Στις 11 Απριλίου 2022 ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης κατάγγειλε ότι έπεσε θύμα παρακολούθησης με το κακόβουλο λογισμικό Predator. O κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου δήλωσε με βεβαιότητα ότι η παρακολούθηση έγινε «από ιδιώτη». Λίγες μέρες αργότερα ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ Π. Κοντολέων παραδέχτηκε ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ότι η υπηρεσία του παρακολούθησε τον Κουκάκη. Φοβερή «σύμπτωση». Τον δημοσιογράφο παρακολουθούσαν και «ιδιώτης» και η ΕΥΠ. Ουδείς ζήτησε από τα μέσα ενημέρωσης που πρόβαλαν το θέμα «αποδείξεις» για την παρακολούθηση(θα δούμε στη συνέχεια γιατί έχει σημασία το περί «αποδείξεων»).
Λίγους μήνες μετά αποκαλύφθηκε η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη. Προκαλείται σάλος. Πλημμύρισαν τα μέσα ενημέρωσης με πληροφορίες, καταγγελίες και υποψίες. Ουδείς ζήτησε «αποδείξεις». Το γεγονός ήταν αυταπόδεικτο, δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ο πρωθυπουργός υποχρεώθηκε να διώξει Δημητριάδη και Κοντολέοντα.
Στις 14 Αυγούστου η «Καθημερινή» έγραψε ότι, πλην του Ανδρουλάκη, η ΕΥΠ παρακολουθούσε(«νόμιμη επισύνδεση») άλλους 7-8 πολιτικούς. Η εφημερίδα επικαλέσθηκε «πληροφορίες που φτάνουν στα δημοσιογραφικά γραφεία από ‘κλειστές’ πηγές ενημέρωσης». Ουδείς ζήτησε από τη εφημερίδα να φέρει «αποδείξεις».
Η καραμέλα αυτή(«φέρτε αποδείξεις») άρχισε να κυκλοφορεί το απόγευμα της 5ης Νοεμβρίου, όταν η εφημερίδα Documento του Κώστα Βαξεβάνη αποκάλυψε την πρώτη λίστα παρακολουθουμένων, στην οποία περιλαμβάνονταν ο πρώην πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς, νυν και πρώην υπουργοί, στελέχη της αντιπολίτευσης, δημοσιογράφοι κ.α. Η ίδια καραμέλα(«φέρτε αποδείξεις») συνεχίστηκε, όταν οι εφημερίδες του συγκροτήματος Μαρινάκη (ΤΑ ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ) επιβεβαίωναν τις παρακολουθήσεις και αποκάλυπταν, με πλήθος λεπτομερειών, ότι η ΕΥΠ χρησιμοποιεί το Predator, διαψεύδοντας τις συνεχείς «διαβεβαιώσεις» του πρωθυπουργού περί του αντιθέτου.
Έτσι, λοιπόν, έκτοτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υπουργοί του(λίγοι, οι περισσότεροι αποφεύγουν να μιλάνε…) και αβανταδόροι τους σε μέσα ενημέρωσης πιπιλίζουν τη καραμέλα «φέρτε αποδείξεις. Το θλιβερότερο όλων είναι ότι αυτό το φαιδρό επιχείρημα υιοθετούν και δημοσιογράφοι, ενώ γνωρίζουν ότι πουθενά στον ελεύθερο κόσμο δεν τολμούν να το χρησιμοποιήσουν ούτε οι άνθρωποι της εξουσίας.
Ας το ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα. Τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι δεν είναι υποχρεωμένοι να συνοδεύουν κάθε τους λέξη, προφορική ή γραπτή, με «αποδείξεις». Πουθενά στον κόσμο δεν συμβαίνει αυτό. Οι δημοσιογράφοι έχουν πηγές πληροφόρησης. Αν τις εμπιστεύονται και σε συνεννόηση με το μέσο στο οποίο εργάζονται, αποκαλύπτουν όσα τους λένε. Μεγάλες εφημερίδες και διεθνή πρακτορεία ειδήσεων κάνουν αποκαλύψεις επικαλούμενα «εμπιστευτικές πληροφορίες» και δεν κατονομάζουν τις πηγές τους.
Πουθενά στον κόσμο οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ δεν είναι υποχρεωμένοι να κάνουν αυτό που τους ζητούν διάφοροι πονηροί σήμερα στην Ελλάδα: να φέρουν «αποδείξεις». Πόσο μάλλον που, στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, η δημοσίευση «αποδείξεων»(πχ μια συνομιλία ενός υπουργού με επιχειρηματία) θεωρείται παράνομη και μπορεί να στείλει όποιον τη δημοσιεύσει στη φυλακή.
Δουλειά των δημοσιογράφων δεν είναι να φέρουν «αποδείξεις», δεν είναι αστυνομικοί και εισαγγελείς. Όταν η «Ουάσιγκτον Ποστ» άρχισε να αποκαλύπτει το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ, το έκανε με βάση όσα μάθαινε από το «βαθύ λαρύγγι». To FBI και οι εισαγγελείς ανέλαβαν τα υπόλοιπα. Βρήκαν τις αποδείξεις, καταδικάστηκαν οι δράστες και ο τότε πρόεδρος Νίξον υποχρεώθηκε να παραιτηθεί.
Έτσι γίνεται στις χώρες που έχουν ελευθερία του Τύπου και οι θεσμοί (Αστυνομία, Εισαγγελία) δεν υποτάσσονται στις επιθυμίες της εκτελεστικής εξουσίας.
Το επιχείρημα, λοιπόν, «φέρτε αποδείξεις», απευθυνόμενο σε μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφους, είναι καταγέλαστο. Και αποδεικνύεται αυτές τις μέρες με την υπόθεση της «Κιβωτού του Κόσμου».
Έχουν πλημμυρίσει όλα τα μέσα ενημέρωσης με αποκαλύψεις για ταπεινώσεις, ξυλοδαρμούς και βιασμούς παιδιών. Ως δράστης κατονομάζεται ο υπεύθυνος της δομής ιερέας. Παρουσιάζεται καμιά «απόδειξη» για όλα αυτά; Φυσικά όχι. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε. Οι δράστες δεν φωτογράφιζαν ή βιντεοσκοπούσαν όσα τους αποδίδονται. Όλα είναι πληροφορίες από μαρτυρίες(φερομένων ως) θυμάτων. Και πως γνωρίζουμε αν λένε την αλήθεια; Δεν το γνωρίζουμε, μέχρι να επιβεβαιωθεί από την αστυνομική και εισαγγελική έρευνα.
Αν ίσχυε η προτροπή των πονηρών «φέρτε αποδείξεις» (στην υπόθεση των υποκλοπών), δεν έπρεπε να δημοσιεύεται τίποτα ούτε στην υπόθεση της «Κιβωτού». Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι μέσα ενημέρωσης, που υιοθετούν την κυβερνητική προτροπή «φέρτε αποδείξεις» για τις παρακολουθήσεις, δημοσιεύουν τα πάντα για την «Κιβωτό» χωρίς καμιά απόδειξη. Μόνο με μαρτυρίες. Και καλά κάνουν. Διότι και η μαρτυρία είναι αποδεικτικό μέσο, αναγνωρίζεται ως τέτοιο και στα δικαστήρια.
Αν θέλει η κυβέρνηση να λάμψει η αλήθεια στις παρακολουθήσεις, ας άρει το επαίσχυντο «απόρρητο» και ας πάψει να απειλεί όσους μιλήσουν με φυλάκιση. Και τότε θα δούμε τι σημαίνει το «φέρτε αποδείξεις».
Να σταματήσει, λοιπόν, η κυβερνητική πονηριά του «φέρτε αποδείξεις» για τις παρακολουθήσεις και η υιοθέτησή της από τους αβανταδόρους της στα ΜΜΕ. Οι δημοσιογράφοι γράφουν όσα μαθαίνουν, εφόσον εμπιστεύονται τις πηγές τους. Αν τους εξαπατήσουν, θα είναι τέτοιο το κάζο που θα πάθουν, ώστε οι καταγγελλόμενοι ως δράστες των παρακολουθήσεων θα βγουν θριαμβευτές.
Όμως, αποδείξεις καλούνται να βρουν αυτοί που είναι ταγμένοι από το Σύνταγμα και τους νόμους σ’ αυτό το σκοπό: η Αστυνομία και η Εισαγγελία.
Και η μεν Αστυνομία, κρατική υπηρεσία που καθοδηγείται από την(εκάστοτε) κυβέρνηση, δεν πρόκειται να κάνει κάτι που θα βρει τους «κοριούς». Η Εισαγγελία, όμως, είναι(πρέπει να είναι…) ανεξάρτητη εξουσία. Και δεν κάνει(δεν πρέπει να κάνει…) όσα θέλει η κυβέρνηση. Το αντίθετο. Πρέπει, ξεκινώντας από τις αποκαλύψεις των ΜΜΕ, να ερευνήσει, να βρει στοιχεία και να στείλει κάθε κατεργάρη στον πάγκο του.
Θεωρητικά το κάνει εδώ και μερικούς μήνες, όταν έγιναν οι καταγγελίες. Αλλά ακόμη δεν γνωρίζουμε τίποτα για κάποιο αποτέλεσμα. Δεν πειράζει, αρκεί να υπάρξει αποτέλεσμα. Και να μην καταλήξουμε στο «θεσμικό» κουκούλωμα του σκανδάλου, όπως πασχίζει να κάνει η κυβέρνηση. Από την πλευρά της πολύ καλά κάνει. Διότι, αν το σκάνδαλο επιβεβαιωθεί με εισαγγελικό πόρισμα και διώξεις, ο πρωθυπουργός κι οι υπουργοί του δεν θα μπορούν να μείνουν στις θέσεις τους.
Τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι που σέβονται στο ελάχιστο το ρόλο τους κάνουν αυτό που πρέπει. Αν το κάνουν και οι εισαγγελείς, το κουκούλωμα θα αποφευχθεί. Διαφορετικά, θα παγιωθεί η αίσθηση ότι «το δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρού», όπως είχε «γνωματεύσει» ο αρχαίος Πλάτων…
Γιώργος Καρελιάς