Οι Ελληνες πολίτες φαίνεται ότι γυρίζουν τις πλάτες τους στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης τους τελευταίους μήνες. Τα αίτια του φαινομένου και οι αναλυτικοί αριθμοί στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Η ερώτηση εύλογη αφού διανύουμε πια το 2021 και οι συνήθειες ενημέρωσης τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό έχουν αλλάξει: Παραμένουν το ίδιο δημοφιλή τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και ποιοι τα παρακολουθούν όταν υπάρχουν αρκετές πλέον εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης, κυρίως στο διαδίκτυο; Το ερώτημα, σε ότι αφορά την ελληνική εκδοχή του, δεν έχει εύκολη απάντηση όπως ίσως φαντάζεστε. Και ο κύριος λόγος είναι πάρα πολύ απλός. Δίπλα στους νέους οι οποίοι πια δεν εμπιστεύονται το μέσο υπάρχουν πολλοί, πάρα πολλοί μεσήλικες και ηλικιωμένοι που εξακολουθούν να εμπιστεύονται την ενημέρωσή τους στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης, πολλές φορές και αποκλειστικά (αν μιλάμε για τις πολύ μεγάλες ηλικίες του πληθυσμού).
Μέσα από αυτό το χάντικαπ, δε, προκύπτουν και οι σημαντικές διαφορές που καταγράφονται σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα γεγονότα οι νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις μεγαλύτερες. Η σχέση πάντως κοινού και τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων περνάει αναμφισβήτητα κρίση αφού έχει υποστεί μετάλλαξη σε σχέση με τα δεδομένα που υπήρχαν ακόμα και πριν από 20 μόλις χρόνια.
Τι ισχύει στον κόσμο: Η μελέτη του Reuters
Hδη από το 2016 σε σχετική μελέτη το Ινστιτούτο του πρακτορείου Reuters για τη δημοσιογραφία είχαν καταγραφεί πολύ σημαντικά γεγονότα. Η τηλεόραση, ως μέσο, ζούσε (και ακόμα ζει) πολύ μεγάλες στιγμές δόξας σε ότι όμως αφορά τη μυθοπλασία τόσο στις συνδρομητικές πλατφόρμες όσο και στα παραδοσιακά κανάλια. Ως προς την ενημέρωση, η μελέτη κατέγραφε ότι το κοινό που παρακολουθεί πλέον δελτία ειδήσεων είναι μεγάλης ηλικίας και δεν είχε στα προηγούμενα χρόνια της ζωής του επαφή με την ψηφιακή εκδοχή των ειδήσεων. Οι νέοι, από την πλευρά τους, δεν απορρίπτουν την ενημέρωση αλλά τον τρόπο με τον οποίο αυτή δίνεται από τα τηλεοπτικά κανάλια. Προτιμούν να ενημερώνονται από το διαδίκτυο είτε με κείμενο είτε με video και συλλέγουν στοιχεία από πολλές και από διαφορετικές πηγές.
Η μελέτη συμπεριέλαβε επίσης και πιο "ειδικά" στοιχεία από τέσσερις χώρες της Δύσης στις οποίες τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων αποτελούσαν τα προηγούμενα χρόνια την κύρια πηγή ενημέρωσης των πολιτών. Αναφερόμαστε στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, χώρες στις οποίες λειτουργούν μερικά από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα στον κόσμο. Ακόμα και σ’ αυτές τις χώρες, με την τεράστια παράδοση στην τηλεοπτική ενημέρωση, το κοινό ήδη από την προηγούμενη πενταετία, είχε αρχίσει να διαφοροποιεί τις συνήθειές του.
Ειδικά όσοι βρίσκονταν στο group των κάτω από 45 ετών είχαν κάνει τη στροφή προς εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι τα σχετικά ποσοστά αποδοχής των τηλεοπτικών ειδήσεων μειώθηκαν μέσα σε δύο, μόλις, χρόνια (2013-2015). Πρωταθλήτρια σ’ αυτήν την τάση αναδείχθηκε η Μεγάλη Βρετανία η οποία είδε τους νεότερους πολίτες της (αυτούς που το 2015 ήταν μικρότεροι από 45 ετών) να γυρνούν την πλάτη στην τηλεόραση σχεδόν μαζικά. Το ποσοστό όσων νέων ενημερώνονταν από την τηλεόραση είχε μειωθεί στο 31% από 42% το 2013. Μέσα σε μία διετία δηλαδή καταγράφηκε πτώση της τάξης του 11%!
Δείτε τον παρακάτω πίνακα:
Και στις άλλες τρεις χώρες όμως η πτώση αποτέλεσε δεδομένο. Στις ΗΠΑ το ποσοστό των κάτω των 45 που ενημερώνονται από την τηλεόραση έπεσε κάτω από το 50%, στη Γαλλία υποχώρησε κατά 10 μονάδες ενώ μόνο στη Γερμανία παρέμεινε σταθερό (στο υψηλό επίπεδο του 63%). Στις δε μεγαλύτερες ηλικίες η αποδοχή των τηλεοπτικών δελτίων παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, μεγαλύτερα του 70%, αν εξαιρέσει κανείς τη Μεγάλη Βρετανία στην οποία υποχώρησε στο 56%.
Η τελική πρόταση του Reuters προς τους τηλεοπτικούς σταθμούς σ’ αυτή τη μελέτη ήταν ότι εφόσον τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα θέλουν να προσελκύσουν στις τάξεις τους και νέους, σε ηλικία, τηλεθεατές, ανθρώπους δηλαδή εξοικειωμένους με την ψηφιακή μορφή των ειδήσεων, θα πρέπει να αναθεωρήσουν πολλά πράγματα στον τρόπο παρουσίασης της είδησης.
Γίνεται λόγος για ανάγκη εφαρμογής νέων στρατηγικών και νέων προσφορών οι οποίες θα έχουν στόχο ακριβώς το να δελεάσουν τους νέους ανθρώπους να κλείσουν τους υπολογιστές και τα κινητά τους τηλέφωνα και να ενεργοποιήσουν ξανά τις τηλεοράσεις τους. Πέντε χρόνια μετά, εν έτει 2021, δεν καταγράφεται πάντως τέτοια τάση. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί ανά την υφήλιο επιμένουν στον κατά βάση ίδιο τρόπο παρουσίασης των ειδήσεων με αποτέλεσμα οι νέοι να στρέφονται ακόμα περισσοτερο στις διαδικτυακές πηγές ενημέρωσης και φυσικά στα social media που κάνουν θραύση.
Το παράδειγμα της Ελλάδας: Απαξίωση και φιλοκυβερνητικές τάσεις
Στη χώρα μας οι σχέσεις μεγάλης μερίδας του πληθυσμού με τα παραδοσιακά ΜΜΕ έχουν ήδη διαρραγεί εδώ και πολλά χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα κατέγραψε το 2018 το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ για την αναξιοπιστία της τηλεόρασης (σχεδόν το 80%) ενώ στη σχετική μελέτη του Reuters για το 2020, το ποσοστό της αποδοχής και εμπιστοσύνης στις ειδήσεις είναι από τα χαμηλότερα, μόλις 28%.
Οπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην έρευνα, οι Ελληνες δύσκολα μπορούν να πιστέψουν ότι τα media μένουν μακριά από επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα ενώ τονίζεται, και αυτό έχει τη δική του ξεχωριστή αξία, ότι η χώρα καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης των social media για τις ανάγκες της ενημέρωσης. Είναι κοντολογίς αποδεδειγμένο πλέον ότι οι Ελληνες επιχειρούν να βρουν στα social τις ειδήσεις που δεν μπορούν να βρουν στα τηλεοπτικά κανάλια και στα άλλα παραδοσιακά media.
Πρόσφατα όμως, πριν από ένα χρόνο, υπήρξε και μία μεγάλη εξαίρεση. Κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, οι Ελληνες, αφού κλείστηκαν μαζικά στα σπίτια τους για να αποφύγουν τον κορονοϊό, παρουσίασαν μία πολύ μεγάλη δίψα για σχετική ενημέρωση. Τόσο τα παραδοσιακά media όσο και τα on line παρουσίασαν τεράστια αύξηση της θεαματικότητας/επισκεψιμότητας.
Ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, τονίζει χαρακτηριστικά: "Κατά την πρώτη φάση της πανδημίας στον πληθυσμό υπήρχε ενότητα. Σχεδόν οι πάντες τηρούσαν τα μέτρα με θρησκευτική ευλάβεια και η χώρα είχε να παρουσιάσει επιτυχίες στον τομέα της αντιμετώπισης του ιού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έλαβε χώρα και μία μεγάλη μεσοποίηση της ζωή μας, υπήρχε έτσι και αλλιώς μία πολύ μεγάλη ανάγκη για άμεση και αξιόπιστη πληροφόρηση για ότι είχε να κάνει με την πανδημία".
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες σύμπνοιας τα ΜΜΕ θριάμβευσαν, μεταξύ αυτών και τα τηλεοπτικά.
Η μεγάλη μεταστροφή από το καλοκαίρι
Με την πανδημία όμως να εξελίσσεται και με τον πληθυσμό να αρχίζει να κουράζεται από τα συνεχή περιοριστικά μέτρα, καταγράφηκε μία πολύ μεγάλη μεταστροφή του κόσμου ως προς την αποδοχή του στα ΜΜΕ. Ειδικά μετά τις πρώτες επιθέσεις της αστυνομίας σε νέους στις πλατείες αλλά και τις περιπτώσεις της αστυνομικής αυθαιρεσίες σε γεγονότα όπως ήταν η πορεία για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου, νέοι σε ηλικία άνθρωποι διαπίστωσαν ότι τα παραδοσιακά media, και κυρίως τα τηλεοπτικά, παρουσίαζαν τις ειδήσεις με μονομέρεια δίνοντας τη μερίδα του λέοντος στην κυβερνητική εκδοχή των πραγμάτων.
Ο κ. Πλειός σχολιάζει: "Οι νέοι που συγκεντρώνονταν στις πλατείες της Κυψέλης για παράδειγμα είχαν να αντιμετωπίσουν τις αστυνομικές επιθέσεις. Από την άλλη θεσμικοί παράγοντες όπως ο Δήμαρχος της Αθήνας συμμετείχαν σε τελετές παράδοσης έργων (Πλατεία Ομονοίας) χωρίς να σέβονται τα περιοριστικά μέτρα ενώ Υπουργοί έκαναν την εμφάνισή τους τους κέντρα διασκέδασης κρατώντας εικόνες της Παναγίας. Τα ΜΜΕ άρχισαν εν τω μεταξύ να παίζουν το ρόλο της υγειονομικής αστυνομίας χωρίς να έχουν αυτήν την εξουσιοδότηση. Υποστήριξαν, τα περισσότερα από αυτά, την κυβερνητική εκδοχή με κραυγαλέο τρόπο αν και έχουν την υποχρέωση να δίνουν βήμα σ' όλες τις φωνές".
Στη συνέχεια η κατάσταση έγινε ακόμα πιο σοβαρή. Η αστυνομική καταστολή αυξήθηκε και μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης έκανε, μέσω των social media, το γύρο του κόσμου. Πολλά από τα παροδοσιακά MME έκριναν σκόπιμο να προβάλλουν και πάλι μόνο το κυβερνητικό αφήγημα. Είχε, εν τω μεταξύ, προηγηθεί και το περιστατικό με τον Πρωθυπουργό στην Ικαρία να παραβιάζει τα περιοριστικά μέτρα μαζί με τους ανθρώπους που τον συνόδευσαν στο νησί. Το σχετικό video έφερε στο φως της δημοσιότητας το NEWS 24/7. Τον Μάρτιο οι θεαματικότητες των δελτίων ειδήσεων μειώθηκαν κατά πολύ.
Ο Νίκος Μποζιονέλος, εκ των πιο έμπειρων μιντιακών ρεπόρτερ, παρατηρεί: "Γυρίζουν την πλάτη οι Ελληνες στα δελτία ειδήσεων; Εν γένει ναι, καθώς φαίνεται κι από τις περσινές, τέτοιον καιρό, μετρήσεις, εν συγκρίσει με τις φετινές. Με την υποσημείωση αφενός ότι η μείωση δεν είναι τόσο μεγάλη (ήταν στις αρχές του φετινού Μαρτίου όμως), αφετέρου ότι τον Μάρτιο του 2020 τα δελτία ειδήσεων έκαναν ρεκόρ σε τηλεθέαση. Λογικό μιας και λέξεις και έννοιες όπως καραντίνα, λόκνταουν, απαγόρευση κυκλοφορίας και άλλα, που πλέον έχουμε… αφομοιώσει και είναι μέρος της καθημερινότητάς μας, τότε ήταν πρωτόγνωρα. Και η ενημέρωση ήταν επιβεβλημένη, ουχί τυχαίον ότι εκείνη την εποχή ακριβώς στις 18:00 η τηλεθέαση χτυπούσε… κόκκινο καθώς ο Ελληνας πολίτης στηνόταν στην οθόνη για να ακούσει τον Σωτήρη Τσιόδρα.
Στις 23 Μαρτίου 2020 ήταν η μέρα που επιβλήθηκαν για πρώτη φορά σημαντικοί περιορισμοί στην κυκλοφορία και μετακίνηση των πολιτών σε ολόκληρη την επικράτεια. Εκείνη τη μέρα είχε πρωτεύσει το δελτίο του ΣΚΑΪ με 18,7% στο γενικό σύνολο και 12,9% στο δυναμικό κοινό 18-54, με Alpha (17,9% και 17,1%) και Star (15,9% και 17,3%) αντίστοιχα να ακολουθούν.
Την καταμέτρηση έκλεισαν τότε ο ΑΝΤ1 με 15,8% και 14,3%, η ΕΡΤ1 με 5,4% και 3,3%, το Mega με 5,3% και 6,9% και το Open με 4,9% και 5,6%. Και οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψη ότι εκείνη την περίοδο προβάλλονταν αρκετές live εκπομπές ενημέρωσης: η ΕΡΤ είχε από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ, το Open είχε έκτακτη εκπομπή, ο Νίκος Ευαγγελάτος ξεκινούσε αρκετά νωρίτερα στο Mega.
Ακριβώς ένα χρόνο μετά, 23 Μαρτίου 2021, δεν είναι κάτι νέο, κάτι πρωτοφανές αλλά κανόνας ο περιορισμός στη μετακίνηση, καλά καλά τα ημερήσια κρούσματα και οι απώλειες συχνά δεν είναι πρώτο θέμα στα δελτία. Μια τα ελληνοτουρκικά, μια τα 200 χρόνια από το Εικοσιένα, μια οι πολιτικές εξελίξεις, φέρνουν την πανδημία σε κατώτερες θέσεις ιεραρχικά. Δεν… πουλάει πια ο κορoνοϊός; Τα νούμερα αυτό δείχνουν.
Ο ΣΚΑΪ από το 18,7% έπεσε στο 14,1%, το Star από το 15,9% στο 12,2% και ο ΑΝΤ1 από το 15,8% στο 15άρι. Αντίθετα, σχεδόν διπλασίασε τους τηλεθεατές του το Open, με το δελτίο που παρουσιάζει η Νίκη Λυμπεράκη να φτάνει στο 9,1% στο γενικό σύνολο την ώρα που το ως και πρόσφατα ανεβασμένο, ως και στα 6,5άρια, δελτίο του Μega με τη Ράνια Τζίμα να υποχωρεί στο 3,8%. Η πτώση είναι ακόμη μεγαλύτερο στο δυναμικό κοινό, όπου ο ΣΚΑΪ ήταν στο 11,9%, το Star στο 11,8% και ο ΑΝΤ1 στο 11,6%".
Οπου δυναμικό κοινό, τοποθετήστε τους νέους ανθρώπους, που εκ φύσεως είναι πιο ανήσυχοι, λιγότερο προβλέψιμοι και διαχρονικά φορείς των νεωτερισμών παντός είδους. Η μεταστροφή όμως οφείλεται στο ότι ο κορονοϊός έπαψε να πουλάει ή υπάρχει κάτι πιο βαθύ;
Ο Ν. Μποζιονέλος απαντά: "Υπάρχει μια άλλη, πιθανώς επικρατέστερη, ερμηνεία. Ότι δεν κουράστηκε τόσο ο τηλεθεατής να παρακολουθεί ειδήσεις και να ακούει για τον κορονοϊό, όσο ότι αρχίζει να γυρίζει την πλάτη στα κανάλια που αντιμετωπίζουν φιλικά με γραμμή κατευνασμού την κυβέρνηση".
Παρατηρείται, κοινώς, μεγάλο χάντικαπ μεταξύ του αφηγήματος που προβάλλουν τα περισσότερο κανάλια και της αντικειμενικής πραγματικότητας, τουλάχιστον όπως οι νέοι την εισπράττουν στις περιορισμένες, έτσι και αλλιώς, κοινωνικές εκδηλώσεις τους.
Ο λόγος και πάλι στον Γιώργο Πλειό: "Είναι πλέον πολλοί οι πολίτες που κρατούν μία τουλάχιστον επιφυλακτική στάση απένταντι στα κυρίαρχα ΜΜΕ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το hashtag "boycott greek media" ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα στο twitter τις προηγούμενες ημέρες, έστω και αν η ισοπεδωτική κριτική δεν βοηθά. Η προσφυγή στα νέα μέσα από τους πολίτες δεν προξενεί καμία εντύπωση. Ο Πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής επέλεξε να κατηγορήσει ακριβώς αυτά τα μέσα, να κατηγορήσει δηλαδή τους πολίτες. Την ίδια ώρα όμως τα ποσοστά δυσπιστίας των Ελλήνων απέναντι στην τηλεόραση είναι τα μεγαλύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση κάτι που παρατηρείται από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας".
Ποια όμως μπορεί να είναι η λύση σ’ αυτό το αδιέξοδο; "Τίποτα άλλο από το συνεχή εκδημοκρατισμό των μέσων. Την παρουσίαση όλων των φωνών όπως τα media έχουν υποχρέωση να κάνουν. Σε διαφορετική περίπτωση ο μιντιακός ανταρτοπόλεμος από τα social media θα συνεχιστεί. Οπως θα συνεχιστεί και η κατρακύλα της χώρας στους πίνακες της ελευθερίας του Τύπου. Ηδη βρισκόμαστε κοντά στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Ο δείκτης, ξέρετε, της ελευθερίας του Τύπου σε μία χώρα είναι δείκτης του επιπέδου της δημοκρατίας της. Αν αυτός παρουσιάζει πτώση, τότε πέφτει και το επίπεδο της δημοκρατίας".