Ένας κύκλος μισού αιώνα κλείνει στα τέλη Σεπτεμβρίου. Ένα από τα πιο
διάσημα καφενεία στην Ελλάδα βάζει οριστικά λουκέτο. Το καφενείο του
Μουγγού στην Αστυπάλαια, ένα από τα πιο cult καφενεία στο νησιωτικό
σύμπλεγμα του Αιγαίου περνάει στα χέρια του νέου ιδιοκτήτη του, αφού δεν
κατέστη δυνατή η επίτευξη συμφωνίας με τον ενοικιαστή για την παράταση
της μίσθωσης.
Από το επόμενο καλοκαίρι θα λειτουργεί ως ένας ανανεωμένος χώρος αλλά στους τοίχους δεν θα υπάρχουν τα αντικείμενα καθώς και οι φωτογραφίες που είχαν «αιχμαλωτίσει» την ζωή του νησιού κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Αλλά και στιγμές των ντόπιων τον χειμώνα δίπλα στη σόμπα, με τα χαρτιά της τράπουλας πάνω στις ροτόντες, όταν λυσσομανάει ο Γαρμπής και ο Σορόκος.
Στεγασμένο σε ένα κτίριο που φτιάχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1890- από τα πρώτα κτίρια εκτός του κάστρου των Κουερίνι- το καφενείο πέρασε στα χέρια του Μιχάλη Ψαρρή και του συνεργάτη του Γιάννη Λαδά στα τέλη του 1973 από τον τότε ιδιοκτήτη Βλάσση Λαπατά, ο οποίος το είχε πάρει από το Νικήτα Πώλο το 1965. Νωρίτερα ο Μιχάλης Ψαρρής λειτουργούσε νυκτερινό καφενείο στην περίφημη Κατώα, τον τόπο Lavoro για τους παλιούς Αστυπαλίτες που θυμούνται ακόμη την ιταλική κατοχή στα Δωδεκάνησα μέχρι το 1947. Άλλωστε ο Μουγγός ήταν και ο τσαγκάρης του νησιού, με το κατάστημα να στεγάζεται σε χώρο λίγα μέτρα μακρύτερα από το καφενείο που έμελλε να μείνει στην ιστορία του νησιού ως το το καφενείο του Μουγγού.
Για περισσότερα από 17 χρόνια ο κωφάλαλος Μιχάλης Ψαρρής, λειτουργούσε το καφενείο με τη βοήθεια της συζύγου του Μαρίας. Μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος το 1989- ο Μιχάλης Ψαρρής ήταν 62 ετών- ο αποκαλούμενος και Μουγγός ήταν η ψυχή του καφενείου. Το 1990 το καφενείο αφού λειτούργησε για λίγους μήνες υπό την επίβλεψη της Μαρίας Ψαρρή, που γνώριζε τον Μιχάλη από 2 ετών, αφού ήταν ορφανή από μητέρα και είχαν μεγαλώσει στο ίδιο σπίτι, έκλεισε και οι ντόπιοι έχασαν το σημείο αναφοράς τους. Τότε ο Νικόλας Μανωλάκης ή Γούρνας ανέλαβε πρωτοβουλία ώστε να επαναλειτουργήσει ο χώρος και συναντήθηκε με τον ιδιοκτήτη καπετάν Κάρλο Βογιατζή ο οποίος έδωσε την έγκρισή του. Μέχρι σήμερα ο χώρος λειτουργεί υπό την εποπτεία του Στέφανου Αγγελίδη, γαμπρού του Νικόλα Μανωλάκη.
Το χταπόδι που ψήνεται μαζί με τις σουπιές, στη ψησταριά στην είσοδο του καφενείου, είναι ο μεζές που σε οδηγούσε στο κτίριο απέναντι από το Δημαρχείο ακόμη και με κλειστά μάτια. Τα γλέντια με τη συμμετοχή ντόπιων και τουριστών, Ελλήνων και ξένων, έχουν αφήσει εποχή και συζητιούνται διαχρονικά. Αν μπορούσαν να μιλήσουν οι αιωνόβιοι τοίχοι του θα έλεγαν ιστορίες για τα χιλιάδες λίτρα ούζου, τσίπουρου, κρασιού και μπύρας που έχουν καταναλωθεί για να λυθούν οι γλώσσες και να πουν ιστορίες για τόπους μακρινούς, για έρωτες ομολογημένους και ανομολόγητους.
Αλλά στη μνήμη όσων αγαπούν την Αστυπαλιά ή έχουν περάσει έστω και μια φορά από το καφενείο δεν είναι δυνατόν να διαγραφούν τα γλέντια στο εσωτερικό, την ταράτσα και το δρόμο έξω από το κτίριο που είχαν ώρα λήξης την Ανατολή, με τον ήλιο να εμφανίζεται στην πίσω δεξιά γωνία του καφενείου.
Επιτρέψτε μου μια προσωπική αναφορά αφού ζω το καφενείο τουλάχιστον κάθε καλοκαίρι από το 1993 όταν ήρθα για πρώτη φορά στη Αστυπαλιά. Αν και δεν πρόλαβα τον Μουγγό μέσα σε αυτό το χώρο είχα την μεγάλη τύχη να ακούσω να παίζει βιολί ο Νικήτας Καστρινός, από τους κορυφαίους σύγχρονους λαϊκούς οργανοπαίκτες, λαούτο ο Ιορδάνης Μαρκόνης και ταμπούρλο ο Πήτερ, ένας ξανθομάλλης Ελβετός, που είχε ερωτευθεί την ελληνική νησιώτικη μουσική. Ήταν οι ίδιοι που για πολλά χρόνια ξεσήκωναν τους ντόπιους και τους τουρίστες στο διήμερο πανηγύρι της Παναγιάς της Πορταίτισσας το Δεκαπενταύγουστο.
Κλείνοντας πρέπει να αναφέρω ότι το όνομα του καφενείου είναι «Καφενείο οι Μύλοι», αλλά είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτοί που ξέρουν ή θυμούνται αυτό το όνομα, στη λαϊκή συνείδηση έχει κατοχυρωθεί ως “Το καφενείο του Μουγγού».
Νίκος Κατσαρός
Πηγή: tvxs.gr
Από το επόμενο καλοκαίρι θα λειτουργεί ως ένας ανανεωμένος χώρος αλλά στους τοίχους δεν θα υπάρχουν τα αντικείμενα καθώς και οι φωτογραφίες που είχαν «αιχμαλωτίσει» την ζωή του νησιού κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Αλλά και στιγμές των ντόπιων τον χειμώνα δίπλα στη σόμπα, με τα χαρτιά της τράπουλας πάνω στις ροτόντες, όταν λυσσομανάει ο Γαρμπής και ο Σορόκος.
Στεγασμένο σε ένα κτίριο που φτιάχθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1890- από τα πρώτα κτίρια εκτός του κάστρου των Κουερίνι- το καφενείο πέρασε στα χέρια του Μιχάλη Ψαρρή και του συνεργάτη του Γιάννη Λαδά στα τέλη του 1973 από τον τότε ιδιοκτήτη Βλάσση Λαπατά, ο οποίος το είχε πάρει από το Νικήτα Πώλο το 1965. Νωρίτερα ο Μιχάλης Ψαρρής λειτουργούσε νυκτερινό καφενείο στην περίφημη Κατώα, τον τόπο Lavoro για τους παλιούς Αστυπαλίτες που θυμούνται ακόμη την ιταλική κατοχή στα Δωδεκάνησα μέχρι το 1947. Άλλωστε ο Μουγγός ήταν και ο τσαγκάρης του νησιού, με το κατάστημα να στεγάζεται σε χώρο λίγα μέτρα μακρύτερα από το καφενείο που έμελλε να μείνει στην ιστορία του νησιού ως το το καφενείο του Μουγγού.
Για περισσότερα από 17 χρόνια ο κωφάλαλος Μιχάλης Ψαρρής, λειτουργούσε το καφενείο με τη βοήθεια της συζύγου του Μαρίας. Μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος το 1989- ο Μιχάλης Ψαρρής ήταν 62 ετών- ο αποκαλούμενος και Μουγγός ήταν η ψυχή του καφενείου. Το 1990 το καφενείο αφού λειτούργησε για λίγους μήνες υπό την επίβλεψη της Μαρίας Ψαρρή, που γνώριζε τον Μιχάλη από 2 ετών, αφού ήταν ορφανή από μητέρα και είχαν μεγαλώσει στο ίδιο σπίτι, έκλεισε και οι ντόπιοι έχασαν το σημείο αναφοράς τους. Τότε ο Νικόλας Μανωλάκης ή Γούρνας ανέλαβε πρωτοβουλία ώστε να επαναλειτουργήσει ο χώρος και συναντήθηκε με τον ιδιοκτήτη καπετάν Κάρλο Βογιατζή ο οποίος έδωσε την έγκρισή του. Μέχρι σήμερα ο χώρος λειτουργεί υπό την εποπτεία του Στέφανου Αγγελίδη, γαμπρού του Νικόλα Μανωλάκη.
Το χταπόδι που ψήνεται μαζί με τις σουπιές, στη ψησταριά στην είσοδο του καφενείου, είναι ο μεζές που σε οδηγούσε στο κτίριο απέναντι από το Δημαρχείο ακόμη και με κλειστά μάτια. Τα γλέντια με τη συμμετοχή ντόπιων και τουριστών, Ελλήνων και ξένων, έχουν αφήσει εποχή και συζητιούνται διαχρονικά. Αν μπορούσαν να μιλήσουν οι αιωνόβιοι τοίχοι του θα έλεγαν ιστορίες για τα χιλιάδες λίτρα ούζου, τσίπουρου, κρασιού και μπύρας που έχουν καταναλωθεί για να λυθούν οι γλώσσες και να πουν ιστορίες για τόπους μακρινούς, για έρωτες ομολογημένους και ανομολόγητους.
Αλλά στη μνήμη όσων αγαπούν την Αστυπαλιά ή έχουν περάσει έστω και μια φορά από το καφενείο δεν είναι δυνατόν να διαγραφούν τα γλέντια στο εσωτερικό, την ταράτσα και το δρόμο έξω από το κτίριο που είχαν ώρα λήξης την Ανατολή, με τον ήλιο να εμφανίζεται στην πίσω δεξιά γωνία του καφενείου.
Επιτρέψτε μου μια προσωπική αναφορά αφού ζω το καφενείο τουλάχιστον κάθε καλοκαίρι από το 1993 όταν ήρθα για πρώτη φορά στη Αστυπαλιά. Αν και δεν πρόλαβα τον Μουγγό μέσα σε αυτό το χώρο είχα την μεγάλη τύχη να ακούσω να παίζει βιολί ο Νικήτας Καστρινός, από τους κορυφαίους σύγχρονους λαϊκούς οργανοπαίκτες, λαούτο ο Ιορδάνης Μαρκόνης και ταμπούρλο ο Πήτερ, ένας ξανθομάλλης Ελβετός, που είχε ερωτευθεί την ελληνική νησιώτικη μουσική. Ήταν οι ίδιοι που για πολλά χρόνια ξεσήκωναν τους ντόπιους και τους τουρίστες στο διήμερο πανηγύρι της Παναγιάς της Πορταίτισσας το Δεκαπενταύγουστο.
Κλείνοντας πρέπει να αναφέρω ότι το όνομα του καφενείου είναι «Καφενείο οι Μύλοι», αλλά είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτοί που ξέρουν ή θυμούνται αυτό το όνομα, στη λαϊκή συνείδηση έχει κατοχυρωθεί ως “Το καφενείο του Μουγγού».
Νίκος Κατσαρός
Πηγή: tvxs.gr