρώτο σιντριβάνι, που ανεβαίνεις πάνω το στενό. Τα πιο πολλά μαγαζιά στη Ρόδο ήταν των Εβραίων πριν τον πόλεμο. Θυμάμαι όμως και το μαγαζί με τα υφάσματα του Ασπράκη.
Ο δικός μου ο πατέρας ήταν πολύ αναγνωρίσιμος. Ήταν έμπορος, είχε μαγαζιά δύο στη Λέρο, κι ένα μεγάλο μαγαζί στη Ρόδο. Πρώτα είχε το μαγαζί του Καλαφατά, στην Παλιά Πόλη με τα υφάσματα. Τα αδέλφια του πατέρα μου ζούσαν στη Λυών της Γαλλίας και του έστελναν τα μεταξωτά τα καλύτερα. Τη μαμά μου την έλεγαν Εστρέα, που σημαίνει άστρο!
Όταν μας πήγαιναν στο Άουσβιτς λέγανε στη γειτονιά μας, το Νιοχώρι «φεύγει η Εστρέα, χάσαμε την Εστρέα…»… Πού να ‘ξερε κι αυτή πού πήγαινε, πού να ξέραμε κι εμείς.
Εσείς ως παιδί στο Νιοχώρι πώς ζούσατε μέχρι να σας βρει το κακό;
Στο Νιοχώρι, στην Ψαροπούλα, παιδιά εμείς μπαίναμε ολότσιτσοι (γυμνοί) στη θάλασσα. Πού να φανταστώ πως θα γινόταν η ζωή μου; Με βρήκε ο Σπήλμπεργκ στην Αμερική όταν ήταν να γυρίσει τη «Λίστα του Σίντλερ» και έστειλε και μου πήραν συνέντευξη για κείνο το κολαστήριο, το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αν δεις στην πλάκα στο Άουσβιτς που γράφει τα ονόματα αυτών που χάθηκαν, θα δεις «Χασσόν».
Είμαστε εμείς, εκεί πεθάνανε όλοι, μόνο εγώ έμεινα ζωντανός, κι η αδελφή μου η Έλσα. Μπήκα 15 χρονών και όταν μας βρήκαν οι Αμερικάνοι ήμουν 28 κιλά και περπατούσα με τα τέσσερα. Στο στρατόπεδο στο Μέλκ της Αυστρίας, ακόμα πέρυσι πήγα ξανά πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια και γύρισα ένα φιλμ. Έβλεπα, θυμόμουνα και μιλούσα για την κόλαση. Τα θυμήθηκα όλα.
Στην οικογένεια πόσοι ήσασταν;
Ήμασταν έξι αγόρια και τέσσερις κόρες. Αβραάμ λέγανε το μπαμπά μου, Εστρέα τη μαμά. Η Βαβά, η γιαγιά μου ήταν 100 χρονών που την πήρανε! Πήγε σώα μέχρι το Άουσβιτς, ύστερα την κάψανε. Λίγο καιρό πριν ο πατέρας μου πήγε στη Βραζιλία να αφήσει δύο από τις αδελφές μου, για να σωθούν. Σωθήκανε. Εκείνες. Όταν ήταν στη Βραζιλία έγραψε στη μάνα μου, να πάρει όλη την οικογένεια και να μας πάει εκεί για να σωθούμε.
«Και ν΄ αφήσουμε τα σπίτια μας, τα μαγαζιά μας…», του απάντησε η μάνα μου. Δεν πίστεψε ότι θα μας αγγίξουν, η Ρόδος ήταν μακριά, δεν θα μας έπαιρναν εμάς. Γύρισε ο πατέρας μου, αναγκαστικά, αλλά μετά το ταξίδι αρρώστησε και πέθανε. Ο αδελφός μου ο Σαλβατόρ, είχε αρρωστήσει, κι είχε πεθάνει πριν μας πάρουνε. Ο αδελφός μου ο Ρομπέρτ απέδρασε στην Τουρκία, με τη βοήθεια ενός φίλου του Τούρκου. Ο αδελφός μου, έλεγε στους Εβραίους της Ρόδου «να φύγουμε, να φύγουμε...»… Κανένας δεν έφευγε, δεν το περίμεναν ότι θα γίνει τέτοιο κακό. Μου είπε μια μέρα «φεύγω, μην πεις τίποτα στη μαμά…»…
Το κράτησα μυστικό, όλοι νόμιζαν ότι είχε χαθεί, όμως μαζί με τον Ρετζέπ Τουρούκαλη, πήραν δυό βάρκες, μπήκανε μέσα μαζί τους και Ιταλοί στρατιώτες, και φύγανε από τα Κρητικά. Πήγανε με τα κουπιά στην Τουρκία, κι ενώ απομακρύνονταν από τη Ρόδο άρχισαν να τους πυροβολούν οι Γερμανοί από το Μόντε Σμιθ. Εκείνη την ώρα εμφανίζονται Εγγλέζικα αεροπλάνα, κι οι Γερμανοί σταμάτησαν να πυροβολούν τους φυγάδες και έπιασαν τα εγγλέζικα αεροπλάνα.
Σώθηκε ο αδελφός σας ο Ρομπέρτ;
Όταν έφτασαν στην Τουρκία, ρώτησαν τον αδελφό μου οι Τούρκοι πως τον λένε. Λέει, «Ιωαννίδη»… Αν έλεγε «Χασσόν» θα τον κρατούσαν για Εβραίο. Μετά πήγε στη Μέση Ανατολή και κατετάγη στο ελληνικό πολεμικό ναυτικό. Ο Ρετζέπ, τους είπε ότι είναι Τούρκος και τον κράτησαν, τον έβαλαν να υπηρετήσει στον Τουρκικό στρατό. Άλλα δύο αδέλφια μου πριν τον πόλεμο έφυγαν στην Αμερική που είχαμε θείους. Ήταν αδέλφια του πατέρα μου εκεί, κι έτσι σώθηκαν.
Πόσους πήραν από την οικογένειά σας οι Γερμανοί;
Τη μαμά, τη γιαγιά, εμένα το Βικτόρ και την αδελφή μου την Έλσα!
Πώς έγινε, τι σας είπαν;
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Ρόδο, ήρθαν στα σπίτια μας και μας είπαν να πάρουμε τα χρυσαφικά μας και τα μαϊδιά μας και να μαζευτούμε άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι στο σημείο που είναι σήμερα η Τουριστική Σχολή, στα Πλατανάκια.
Η εντολή των Γερμανών ήτανε να πάρουμε τα υπάρχοντά μας μαζί μας. Είπαν, αν πιάσουνε Έλληνες με χρυσαφικά Εβραίων θα ήταν εκτέλεση επί τόπου. Παρουσιαστήκαμε στις 19 Ιουλίου 1944. Μπαίνοντας έναν-έναν μας πήραν τα χρυσαφικά. Μας κράτησαν εκεί μέχρι τις 23 του μήνα, όρθιους σχεδόν, δεν είχε χώρο ούτε ν΄ ακουμπήσουμε 2.500 ψυχές.
Όταν ήταν να μας πάνε στο λιμάνι, έκλεισαν τους δρόμους, έβαλαν να ηχήσουν σειρήνες του βομβαρδισμού για να μην είναι κανένας Ροδίτης έξω, και μας έβαλαν στη σειρά. Πήραμε μικρούς μπόγους μαζί μας η μαμά, η γιαγιά 100 χρονών, η αδελφή μου η Έλσα δεκατριών, κι εγώ δεκαπέντε. Χίλιοι εξακόσιοι πέντε Εβραίοι (1605) φεύγαμε από τη Ρόδο ήσυχα, χωρίς να αντιδράσει κανείς. Σαν πρόβατα πηγαίναμε.
Μπήκαμε στα καραβάκια που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και πριν μετέφεραν μ’ αυτά ζώα. Μες την κοπριά, ο ένας πάνω στον άλλο, δεν είχαμε νερό, δεν είχαμε φαΐ, ζέστη μεγάλη, κι η μυρωδιά της κοπριάς. Φόρτωσαν εμάς στα αμπάρια, από 500 άτομα στ΄ αμπάρι κάθε πλοίου και μας κλείδωσαν. Το ταξίδι ξεκίνησε.
Περάσαμε από την Κω, πήραμε τους Εβραίους της Κω, πήγαμε μετά στη Λέρο. Ήρθε στη Λέρο ένας Εβραίος στο λιμάνι, να δει τους γονιούς του που μπήκαν απ΄ τη Ρόδο. Δεν τον φωνάξανε, αλλά αυτός μπήκε, μπήκε μόνος του, πού να ‘ξερε…
Περάσαμε απ΄ τη Σάμο και μείναμε δυό μέρες γιατί οι Εγγλέζοι βομβαρδίζανε… Καμιά βδομάδα στοιβαγμένοι, μας είχανε δώσει πέντε κουβάδες νερό, μας δίνανε μέλι, για να σκάσουμε πιο γρήγορα, κι ένα άδειο μπιτόνι για την ανάγκη μας! Ένα άδειο μπιτόνι για 500 άτομα. Δεν ξέραμε πού πάμε, δεν ξέραμε γιατί. Γυναίκες έγκυες, μωρά που κλαίγανε, πολλοί δεν έφτασαν, τους έριχναν οι Γερμανοί πεθαμένους στη θάλασσα.
Με τις ίδιες συνθήκες συνεχίστηκε το ταξίδι με τρένο;
Φτάσαμε στον Πειραιά και μετά στο Χαϊδάρι όπου μας φόρτωσαν στο τρένο 80-85 άτομα σε κάθε βαγόνι. Δίψα μεγάλη, θερμοκρασία 50 βαθμοί.
Το τρένο σταμάτησε στη Λάρισα για πέντε λεπτά, μας είπαν να αγοράσουμε νερό. Γυμνός εγώ, κατέβηκα, αγόρασα έναν κουβά, τον ήπιαμε αμέσως. Και μετά το τρένο πάλι ξεκίνησε, δεν ξέραμε για πού, δεν ξέραμε γιατί. Το τρένο των Εβραίων που το σταματούσαν συνέχεια οι Γερμανοί για να δώσουν προτεραιότητα σ΄ άλλα τρένα.
Πού φτάσατε, πού σας πήγαν;
Κάποτε το τρένο σταμάτησε. Μας είπανε: «αφήστε τα πράγματά σας όλα στο τρένο και κατεβείτε όπως είστε». Κατεβήκαμε όλοι σε μια γραμμή. Κάνανε επιλογή. Εσύ από δω, εσύ από κει. Δεν το ξέραμε τότε ότι ήταν επιλογή ζωής ή θανάτου. Εκεί είδα τελευταία φορά τη μάνα μου και τη γιαγιά μου.
Η μάνα μου μ΄ έσπρωξε προς τους νέους. Δεν ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά, δεν την αποχαιρέτησα τη μητέρα μου, κι αυτό δεν θα το ξεχάσω και δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου. Έγκυες με παιδάκια στο χέρι τις έβαζαν στην άλλη σειρά, μ΄ αυτούς που θα πεθαίνανε.
Κάποιοι αξιωματικοί, μεγάλοι, με μαστίγιο στα χέρια και σκυλιά σε χτυπούσαν να πας στη δική σου σειρά. Πέθανα πρώτα και μετά έζησα. Είναι η δεύτερη μου ζωή αυτή.
Πότε καταλάβατε τι γίνεται εκεί;
Βρήκαμε Εβραίους από τη Θεσσαλονίκη. «Μην έχετε ελπίδα για μανάδες, μας είπαν, όλοι είναι για κάψιμο». Ο καπνός που έβγαινε από τις καμινάδες, μας είπαν οι μπαρμπέρηδες που μας κούρεψαν ότι είναι ό,τι απομένει από το κάψιμο των ανθρώπων στα κρεματόρια. Μύριζε καμένο κρέας.
Και τις γυναίκες και τους άντρες μας κούρεψαν, μια τούφα από δω, μια τούφα από κει, μας ξυρίσανε από πάνω μέχρι κάτω, μας ρίξανε πάνω μας πετρέλαιο και χάραξαν στο χέρι μας έναν αριθμό. Ήμουν το Β 7340. Μου δώσανε πιτζάμες των φυλακών και τσόκαρα, αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήτανε να πεθάνω. Δεν έπεσα όμως ποτέ στα συρματοπλέγματα, δεν ήθελα ένα τέτοιο τέλος.
Πώς καταφέρατε να ζήσετε εσείς;
Κάθε πρωί μας βγάζανε από τα παραπήγματα και μες την παγωνιά μας διέταζαν να γδυθούμε εντελώς. Κάποια στιγμή έρχονταν οι Γερμανοί αξιωματικοί της Γκεστάπο να δουν πιο σώμα δεν άντεχε άλλο, για να πάρει το δρόμο για το κρεματόριο.
Κι εγώ, έβγαζα το στέρνο έξω, κορμό στητό σαν γιώτα και τους ξεγέλαγα. Έμεινα μόνος μου, 15 χρονών παιδί. Τη μια ξεφόρτωνα βαγόνια με πατάτες, την άλλη δούλευα στο τούνελ στο βουνό, στις γαλαρίες για να βάλουν όπλα μέσα.
Την αδελφή σας τη βλέπατε ποτέ;
Χάθηκα και με την αδελφή μου. Την είδα μια φορά ενώ γυρνούσα απ΄ τα χωράφια, κοντά στα συρματοπλέγματα, της πέταξα ένα κομμάτι ψωμί. Θα με σκότωναν αν το έβλεπαν. Δεν την ξανάδα πια, δέκα χρόνια μετά βρεθήκαμε στη Βραζιλία. Στο στρατόπεδο ήταν σ΄ ένα παράπηγμα, μαζί με άλλες Ροδίτισσες.
Έμεινα μόνος μου 15 χρονών παιδί. Δίνανε μια σούπα με ένα φύλλο λάχανο μέσα, ένα περίεργο ζωμό, και λίγο ψωμί και μετά τίποτα. Τα πιο πολλά παιδιά πεθάνανε. Από τη Ρόδο έζησε ο Σάμι που ήταν 13 χρονών, κι εγώ. Στα τέσσερα περπατούσα πια, δεν θ ΄ άντεχα, κι οι ψύλλοι είχαν γεμίσει το κορμί μου πληγές. Πήγαινα στο ιατρείο και θυμάμαι υπήρχαν κάποιοι εξαίρετοι Εβραίοι γιατροί.
Πόσος καιρός πέρασε έτσι;
Κανένας χρόνος! Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερα σε ποιο μήνα είμαστε, τι εποχή ήταν, πότε κρύωνα, πότε ζεσταινόμουν, αλλά πάντα με τις ίδιες αυτές πιτζάμες και τα ίδια τσόκαρα. Μια φορά, με υποχρέωσαν μαζί με άλλους να φύγω και να πάω με τα πόδια σε άλλο στρατόπεδο, το Μαουτχάουζεν.
Δεκατρείς μέρες περπατούσα, ένας σκελετός που έπεφτε από δω κι από κει. Μόνο μια νύχτα κατάφερα να κοιμηθώ στον αχυρώνα μιας αγροικίας, στοιβαγμένος μαζί μ΄ ένα σωρό άλλους πάνω στο άχυρο. Πολλοί δεν άντεξαν να συνεχίσουν το περπάτημα.
Και τότε τους καθάριζαν οι Γερμανοί με μια σφαίρα στο κεφάλι. Φτάσαμε εκεί και μια μέρα κατουρήθηκα στο κρεβάτι μου. Το πήραν χαμπάρι και μου έριξαν 25 μπαστουνιές. Δυό Γερμανοί με ξυλοκόπησαν. Στην αρχή από τον πόνο φώναζα. Σε λίγο σταμάτησα, έπεφταν οι μπαστουνιές κι εγώ δεν τις ένιωθα πια.
Και ύστερα ήρθε η ώρα που οι προελαύνουσες αμερικανικές δυνάμεις μπήκαν στο στρατόπεδο και σας απελευθέρωσαν! Πώς έγινε;
Βλέπω μια μέρα, δεν είχε κανένα φύλακα. Λέμε, το κάνουν επίτηδες για να κάνουμε πως φεύγουμε και να μας σκοτώσουν. Την ερχόμενη μέρα το πρωί όποιος μπορούσε να περπατήσει έφευγε. Την κοπανούσαμε χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, χωρίς να ξέρουμε τι είναι εκεί. Είδαμε τους Αμερικάνους που φτάσανε.
Σκελετοί όπως ήμασταν μας βάλανε πάνω στα χόρτα, κι άρχισαν να μας δίνουν σιγά-σιγά τροφή γιατί αν τρώγαμε αμέσως θα πεθαίναμε. Ήτανε κρύο να πουντιάσεις, κι εμείς γυμνοί, όλα τα μέλη μας παγωμένα. Μας δώσανε ρούχα. Από έναν Γερμανό της Βέρμαχτ που ήταν στα χέρια των Αμερικανών, πήρα τα άρβυλά του, μικρό το πόδι το δικό μου, αλλά μου φάνηκαν πολύ άνετα. Τα φόραγα για χρόνια μετά…
Οι Αμερικάνοι με ρώτησαν πού θέλω να πάω. Τους είπα στην Ιταλία γιατί νόμιζα ότι από εκεί θα έφτανα γρήγορα πίσω στη Ρόδο. Κι όμως στη Ρόδο γύρισα πρώτη φορά 20 χρόνια μετά, κι από τότε εδώ και 50 χρόνια έρχομαι κάθε χρόνο, για ένα μήνα για διακοπές μαζί με τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, τα δισέγγονά μου.
Ξεχάσατε ποτέ;
Εκείνα τα χρόνια δεν θέλω να τα θυμάμαι, αλλά τα ζω σαν να ‘ναι σήμερα. Όλο τον κόσμο το γύρισα από τότε, τις ηπείρους όλους, στη Ρόδο έρχομαι με το σκάφος μου, στις Βρυξέλλες ζω, κι έκανα πολλά λεφτά στη ζωή μου… Αλλά δεν πήγα παρά πέρα, εγώ ζω ακόμα εκεί μέσα!
Πηγή : Η ΡΟΔΙΑΚΗ - Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη
nooz - Aug 29, 2016