Οι εφημερίδες της εποχής τον έγραφαν: «ο σπιθαμιαίος
«γκρουμ» ο Νικολάκης Ματθαίος, ο μόλις οκτώ ετών που ανακηρύχθηκε ως ο
«μικρότερος γκρουμ της Ελλάδος» και έζησε ανάμεσα σε βασιλείς και
βουλευτάδες, σε πλούσιους Άραβες και αστέρες του Χόλυγουντ, στο
ξενοδοχείο το «Ρόδων» που κρατούσε τότε τα σκήπτρα του τουρισμού της
Μεσογείου.
Το ορφανό παιδί της πολύτεκνης οικογένειας που το πρόσεχες αμέσως από το πόσο μικρό το δέμας ήταν και πόσο γρήγορο στην κίνηση, όταν έκανε τα θελήματα των πλουσίων, σήκωνε τις βαλίτσες τους και άνοιγε τις πόρτες των πολυτελών τους αυτοκινήτων.
Ο Νίκος Ματθαίος, που περνώντας τα χρόνια τελείωσε την ΑΣΤΕΡ, έδωσε αγώνες για τον κλάδο των ξενοδοχοϋπαλλήλων, κι έχει τις θύμησές του τώρα να τον συντροφεύουν είναι μια από τις ξεχωριστές παρουσίες της Ρόδου στο χώρο του τουρισμού, από εκείνους που τον έζησαν στο ξεκίνημά του, τότε που οι πριγκίπισσες ερωτεύονταν τους μπάρμεν, κι ακόμα κι αν δεν υπήρχε χάπυ εντ το παραμύθι σε κράταγε με κομμένη την ανάσα.
Περάσατε δύσκολα παιδικά χρόνια με στερήσεις και δουλειά από μικρός!
Εγώ είμαι γεννημένος εδώ, τ΄ αδέλφια μου στην Πάτμο. Η μαμά μου πέθανε 39 χρονών και μετά από λίγο πέθανε κι ο μπαμπάς μου. Δεν ξέρω γιατί, από λύπη νομίζω. Θυμάμαι που ΄τρεχα πίσω από το κάρο που έπαιρνε τα φέρετρα, όπως τρέχανε και τ΄ άλλα παιδιά, χωρίς να ξέρουμε ποιος ήταν μέσα…
Μείναμε ορφανά, έφευγα από το Κάστρο που μέναμε, που είχε το τούρκικο σχολείο πάνω στο τζαμί και πήγαινα στην Αμαράντειο, στο Νιοχώρι στο ελληνικό σχολείο, ξυπόλητοι πηγαίναμε εγώ κι η αδελφούλα μου.
Στον πόλεμο τι τραβήξαμε… Τους ακούγαμε τους Γερμανούς, ρίχνανε μπόμπες, έξω απ΄ το σπίτι μας ρίξανε μία! Τους ζητούσαμε ψωμί, κι έλεγαν ράους (φύγετε)… Έπεφταν κάτω τα ψίχουλα από την κουραμάνα (ψωμί) σκύβαμε τα μαζεύαμε και τα τρώγαμε. Δεν είχαμε να φάμε μέχρι που ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός και έδινε κάθε μέρα τα κέικ με τις σταφίδες και το γάλα.
Το τελειώσατε το σχολείο;
Δυό-δυό τις έκανα τις τάξεις, αλλά μην ξεχνάτε ότι τότε τα ελληνικά γράμματα στην Αμαράντειο ήταν Γυμνάσιο! Στην Δ΄ τάξη τους είπα «εγώ θα φύγω με τα καράβια…»! Έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο και δυστυχώς δεν έφυγα, ήμουνα μικρός. Κι έτσι ξεκίνησα να δουλεύω, το 1947. Έγινα γκρουμάκι στα ξενοδοχεία του Προφήτη Ηλία, στο Έλαφος και Ελαφίνα όταν ήταν διευθυντής ο Νιόνιος. Με αγαπούσε.
Τι πελάτες είχε τότε στα ξενοδοχεία του προφήτη Ηλία;
Πήγαιναν οι πλούσιοι Αιγύπτιοι εκεί. Με πήρε ο αδελφός μου ο Θεολόγος στο μαγειρείο. Ο Σταύρος συντηρούσε τη γεννήτρια, 15 χιλιόμετρα από κει. Ό,τι ήθελε ο κ. Νιόνιος το έκανα 8 χρονών εγώ, γιατί να μην τον εξυπηρετήσω; Μας άφηνε να κατεβαίνουμε να κόβουμε αχλάδια, είχε πολλά αχλάδια ο Προφήτης Ηλίας, γεμάτος.
Έκανα τα θελήματα, όλοι εμένα ζητούσανε, με θέλανε και να με πάρουνε μαζί τους.
Εσείς όμως αντί στο εξωτερικό πιάσατε δουλειά στο «Ρόδων» και κερδίσατε και στους αγώνες γκρουμ!
Το 1949 ξεκίνησα στο Ρόδων. Δούλευε μέσα ο αδελφός μου. Στην αρχή μ΄ έβαλαν εμένα στο μαγειρείο μαζί με τον αδελφό μου τον Θεολόγο. Μου ΄χανε κι ένα καπελάκι, ποδιά και το παντελονάκι το κοντό το άσπρο. Βάζαμε στους δίσκους το «αμέρικαν μπρέκφαστ» που προσφέραμε στους πελάτες, με αυγό, μπέικον… Αιγύπτιους πλούσιους, είχανε λεφτά αυτοί, Έλληνες ναυάρχους, εφοπλιστές,. Ήταν το μόνο ξενοδοχείο λουξ, κι ένα ακόμα στην Ιταλία το ίδιο είχε. Είχε χαλιά που ζυγίζανε τόνους, ντρεπόσουνα να πατήσεις πάνω. Είχε ένα μπαρ λουξ, το σαλόνι ήταν τεράστιο με πόρτες μεγάλες, με πολυελαίους κρυστάλλινους, με καθρέφτες παντού. Το 1949 το Ρόδων το λειτουργούσε ο ΕΟΤ, στο 1954 ήμουν μέσα σαν νυχτερινός και είχα και τα κλειδιά του ξενοδοχείου όταν ήταν ο Στεργιόπουλος του «Αστέρα», ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που έφερε στη Ρόδο τους τουρίστες.
Είχε πολλά δωμάτια το ξενοδοχείο;
Πολλά! Και μεγάλα, διπλά, μεγάλα μπάνια μαρμάρινα, με βεράντες, είχε σουίτες... Όταν ήρθε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του φέρνανε καφάσια με τα καλύτερα φρούτα, μπανάνες, πορτοκάλια, κι όταν μαγειρεύανε γι αυτόν ο χωροφύλακας ήταν από πάνω.. Ήταν ηθοποιοί του Χόλυγουντ, ήταν πολιτικοί μεγάλοι απ΄ όλο τον κόσμο, ήταν πλούσιοι που φέρνανε μπαούλα που τα ανεβάζαμε από την εξωτερική σκάλα, από ειδικά σημεία που είχανε φτιαχτεί.
Πέστε μου για το διαγωνισμό που κερδίσατε, τότε γίνονταν αγώνες γκρουμ, υπήρχε επιτροπή που έβγαζε νικητές οι οποίοι προέρχονταν κι από τα άλλα ξενοδοχεία, το Θέρμαι, τον προφήτη Ηλία….
Γίνονταν και για τους καλύτερους σερβιτόρους και για τους γκρουμ και για τις καμαριέρες, για να δείξουν τις ικανότητές τους. Οι γκρουμ έπρεπε να δείξουν την ικανότητά τους στην «εκτέλεσιν θελήματος». Ο καθένας από εμάς πήρε έναν φάκελο κατά την εκκίνηση και ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τέσσερα ορισμένα σημεία της πόλεως για να του τον σφραγίσουν. Εκείνος που θα επέστρεφε πρώτος στην αφετηρία δηλαδή στο ξενοδοχείο «Ρόδων» θα ήταν ο νικητής. Ο πρώτος ήταν από το ξενοδοχείο Θέρμαι και είχε διανύσει την απόσταση σε 9 πρώτα και επτά δεύτερα λεπτά. Στους τρεις πρώτους απονεμήθηκαν διπλώματα και χρηματικά ποσά.
Οκτώ χρονών ήμουνα, κι έλαβα μέρος κι εγώ και ανακηρύχθηκα «ο μικρότερος γκρουμ της Ελλάδας» και παρά τη μικρή μου ηλικία η «Πρόοδος» τότε έγραψε ότι «συνηγωνίσθη θαυμάσια τους κατά πολύ μεγαλυτέρους του, μερικούς μάλιστα εκ των οποίων κατόρθωσε να περάσει»… Ως τον μικρότερο γκρουμ της Ελλάδας μου απένειμαν χρηματικό βραβείο 50.000 δραχμών, πολλά λεφτά τότε που τα έδωσα στην αδελφή μου να αγοράζει τρόφιμα για το σπίτι. Είδατε στη φωτογραφία κουρεμένος που ήμουνα; Πήγαινα και στο σχολείο και μετά πήγαινα στη δουλειά.
Οι καμαριέρες σε τι διαγωνίσθηκαν;
Διαγωνίσθηκαν ποια θα στρώσει πρώτη και κατά τρόπον άψογο ένα κρεβάτι. Η πρώτη τότε έστρωσε απ΄ αρχής κι αριστοτεχνικά ένα κρεβάτι σε ένα λεπτό και σαράντα δευτερόλεπτα.
Επομένως μετά την κουζίνα του ξενοδοχείου των «Ρόδων» βρεθήκατε στην υποδοχή!
Ναι, γκρουμάκι. Έβγαζα μισθό μαγείρου! Έπιανα τη βαλίτσα την έβαζα στ΄ αυτοκίνητο, τους άνοιγα την πόρτα, πλούσια αυτοκίνητα, πολυτελείς οι βαλίτσες, όμορφες οι γυναίκες με ωραία φορέματα, οι Ινδές μου κάνανε εντύπωση, οι μουσουλμάνοι δεν έπιναν ποτό, οι Άραβες ήταν οι πιο χουβαρντάδες… Με αγαπούσανε όλοι. Μου δωσε ο Στεργιόπουλος ένα δωμάτιο εκεί που ήταν το καζίνο τότε. Το καζίνο του ξενοδοχείου του «Ρόδων» ήταν κάτω, στο σημείο που σήμερα είναι το εστιατόριο και το μπαρ ήταν δίπλα του, το μπαρ, ήταν λουξ κι απ΄ έξω είχε υπερυψωμένη βεράντα.
Ούτε του ζήτησα τίποτα του Στεργιόπουλου, εκείνος με πρόσεχε, τα παιδιά του εγώ τα πήγαινα στο σχολείο. Το δωμάτιο που μ΄ έβαλε ήταν ένα μεγάλο μπάνιο που το φτιάξανε ανάλογα για μένα, κι ήταν πολύ όμορφο. Ήμουνα γκρουμ τότε, αλλά μην ξεχνάτε τα γκρουμάκια καθάριζαν, σκούπιζαν, γυάλιζαν τις πόρτες με το υλικό που γυαλίζουν τα ασημικά και τα κάναμε αυτά μέχρι να ρθουν οι καθαρίστριες που τα ανέλαβαν. Τα χαλιά τα βγάζαμε εμείς, εμείς τα καθαρίζαμε.
Την πριγκίπισσα του Ιράκ τη θυμάστε, που ήρθε για διακοπές και ερωτεύτηκε τον Τάσο Χαραλάμπη που δούλευε στο μπαρ το οποίο ήταν κοντά στο δωμάτιό σας;
Τον πρίγκιπα λέτε, τον Χαραλάμπη! Ήτανε φίλος του αδελφού μου του Σταύρου, ο Σταύρος τη γνώριζε την πριγκίπισσα γιατί ήτανε φίλος του Τάσου. Παντρευτήκανε, αλλά τους κυνηγούσε ο βασιλιάς του Ιράκ ο αδελφός της. Η πριγκίπισσα έφευγε, ξαναρχόταν, μεγάλος έρωτας. Το δωμάτιό της ήταν ένας τοίχος με το μπαρ, νομίζω χωρίσανε μετά από χρόνια γιατί θα τον σκότωναν το Χαραλάμπη, κι εκείνη έφυγε για να τον προστατέψει.
Τι έγινε μια μέρα με το διάδοχο Κωνσταντίνο; Παραλίγο να γίνει ατύχημα μου είπατε!
Έβγαινε από το «Ρόδων» ο Κωνσταντίνος με την Άννα-Μαρία για να μπούνε στο αυτοκίνητο και κει στο τελευταίο σκαλί για το δρόμο σπάει το σκοινί από τη βεράντα που ήταν από κάτω το αυτοκίνητό τους και πέφτει ένα καλάθι με λουλούδια!. Έπεσε κοντά στο διάδοχο, δίπλα στο αυτοκίνητό του, έτρεξε αμέσως η ασφάλειά του, έλεγξε τη βεράντα, έλεγξε το σχοινί…
Τι θυμάστε από τους άλλους βασιλιάδες, τους ηθοποιούς, τους πλούσιους…
Πολλά… σ ΄ένα μπαλκόνι του τρίτου ορόφου είχαμε έναν πελάτη, χειμώνα-καλοκαίρι φορούσε χειμωνιάτικη ρόμπα και με φώναζε πάνω να του πηγαίνω τις ξένες εφημερίδες. Μου έδινε λεφτά, κι ένα γερό πουρμπουάρ και πήγαινα στο περίπτερο του Ειρήνη στο ταχυδρομείο από κάτω και του παιρνα όλες τις ξένες εφημερίδες. Μου λεγε «Νικόλα…σούπιτο»… Ήταν Ελβετός, κι είχε λεφτά, λεφτά… Του βγάλανε μια πλάκα (ακτινογραφία) και του είπανε ότι είναι άρρωστος ή νόμιζε ότι είναι άρρωστος. Έμενε συνέχεια στο «Ρόδων» και έδωσε και υποτροφία και σπούδασε ένα παιδί της Ρόδου επειδή νόμιζε ότι είναι άρρωστος.
Παίξατε και σε ταινίες κινηματογραφικές που γυρίζονταν στη Ρόδο τότε!
Πολλές, και στα «Κανόνια του Ναβαρόνε» και σε άλλες όπως η «Άννα Ροδίτη» που γυρίστηκε στη Ρόδο το 1948, με πρωταγωνιστή το Λάμπρο Κωνσταντάρα. Σε μια σκηνή όταν έγινε η απελευθέρωση πήρα εγώ το τηλεγράφημα και του το έδωσα, υποδυόταν το ναύαρχο. Και μετά, μέσα στη χούντα όταν πια δούλευα στο Γράντ Οτέλ, έπαιξα και σε άλλες ταινίες όπως τη «Ρένα τα ρέστα σου», με τη Ρένα Βλαχοπούλου το 1985, που με φώναξε ο Σακελλάριος. Μόνο τη Βουγιουκλάκη δεν ήθελα ούτε να τη δω, ήρθε στη Ρόδο για παράσταση και δεν έδωσε εισιτήρια για πολύτεκνους!
Ο Βέγγος ήταν καλός άνθρωπος, μια μέρα στο Γραντ Οτέλ μου λέει «ρε μάγκα, έλα κοντά μου να πιείς ένα καφεδάκι…»! «Μα εσείς είστε ηθοποιός, κι εγώ γκρουμάκι…» του είπα. Λέει «τι σημασία έχει». Ήταν καλός. Και τόσοι και τόσοι, στο Γκράντ Οτέλ, ντρεπόσουνα να μπεις μέσα, χαλιά, πράματα, κάθε πρωί από το υλικό για τα ασημικά γυαλίζανε τις πόρτες. Είχε έναν κηπουρό που είχε φυτέψει στον κήπο τα καλύτερα τριαντάφυλλα. Εγώ εκεί μικρός έπαιζα μπάλα, ήτανε λίμνη και την είχανε μπαζώσει. Και μετά τους δίναμε τα ρέστα στο ασημένιο δισκάκι. Δεν θα τα πούμε τώρα για το Γκράντ Οτέλ, άλλη φορά.
Τι έχετε περάσει, τι έχετε ζήσει…
Τι έχω περάσει, κι ακόμα δεν έχω τελειώσει. Εξυπνούσα από την Κρεμαστή με βροχή, κατακλυσμό, να ρθω στη δουλειά 15-16 χρονών με το μηχανάκι, πήγα φοίτησα στην ΑΣΤΕΡ, χρόνια στο σωματείο των ξενοδοχοϋπαλλήλων, πήρα και βραβείο που γράφει «εξήντα χρόνια αγώνες»… Μέχρι που κατέληξα και έβαλα τις βίδες στα ποδαράκια μου, από τις βαλίτσες που σήκωνα… Δόξα σοι ο Θεός, έχω το μυαλό μου γερό, αντέχει ακόμα.
΄Εγραψε η Pοδούλα Λουλουδάκη
Το ορφανό παιδί της πολύτεκνης οικογένειας που το πρόσεχες αμέσως από το πόσο μικρό το δέμας ήταν και πόσο γρήγορο στην κίνηση, όταν έκανε τα θελήματα των πλουσίων, σήκωνε τις βαλίτσες τους και άνοιγε τις πόρτες των πολυτελών τους αυτοκινήτων.
Ο Νίκος Ματθαίος, που περνώντας τα χρόνια τελείωσε την ΑΣΤΕΡ, έδωσε αγώνες για τον κλάδο των ξενοδοχοϋπαλλήλων, κι έχει τις θύμησές του τώρα να τον συντροφεύουν είναι μια από τις ξεχωριστές παρουσίες της Ρόδου στο χώρο του τουρισμού, από εκείνους που τον έζησαν στο ξεκίνημά του, τότε που οι πριγκίπισσες ερωτεύονταν τους μπάρμεν, κι ακόμα κι αν δεν υπήρχε χάπυ εντ το παραμύθι σε κράταγε με κομμένη την ανάσα.
Περάσατε δύσκολα παιδικά χρόνια με στερήσεις και δουλειά από μικρός!
Εγώ είμαι γεννημένος εδώ, τ΄ αδέλφια μου στην Πάτμο. Η μαμά μου πέθανε 39 χρονών και μετά από λίγο πέθανε κι ο μπαμπάς μου. Δεν ξέρω γιατί, από λύπη νομίζω. Θυμάμαι που ΄τρεχα πίσω από το κάρο που έπαιρνε τα φέρετρα, όπως τρέχανε και τ΄ άλλα παιδιά, χωρίς να ξέρουμε ποιος ήταν μέσα…
Μείναμε ορφανά, έφευγα από το Κάστρο που μέναμε, που είχε το τούρκικο σχολείο πάνω στο τζαμί και πήγαινα στην Αμαράντειο, στο Νιοχώρι στο ελληνικό σχολείο, ξυπόλητοι πηγαίναμε εγώ κι η αδελφούλα μου.
Στον πόλεμο τι τραβήξαμε… Τους ακούγαμε τους Γερμανούς, ρίχνανε μπόμπες, έξω απ΄ το σπίτι μας ρίξανε μία! Τους ζητούσαμε ψωμί, κι έλεγαν ράους (φύγετε)… Έπεφταν κάτω τα ψίχουλα από την κουραμάνα (ψωμί) σκύβαμε τα μαζεύαμε και τα τρώγαμε. Δεν είχαμε να φάμε μέχρι που ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός και έδινε κάθε μέρα τα κέικ με τις σταφίδες και το γάλα.
Το τελειώσατε το σχολείο;
Δυό-δυό τις έκανα τις τάξεις, αλλά μην ξεχνάτε ότι τότε τα ελληνικά γράμματα στην Αμαράντειο ήταν Γυμνάσιο! Στην Δ΄ τάξη τους είπα «εγώ θα φύγω με τα καράβια…»! Έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο και δυστυχώς δεν έφυγα, ήμουνα μικρός. Κι έτσι ξεκίνησα να δουλεύω, το 1947. Έγινα γκρουμάκι στα ξενοδοχεία του Προφήτη Ηλία, στο Έλαφος και Ελαφίνα όταν ήταν διευθυντής ο Νιόνιος. Με αγαπούσε.
Τι πελάτες είχε τότε στα ξενοδοχεία του προφήτη Ηλία;
Πήγαιναν οι πλούσιοι Αιγύπτιοι εκεί. Με πήρε ο αδελφός μου ο Θεολόγος στο μαγειρείο. Ο Σταύρος συντηρούσε τη γεννήτρια, 15 χιλιόμετρα από κει. Ό,τι ήθελε ο κ. Νιόνιος το έκανα 8 χρονών εγώ, γιατί να μην τον εξυπηρετήσω; Μας άφηνε να κατεβαίνουμε να κόβουμε αχλάδια, είχε πολλά αχλάδια ο Προφήτης Ηλίας, γεμάτος.
Έκανα τα θελήματα, όλοι εμένα ζητούσανε, με θέλανε και να με πάρουνε μαζί τους.
Εσείς όμως αντί στο εξωτερικό πιάσατε δουλειά στο «Ρόδων» και κερδίσατε και στους αγώνες γκρουμ!
Το 1949 ξεκίνησα στο Ρόδων. Δούλευε μέσα ο αδελφός μου. Στην αρχή μ΄ έβαλαν εμένα στο μαγειρείο μαζί με τον αδελφό μου τον Θεολόγο. Μου ΄χανε κι ένα καπελάκι, ποδιά και το παντελονάκι το κοντό το άσπρο. Βάζαμε στους δίσκους το «αμέρικαν μπρέκφαστ» που προσφέραμε στους πελάτες, με αυγό, μπέικον… Αιγύπτιους πλούσιους, είχανε λεφτά αυτοί, Έλληνες ναυάρχους, εφοπλιστές,. Ήταν το μόνο ξενοδοχείο λουξ, κι ένα ακόμα στην Ιταλία το ίδιο είχε. Είχε χαλιά που ζυγίζανε τόνους, ντρεπόσουνα να πατήσεις πάνω. Είχε ένα μπαρ λουξ, το σαλόνι ήταν τεράστιο με πόρτες μεγάλες, με πολυελαίους κρυστάλλινους, με καθρέφτες παντού. Το 1949 το Ρόδων το λειτουργούσε ο ΕΟΤ, στο 1954 ήμουν μέσα σαν νυχτερινός και είχα και τα κλειδιά του ξενοδοχείου όταν ήταν ο Στεργιόπουλος του «Αστέρα», ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που έφερε στη Ρόδο τους τουρίστες.
To
θρυλικό μπαρ όπου η πριγκίπισσα του Ιράκ ερωτεύτηκε τον μπάρμαν Τάσο
Χαραλάμπη. Την ίδια περίοδο στο σκαμπό της φωτό ο Νικολάκης το γκρουμάκι
Είχε πολλά δωμάτια το ξενοδοχείο;
Πολλά! Και μεγάλα, διπλά, μεγάλα μπάνια μαρμάρινα, με βεράντες, είχε σουίτες... Όταν ήρθε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του φέρνανε καφάσια με τα καλύτερα φρούτα, μπανάνες, πορτοκάλια, κι όταν μαγειρεύανε γι αυτόν ο χωροφύλακας ήταν από πάνω.. Ήταν ηθοποιοί του Χόλυγουντ, ήταν πολιτικοί μεγάλοι απ΄ όλο τον κόσμο, ήταν πλούσιοι που φέρνανε μπαούλα που τα ανεβάζαμε από την εξωτερική σκάλα, από ειδικά σημεία που είχανε φτιαχτεί.
Πέστε μου για το διαγωνισμό που κερδίσατε, τότε γίνονταν αγώνες γκρουμ, υπήρχε επιτροπή που έβγαζε νικητές οι οποίοι προέρχονταν κι από τα άλλα ξενοδοχεία, το Θέρμαι, τον προφήτη Ηλία….
Γίνονταν και για τους καλύτερους σερβιτόρους και για τους γκρουμ και για τις καμαριέρες, για να δείξουν τις ικανότητές τους. Οι γκρουμ έπρεπε να δείξουν την ικανότητά τους στην «εκτέλεσιν θελήματος». Ο καθένας από εμάς πήρε έναν φάκελο κατά την εκκίνηση και ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τέσσερα ορισμένα σημεία της πόλεως για να του τον σφραγίσουν. Εκείνος που θα επέστρεφε πρώτος στην αφετηρία δηλαδή στο ξενοδοχείο «Ρόδων» θα ήταν ο νικητής. Ο πρώτος ήταν από το ξενοδοχείο Θέρμαι και είχε διανύσει την απόσταση σε 9 πρώτα και επτά δεύτερα λεπτά. Στους τρεις πρώτους απονεμήθηκαν διπλώματα και χρηματικά ποσά.
Οκτώ χρονών ήμουνα, κι έλαβα μέρος κι εγώ και ανακηρύχθηκα «ο μικρότερος γκρουμ της Ελλάδας» και παρά τη μικρή μου ηλικία η «Πρόοδος» τότε έγραψε ότι «συνηγωνίσθη θαυμάσια τους κατά πολύ μεγαλυτέρους του, μερικούς μάλιστα εκ των οποίων κατόρθωσε να περάσει»… Ως τον μικρότερο γκρουμ της Ελλάδας μου απένειμαν χρηματικό βραβείο 50.000 δραχμών, πολλά λεφτά τότε που τα έδωσα στην αδελφή μου να αγοράζει τρόφιμα για το σπίτι. Είδατε στη φωτογραφία κουρεμένος που ήμουνα; Πήγαινα και στο σχολείο και μετά πήγαινα στη δουλειά.
Οι καμαριέρες σε τι διαγωνίσθηκαν;
Διαγωνίσθηκαν ποια θα στρώσει πρώτη και κατά τρόπον άψογο ένα κρεβάτι. Η πρώτη τότε έστρωσε απ΄ αρχής κι αριστοτεχνικά ένα κρεβάτι σε ένα λεπτό και σαράντα δευτερόλεπτα.
Επομένως μετά την κουζίνα του ξενοδοχείου των «Ρόδων» βρεθήκατε στην υποδοχή!
Ναι, γκρουμάκι. Έβγαζα μισθό μαγείρου! Έπιανα τη βαλίτσα την έβαζα στ΄ αυτοκίνητο, τους άνοιγα την πόρτα, πλούσια αυτοκίνητα, πολυτελείς οι βαλίτσες, όμορφες οι γυναίκες με ωραία φορέματα, οι Ινδές μου κάνανε εντύπωση, οι μουσουλμάνοι δεν έπιναν ποτό, οι Άραβες ήταν οι πιο χουβαρντάδες… Με αγαπούσανε όλοι. Μου δωσε ο Στεργιόπουλος ένα δωμάτιο εκεί που ήταν το καζίνο τότε. Το καζίνο του ξενοδοχείου του «Ρόδων» ήταν κάτω, στο σημείο που σήμερα είναι το εστιατόριο και το μπαρ ήταν δίπλα του, το μπαρ, ήταν λουξ κι απ΄ έξω είχε υπερυψωμένη βεράντα.
Ούτε του ζήτησα τίποτα του Στεργιόπουλου, εκείνος με πρόσεχε, τα παιδιά του εγώ τα πήγαινα στο σχολείο. Το δωμάτιο που μ΄ έβαλε ήταν ένα μεγάλο μπάνιο που το φτιάξανε ανάλογα για μένα, κι ήταν πολύ όμορφο. Ήμουνα γκρουμ τότε, αλλά μην ξεχνάτε τα γκρουμάκια καθάριζαν, σκούπιζαν, γυάλιζαν τις πόρτες με το υλικό που γυαλίζουν τα ασημικά και τα κάναμε αυτά μέχρι να ρθουν οι καθαρίστριες που τα ανέλαβαν. Τα χαλιά τα βγάζαμε εμείς, εμείς τα καθαρίζαμε.
Την πριγκίπισσα του Ιράκ τη θυμάστε, που ήρθε για διακοπές και ερωτεύτηκε τον Τάσο Χαραλάμπη που δούλευε στο μπαρ το οποίο ήταν κοντά στο δωμάτιό σας;
Τον πρίγκιπα λέτε, τον Χαραλάμπη! Ήτανε φίλος του αδελφού μου του Σταύρου, ο Σταύρος τη γνώριζε την πριγκίπισσα γιατί ήτανε φίλος του Τάσου. Παντρευτήκανε, αλλά τους κυνηγούσε ο βασιλιάς του Ιράκ ο αδελφός της. Η πριγκίπισσα έφευγε, ξαναρχόταν, μεγάλος έρωτας. Το δωμάτιό της ήταν ένας τοίχος με το μπαρ, νομίζω χωρίσανε μετά από χρόνια γιατί θα τον σκότωναν το Χαραλάμπη, κι εκείνη έφυγε για να τον προστατέψει.
Τι έγινε μια μέρα με το διάδοχο Κωνσταντίνο; Παραλίγο να γίνει ατύχημα μου είπατε!
Έβγαινε από το «Ρόδων» ο Κωνσταντίνος με την Άννα-Μαρία για να μπούνε στο αυτοκίνητο και κει στο τελευταίο σκαλί για το δρόμο σπάει το σκοινί από τη βεράντα που ήταν από κάτω το αυτοκίνητό τους και πέφτει ένα καλάθι με λουλούδια!. Έπεσε κοντά στο διάδοχο, δίπλα στο αυτοκίνητό του, έτρεξε αμέσως η ασφάλειά του, έλεγξε τη βεράντα, έλεγξε το σχοινί…
Τι θυμάστε από τους άλλους βασιλιάδες, τους ηθοποιούς, τους πλούσιους…
Πολλά… σ ΄ένα μπαλκόνι του τρίτου ορόφου είχαμε έναν πελάτη, χειμώνα-καλοκαίρι φορούσε χειμωνιάτικη ρόμπα και με φώναζε πάνω να του πηγαίνω τις ξένες εφημερίδες. Μου έδινε λεφτά, κι ένα γερό πουρμπουάρ και πήγαινα στο περίπτερο του Ειρήνη στο ταχυδρομείο από κάτω και του παιρνα όλες τις ξένες εφημερίδες. Μου λεγε «Νικόλα…σούπιτο»… Ήταν Ελβετός, κι είχε λεφτά, λεφτά… Του βγάλανε μια πλάκα (ακτινογραφία) και του είπανε ότι είναι άρρωστος ή νόμιζε ότι είναι άρρωστος. Έμενε συνέχεια στο «Ρόδων» και έδωσε και υποτροφία και σπούδασε ένα παιδί της Ρόδου επειδή νόμιζε ότι είναι άρρωστος.
Παίξατε και σε ταινίες κινηματογραφικές που γυρίζονταν στη Ρόδο τότε!
Πολλές, και στα «Κανόνια του Ναβαρόνε» και σε άλλες όπως η «Άννα Ροδίτη» που γυρίστηκε στη Ρόδο το 1948, με πρωταγωνιστή το Λάμπρο Κωνσταντάρα. Σε μια σκηνή όταν έγινε η απελευθέρωση πήρα εγώ το τηλεγράφημα και του το έδωσα, υποδυόταν το ναύαρχο. Και μετά, μέσα στη χούντα όταν πια δούλευα στο Γράντ Οτέλ, έπαιξα και σε άλλες ταινίες όπως τη «Ρένα τα ρέστα σου», με τη Ρένα Βλαχοπούλου το 1985, που με φώναξε ο Σακελλάριος. Μόνο τη Βουγιουκλάκη δεν ήθελα ούτε να τη δω, ήρθε στη Ρόδο για παράσταση και δεν έδωσε εισιτήρια για πολύτεκνους!
Ο Βέγγος ήταν καλός άνθρωπος, μια μέρα στο Γραντ Οτέλ μου λέει «ρε μάγκα, έλα κοντά μου να πιείς ένα καφεδάκι…»! «Μα εσείς είστε ηθοποιός, κι εγώ γκρουμάκι…» του είπα. Λέει «τι σημασία έχει». Ήταν καλός. Και τόσοι και τόσοι, στο Γκράντ Οτέλ, ντρεπόσουνα να μπεις μέσα, χαλιά, πράματα, κάθε πρωί από το υλικό για τα ασημικά γυαλίζανε τις πόρτες. Είχε έναν κηπουρό που είχε φυτέψει στον κήπο τα καλύτερα τριαντάφυλλα. Εγώ εκεί μικρός έπαιζα μπάλα, ήτανε λίμνη και την είχανε μπαζώσει. Και μετά τους δίναμε τα ρέστα στο ασημένιο δισκάκι. Δεν θα τα πούμε τώρα για το Γκράντ Οτέλ, άλλη φορά.
Τι έχετε περάσει, τι έχετε ζήσει…
Τι έχω περάσει, κι ακόμα δεν έχω τελειώσει. Εξυπνούσα από την Κρεμαστή με βροχή, κατακλυσμό, να ρθω στη δουλειά 15-16 χρονών με το μηχανάκι, πήγα φοίτησα στην ΑΣΤΕΡ, χρόνια στο σωματείο των ξενοδοχοϋπαλλήλων, πήρα και βραβείο που γράφει «εξήντα χρόνια αγώνες»… Μέχρι που κατέληξα και έβαλα τις βίδες στα ποδαράκια μου, από τις βαλίτσες που σήκωνα… Δόξα σοι ο Θεός, έχω το μυαλό μου γερό, αντέχει ακόμα.
΄Εγραψε η Pοδούλα Λουλουδάκη

Δευτέρα, Ιουνίου 08, 2015





Ετικέτες: