Το Νότιο Αιγαίο εισέπραξε 5,175 δισ. ευρώ και το Β. Αιγαίο μόλις 165 εκατ. ευρώ. Σας λέει κάτι αυτό;
Το 2021 είναι, μάλλον, μια ανέλπιστα καλή χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό. Σύμφωνα με τον κ. Γρηγόρη Τάσιο, πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων, μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου η τουριστική κίνηση και τα έσοδα ξεπέρασαντο 50% του 2019. Οι μήνες Σεπτέμβριος και Οκτώβριος αναμένεται να έχουν ισχυρή τουριστική κίνηση, για παράδειγμα κατά τον κ. Τάσιο η Χαλκιδική αυτή την περίοδο έχει 70% πληρότητα, παρόμοια εικόνα παρατηρείται και στις υπόλοιπες τουριστικές περιοχές. Κατά την εκτίμηση του ΣΕΤΕ τα φετινά έσοδα από το τουρισμό θα φτάσουν τα 12 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο 70% των εσόδων του 2019.
Τον Ιούλιο και του Αύγουστο, ειδικά οι τουριστικές περιοχές αιχμής, κατέγραψαν τουριστική κίνηση παρόμοια ή και ενισχυμένη σε σχέση με το 2019. Αυτό, πέρα από τα έσοδα που απέφερε στον τουριστικό κλάδο και στα κρατικά και δημοτικά ταμεία, είχε και μια σειρά από αρνητικές παραμέτρους.
Αρνητικά φαινόμενα που παρατηρούνταν κάθε χρόνο μέχρι και το 2019, αλλά ποτέ σε τέτοια συχνότητα και μέγεθος. Στην Μύκονο η αποχέτευση τέθηκε εκτός λειτουργίας και υπήρχε σημαντική έλλειψη νερού, το διάστημα Ιουλίου-Αυγούστου. Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν τα περισσότερα νησιά, οι βιολογικοί καθαρισμοί, όπου υπάρχουν, συνήθως υπολειτουργούν. Η ύδρευση είναι μόνιμο πρόβλημα, τα απορρίμματα συχνά πνίγουν τα νησιά, ενώ και το οδικό δίκτυο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι υποτυπώδες.
Τα άλλοτε ολιγάνθρωπα και φτωχικά νησιά των Κυκλάδων βρέθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια να πρέπει να καλύψουν (για κάποιους μήνες) τις ανάγκες πληθυσμών μέχρι και δέκα φορές πάνω από τους μόνιμους κατοίκους.
Η Πάρος των 14 χιλ. μόνιμων κατοίκων φιλοξένησε τον Ιούλιο 130 χιλ. Παρόμοια, ίσως όχι τόσο ακραία, εικόνα παρατηρείται στα περισσότερα νησιά, με εξαίρεση ίσως τη Ρόδο, την Κω και δύο τρία ακόμα νησιά που ο τουρισμός είναι πιο οργανωμένος και υπάρχουν καταλληλότερες εγκαταστάσεις.
Το 2010, στην αρχή της κρίσης, η χώρα φιλοξένησε 15 εκατ. τουρίστες με έσοδα 9,61 δισ. ευρώ. Δέκα χρόνια μετά, το 2019, διπλασιάστηκε η τουριστική κίνηση, αφού οι αφίξεις ξεπέρασαν τα 31 εκατ. και τα έσοδα τα 17,68 δισ.
Στη δεκαετία της κρίσης ο τουρισμός στήριξε το εισόδημα των απασχολούμενων σ’ αυτόν και όσων εμπλέκονται, αλλά και τα δημόσια ταμεία. Από την άλλη, οι υποδομές της χώρας παρέμειναν στα επίπεδα του 2010, αφού λόγω της κρίσης, δήμοι και περιφέρειες στην καλύτερη περίπτωση μερίμνησαν απλώς για τη συντήρηση των υφιστάμενων υποδομών.
Έτσι, έχουμε φτάσει στο σημείο τουριστικοί προορισμοί, όπως η Σαντορίνη, που την επισκέπτονται εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο, να «διαχειρίζονται» τα απορρίμματά τους σε χωματερές (χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης αποβλήτων), ενώ στα νησιά του Ν. Αιγαίου λειτουργούν άλλες δεκατέσσερις χωματερές.
Την έλλειψη υποδομών, δεν θέλει και πολλή σκέψη, αργά ή γρήγορα θα την πληρώσουμε. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, σύντομα οι ελληνικοί προορισμοί θα πέσουν κατηγορία στον ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες.
Όσο όμως και αν βελτιωθούν οι υποδομές στα κορεσμένα νησιά των Κυκλάδων δεν θα ξεπεραστεί το πρόβλημα, δηλαδή ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο όριο του αριθμών των επισκεπτών που μπορούν να φιλοξενήσουν.
Το μοντέλο, ένας τουριστικός προορισμός δύο μήνες τον χρόνο να φιλοξενεί τον δεκαπλάσιο αριθμό ανθρώπων από τους μόνιμους κατοίκους τους, μακροπρόθεσμα είναι ασύμφορο. Όσο και αν εκσυγχρονιστούν οι υποδομές ποτέ αυτό δεν θα είναι αρκετό, ενώ και απόσβεση με τουριστική εργασία δύο μηνών δεν είναι εφικτή.
Πέρα από την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, οι τοπικές κοινωνίες θα ήταν οι πρώτες που θα ωφελούνταν αν έθεταν έναν μέγιστο αριθμό επισκεπτών και τουριστικής μεγέθυνσης που θα επέτρεπαν.
Επιπλέον, το φαινόμενο επιχειρηματίες να δαπανούν εκατομμύρια σε τουριστικές επενδύσεις, αλλά να μη συμμετέχουν π.χ. στη χρηματοδότηση της επέκτασης του βιολογικού καθαρισμού μέχρι την επένδυσή τους και να τα περιμένουν όλα από τα δημοτικά ταμεία, πρέπει να πάψουν.
Ο τουρισμός, για να συνεισφέρει οικονομικά και τα επόμενα χρόνια, έχει ανάγκη και την αποκέντρωσή του.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΤΕ, το 2019 πέντε από τις δεκατρείς περιφέρειες εισέπραξαν αθροιστικά 15,52 δισ. ευρώ από το σύνολο των 17,68 δισ. ευρώ, που ήταν τα έσοδα από τον τουρισμό, δηλαδή πέντε περιφέρειες καρπώθηκαν το 87,8% των εσόδων και οι υπόλοιπες οχτώ περιφέρειες μόλις το 12,2%.
Το Νότιο Αιγαίο (Κυκλάδες και Δωδεκάνησα) εισέπραξε 5,175 δισ. ευρώ και το Β. Αιγαίο (Λέσβος, Λήμνος, Χίος, Σάμος, Ικαρία κ.λπ.) μόλις 165 εκατ. ευρώ.
Τα Ιόνια Νησιά 1,911 δισ. ευρώ και η Ήπειρος μόλις 261 εκατ. ευρώ. Η Αττική 2,592 δισ. ευρώ και η Πελοπόννησος 417 εκατ. ευρώ.
Η Κεντρική Μακεδονία (εξαιτίας της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής) 2,25 δισ. ευρώ και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 440 εκατ. ευρώ ενώ η Δυτική Μακεδονία 76 εκατ. ευρώ!
Οι ανισότητες ανά περιφέρεια είναι τεράστιες, ουσιαστικά έχουμε πέντε περιφέρειες τουριστικά υπεραναπτυγμένες, σε σημείο κορεσμού, και οι υπόλοιπες οχτώ είναι σχεδόν υπανάπτυκτες. Ενώ οι τέσσερις από τις οχτώ τουριστικά υπανάπτυκτες περιοχές βρίσκονται στα βόρεια σύνορά μας (Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, Β. Αιγαίο και Ήπειρος).
Μια πιο ισομερής ανάπτυξη του τουρισμού σε περιφερειακό, πέρα από ευκταία για μια πιο δίκαιη κατανομή των εσόδων του τουρισμού σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία είναι και αναγκαία για να μπορέσει ο ελληνικός τουρισμός να επιβιώσει.
Να επεκταθεί και σε άλλες μορφές (θρησκευτικός, αρχαιολογικός, πεζοπορικός, χειμερινός, γευσιγνωστικός κ.λπ.) και να ξεφύγει επίσης από ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, την περιορισμένη χρονικά περίοδό του (μέσα Μαΐου – τέλη Σεπτεμβρίου). Άλλωστε η ραγδαία ανάπτυξη του οδικού τουρισμού (10 εκατ. αφίξεις το 2019) από τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη δίνει την ευκαιρία να αναδειχθούν και οι περισσότερες τουριστικά υπανάπτυκτες περιοχές.