Τώρα που τέλειωσε η πρώτη συνέχεια της τριλογίας «Εκλογή προέδρου
Δημοκρατίας», καλό είναι να ξαναγυρίσουμε στη συζήτηση για τα πραγματικά
προβλήματα του τόπου.
Τελικά, μου φαίνεται ότι θα πεθάνουμε (έπειτα από πολλά χρόνια, ελπίζω) και δεν θα έχουμε μάθει αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ή δεν είχε plan B.
Αυτό είναι το συμπέρασμά μου, δεδομένου ότι όλοι αυτή την ερώτηση κάνουν επίμονα στους συριζαίους, αλλά εκείνοι δεν λένε κουβέντα – είναι τάφοι. Ρωτάει ο πρωθυπουργός, ρωτάει ο αντιπρόεδρος, ρωτάει η κυβερνητική εκπρόσωπος, ρωτάνε οι εκπρόσωποι των αγορών στο City του Λονδίνου - ακόμα κι ο Λαπαβίτσας ρωτάει, από άλλη οπτική γωνία, προφανώς.
Με τόσες ερωτήσεις που τους γίνονται, αν είχαν plan B όλο και κάποιος θα το είχε ξεφουρνίσει. Οι συριζαίοι, ούτως ή άλλως, δεν εκτιμούν ως γνωστόν όσο θα ’πρεπε την αξία της σιωπής.
Από την άλλη, έχω την εντύπωση πως όσοι κακοπροαίρετα υποβάλλουν την ερώτηση, έχουν προεξοφλήσει την απάντηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει plan B αλλά δεν μας το λέει εκ του πονηρού, αυτός είναι ο υπαινιγμός.
Οπότε, έρχομαι κι εγώ με τη σειρά μου και ρωτάω: Η κυβέρνηση έχει plan Β; Ας κάνει τον κόπο κάποιος από τους λαλίστατους συναδέλφους που εγκαλούν τον ΣΥΡΙΖΑ για την απουσία plan B, να υποβάλει την ίδια ερώτηση και στον πρωθυπουργό ή, εν τη απουσία του, καθώς ο πρωθυπουργός δεν καταδέχεται να απαντάει σε δημοσιογραφικές ερωτήσεις, ας ρωτήσει κάποιον από τους λαλίστερους συνεργάτες του.
Ρωτήστε τους, λοιπόν, ξανά και ξανά, πιέστε τους όπως κάνετε με τους εκπροσώπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ρωτήστε τους και ξαναρωτήστε τους, μήπως βγάλουμε τελικά κάποιο συμπέρασμα.
Η απορία δεν είναι μόνο δική μου. Το καίριο ερώτημα το διατύπωσε ο πολύς Πάσχος Μανδραβέλης στην Καθημερινή, στις 8 Δεκεμβρίου , εκκινώντας βέβαια από δική του -εντελώς διαφορετική από τη δική μου- αφετηρία: «Plan B έχει η κυβέρνηση ή αυτά είναι ερωτήματα που αρμόζουν μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ; Δηλαδή: αν η Ελλάδα παραμείνει σταθερή στις θέσεις της και δεν αποδεχθεί νέα μέτρα, και οι εταίροι παραμείνουν επίσης σταθεροί στις θέσεις τους και ζητούν νέα μέτρα, τι θα κάνουμε; Θα βγούμε στις αγορές ή θα δανειστούμε από τη Ρωσία;».
Καλή η ερώτηση, και θα ’πρεπε και άλλοι ομοϊδεάτες του Μανδραβέλη να την υποβάλλουν στα κυβερνητικά στελέχη όχι ρητορικά, όπως εκείνος, αλλά κατάμουτρα, μπροστά στον φακό, όπως κάνουν με τους συριζαίους.
Βέβαια, ο Μανδραβέλης βιάστηκε λίγο. Αν είχε λίγη υπομονή, να περιμένει, ας πούμε, ως την επομένη της υπερψήφισης του Προϋπολογισμού, θα είχε πάρει την απάντηση. Και βέβαια η κυβέρνηση έχει plan B! (Το αν έχει plan A, παρεκτός το πρόγραμμα της τρόικας και του ΔΝΤ, αποτελεί άλλο ζήτημα). Plan B πάντως έχει, και το απέδειξε. Το οποίο βέβαια δεν έχει να κάνει ούτε με την έξοδο στις αγορές (προστατευτικό δίχτυ αναζητούν οι άνθρωποι, το οποίο ασφαλώς θα τους χρειαστεί γενικότερα), ούτε βέβαια με δανεισμό από τη Ρωσία.
Ας δούμε λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα, ακολουθώντας το νήμα της ερώτησης αλλά και την κυβερνητική αφήγηση για τις εξελίξεις:
Η κυβέρνηση, λοιπόν, παρέμεινε τρόπον τινά σταθερή στις θέσεις της. Ή, τέλος πάντων σε κάποιες απ’ αυτές. Όχι τόσο λόγω συνέπειας σε συγκεκριμένες αρχές, αλλά μάλλον λόγω μιας ρεαλιστικής επιμέτρησης του πολιτικού κόστους που θα υφίστατο αν υποχωρούσε πλήρως. Αυτό προκύπτει από την ανταλλαγή των email με την τρόικα και από όσα μέσες άκρες είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε γι’ αυτή τη διαπραγμάτευση. Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι δεν θα πάρει άλλα μέτρα με οικονομικές επιπτώσεις στους πολίτες. Ότι δεν θα πειράξει το ασφαλιστικό. Ότι δεν θα προβεί σε περαιτέρω απολύσεις στο Δημόσιο. Ότι θα καταργήσει την έκτακτη εισφορά. Ότι θα επιμείνει στη ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία σε 100 δόσεις. Ότι θα προχωρήσει στη ρύθμιση των κόκκινων δανείων. Ότι δεν θα δεχτεί αλλαγή του καθεστώτος του ΦΠΑ στα νησιά. Και, το κυριότερο, ότι ζητάει τη διευθέτηση της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Ειδικά αυτό το τελευταίο, δεν ήταν καν ελληνική διεκδίκηση. Αποτελούσε δέσμευση του Eurogroup του Δεκεμβρίου του 2013, απόφαση που είχε ληφθεί έπειτα από θυελλώδεις διαπραγματεύσεις όχι με την ελληνική κυβέρνηση (μην τρελαίνεστε), αλλά με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μια δέσμευση η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ, παρά την επίτευξη όλων των προαπαιτούμενων που είχαν τεθεί και παρά την παρέλευση κάθε σχετικού χρονοδιαγράμματος.
Δεν μπορείς λοιπόν να το πεις όλο αυτό ότι «η κυβέρνηση παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της». Αλλά όπως και να το κάνουμε, η διαπραγμάτευση δεν είχε αίσιο τέλος.
Τι κάνει, λοιπόν η κυβέρνηση σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο; Ούτε βγήκε στις αγορές αλλά ούτε και στράφηκε προς τη Ρωσία. Και πώς να βγει στις αγορές, άλλωστε, όταν, παρά τις πολύμηνες διαβεβαιώσεις της ότι όλα είναι εντάξει σ’ αυτό το κομμάτι, οι αγορές έχουν αρχίσει εδώ και καιρό τα δικά τους και πιέζουν την Ελλάδα με τρόπο απροκάλυπτο. Αλλά ούτε και κάποια από τις άλλες διαθέσιμες κινήσεις επέλεξε ο κ. Σαμαράς. Δεν χτύπησε το χέρι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δεν προχώρησε σε μονομερείς ενέργειες (με εξαίρεση τις 100 δόσεις), δεν απείλησε με βέτο στη Συνάντηση Κορυφής.
Και όμως, η κυβέρνηση είχε plan Β! Και το ξεδίπλωσε με διπλωματική μαεστρία, στον κατάλληλο χρόνο. Όταν έγινε σαφές ότι δεν θα έπαιρνε τίποτα από όσα είχε υποσχεθεί, ενώ αντιθέτως θα υπαναχωρούσε σημαντικά από τις ρητές δεσμεύσεις τους πρωθυπουργού, προχώρησε σε μια κίνηση ματ: Με μια αιφνιδιαστική κίνηση, προχώρησε με τόλμη στην… επίσπευση των διαδικασιών εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας. Τους τσάκισε, δηλαδή. Κι έπειτα άρχισε να φωνασκεί ότι το μέτωπο της διαπραγμάτευσης είναι ανοιχτό, κι ότι η χώρα κινδυνεύει και πάλι να χρεοκοπήσει, να αποβληθεί από τη ζώνη του ευρώ, να κατρακυλήσει στο χάος.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κι αυτή η κίνηση είχε ένα στοιχείο διαπραγματευτικής πίεσης. Αφού με πιέζετε, αφού συμπεριφέρεστε σαν να με θεωρείτε καμένο χαρτί και έχετε ξεκινήσει ήδη τη διαπραγμάτευση με τον επόμενο, πάρτε κι εσείς μια προεδρική εκλογή και βουλευτικές, να σας έρθει ο επόμενος και βρείτε εσείς μόνοι σας την άκρη.
Αλλά όχι, ούτε αυτή η εκδοχή φαίνεται να ισχύει, αν κρίνει κανείς από τις δηλώσεις των Ευρωπαίων την επόμενη μέρα, που έσπευσαν να υποστηρίξουν την απόφαση Σαμαρά και να δείξουν τα δόντια τους στον ελληνικό λαό σε σχέση με τα σενάρια της επόμενης μέρας. Όπως όλα δείχνουν, τα πράγματα έγιναν ανάποδα: Εκείνοι ήταν που ζήτησαν από την κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο και να επανέλθει. Εκείνοι εξυπηρετούνται πρωτίστως φέρνοντας την επόμενη κυβέρνηση σε εκπρόθεσμες διαπραγματεύσεις, ώστε να είναι (έτσι πιστεύουν) περισσότερο ευάλωτη και υποχωρητική.
Και η κυβέρνηση έσπευσε να τους κάνει το χατήρι, γιατί αυτό βέβαια είναι το δικό της plan Β. Εφόσον δεν μπορούμε εμείς, ας δυσχεράνουμε το έργο του επόμενου. Ας μείνουμε πιστοί στους συμμάχους μας, κι έχει ο καιρός γυρίσματα.
Μιλούν βέβαια τώρα για εθνική συνεννόηση, αρκεί να είναι εκείνοι στα πράγματα. Αλλά το δικό τους plan B, εφόσον χάσουν την εξουσία, δεν περιλαμβάνει καμία εθνική συναίνεση – αυτό είναι από τώρα σαφές, και θα με θυμηθείτε.
Τελικά, μου φαίνεται ότι θα πεθάνουμε (έπειτα από πολλά χρόνια, ελπίζω) και δεν θα έχουμε μάθει αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ή δεν είχε plan B.
Αυτό είναι το συμπέρασμά μου, δεδομένου ότι όλοι αυτή την ερώτηση κάνουν επίμονα στους συριζαίους, αλλά εκείνοι δεν λένε κουβέντα – είναι τάφοι. Ρωτάει ο πρωθυπουργός, ρωτάει ο αντιπρόεδρος, ρωτάει η κυβερνητική εκπρόσωπος, ρωτάνε οι εκπρόσωποι των αγορών στο City του Λονδίνου - ακόμα κι ο Λαπαβίτσας ρωτάει, από άλλη οπτική γωνία, προφανώς.
Με τόσες ερωτήσεις που τους γίνονται, αν είχαν plan B όλο και κάποιος θα το είχε ξεφουρνίσει. Οι συριζαίοι, ούτως ή άλλως, δεν εκτιμούν ως γνωστόν όσο θα ’πρεπε την αξία της σιωπής.
Από την άλλη, έχω την εντύπωση πως όσοι κακοπροαίρετα υποβάλλουν την ερώτηση, έχουν προεξοφλήσει την απάντηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει plan B αλλά δεν μας το λέει εκ του πονηρού, αυτός είναι ο υπαινιγμός.
Οπότε, έρχομαι κι εγώ με τη σειρά μου και ρωτάω: Η κυβέρνηση έχει plan Β; Ας κάνει τον κόπο κάποιος από τους λαλίστατους συναδέλφους που εγκαλούν τον ΣΥΡΙΖΑ για την απουσία plan B, να υποβάλει την ίδια ερώτηση και στον πρωθυπουργό ή, εν τη απουσία του, καθώς ο πρωθυπουργός δεν καταδέχεται να απαντάει σε δημοσιογραφικές ερωτήσεις, ας ρωτήσει κάποιον από τους λαλίστερους συνεργάτες του.
Ρωτήστε τους, λοιπόν, ξανά και ξανά, πιέστε τους όπως κάνετε με τους εκπροσώπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ρωτήστε τους και ξαναρωτήστε τους, μήπως βγάλουμε τελικά κάποιο συμπέρασμα.
Η απορία δεν είναι μόνο δική μου. Το καίριο ερώτημα το διατύπωσε ο πολύς Πάσχος Μανδραβέλης στην Καθημερινή, στις 8 Δεκεμβρίου , εκκινώντας βέβαια από δική του -εντελώς διαφορετική από τη δική μου- αφετηρία: «Plan B έχει η κυβέρνηση ή αυτά είναι ερωτήματα που αρμόζουν μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ; Δηλαδή: αν η Ελλάδα παραμείνει σταθερή στις θέσεις της και δεν αποδεχθεί νέα μέτρα, και οι εταίροι παραμείνουν επίσης σταθεροί στις θέσεις τους και ζητούν νέα μέτρα, τι θα κάνουμε; Θα βγούμε στις αγορές ή θα δανειστούμε από τη Ρωσία;».
Καλή η ερώτηση, και θα ’πρεπε και άλλοι ομοϊδεάτες του Μανδραβέλη να την υποβάλλουν στα κυβερνητικά στελέχη όχι ρητορικά, όπως εκείνος, αλλά κατάμουτρα, μπροστά στον φακό, όπως κάνουν με τους συριζαίους.
Βέβαια, ο Μανδραβέλης βιάστηκε λίγο. Αν είχε λίγη υπομονή, να περιμένει, ας πούμε, ως την επομένη της υπερψήφισης του Προϋπολογισμού, θα είχε πάρει την απάντηση. Και βέβαια η κυβέρνηση έχει plan B! (Το αν έχει plan A, παρεκτός το πρόγραμμα της τρόικας και του ΔΝΤ, αποτελεί άλλο ζήτημα). Plan B πάντως έχει, και το απέδειξε. Το οποίο βέβαια δεν έχει να κάνει ούτε με την έξοδο στις αγορές (προστατευτικό δίχτυ αναζητούν οι άνθρωποι, το οποίο ασφαλώς θα τους χρειαστεί γενικότερα), ούτε βέβαια με δανεισμό από τη Ρωσία.
Ας δούμε λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα, ακολουθώντας το νήμα της ερώτησης αλλά και την κυβερνητική αφήγηση για τις εξελίξεις:
Η κυβέρνηση, λοιπόν, παρέμεινε τρόπον τινά σταθερή στις θέσεις της. Ή, τέλος πάντων σε κάποιες απ’ αυτές. Όχι τόσο λόγω συνέπειας σε συγκεκριμένες αρχές, αλλά μάλλον λόγω μιας ρεαλιστικής επιμέτρησης του πολιτικού κόστους που θα υφίστατο αν υποχωρούσε πλήρως. Αυτό προκύπτει από την ανταλλαγή των email με την τρόικα και από όσα μέσες άκρες είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε γι’ αυτή τη διαπραγμάτευση. Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι δεν θα πάρει άλλα μέτρα με οικονομικές επιπτώσεις στους πολίτες. Ότι δεν θα πειράξει το ασφαλιστικό. Ότι δεν θα προβεί σε περαιτέρω απολύσεις στο Δημόσιο. Ότι θα καταργήσει την έκτακτη εισφορά. Ότι θα επιμείνει στη ρύθμιση των οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία σε 100 δόσεις. Ότι θα προχωρήσει στη ρύθμιση των κόκκινων δανείων. Ότι δεν θα δεχτεί αλλαγή του καθεστώτος του ΦΠΑ στα νησιά. Και, το κυριότερο, ότι ζητάει τη διευθέτηση της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Ειδικά αυτό το τελευταίο, δεν ήταν καν ελληνική διεκδίκηση. Αποτελούσε δέσμευση του Eurogroup του Δεκεμβρίου του 2013, απόφαση που είχε ληφθεί έπειτα από θυελλώδεις διαπραγματεύσεις όχι με την ελληνική κυβέρνηση (μην τρελαίνεστε), αλλά με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μια δέσμευση η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ, παρά την επίτευξη όλων των προαπαιτούμενων που είχαν τεθεί και παρά την παρέλευση κάθε σχετικού χρονοδιαγράμματος.
Δεν μπορείς λοιπόν να το πεις όλο αυτό ότι «η κυβέρνηση παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της». Αλλά όπως και να το κάνουμε, η διαπραγμάτευση δεν είχε αίσιο τέλος.
Τι κάνει, λοιπόν η κυβέρνηση σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο; Ούτε βγήκε στις αγορές αλλά ούτε και στράφηκε προς τη Ρωσία. Και πώς να βγει στις αγορές, άλλωστε, όταν, παρά τις πολύμηνες διαβεβαιώσεις της ότι όλα είναι εντάξει σ’ αυτό το κομμάτι, οι αγορές έχουν αρχίσει εδώ και καιρό τα δικά τους και πιέζουν την Ελλάδα με τρόπο απροκάλυπτο. Αλλά ούτε και κάποια από τις άλλες διαθέσιμες κινήσεις επέλεξε ο κ. Σαμαράς. Δεν χτύπησε το χέρι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δεν προχώρησε σε μονομερείς ενέργειες (με εξαίρεση τις 100 δόσεις), δεν απείλησε με βέτο στη Συνάντηση Κορυφής.
Και όμως, η κυβέρνηση είχε plan Β! Και το ξεδίπλωσε με διπλωματική μαεστρία, στον κατάλληλο χρόνο. Όταν έγινε σαφές ότι δεν θα έπαιρνε τίποτα από όσα είχε υποσχεθεί, ενώ αντιθέτως θα υπαναχωρούσε σημαντικά από τις ρητές δεσμεύσεις τους πρωθυπουργού, προχώρησε σε μια κίνηση ματ: Με μια αιφνιδιαστική κίνηση, προχώρησε με τόλμη στην… επίσπευση των διαδικασιών εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας. Τους τσάκισε, δηλαδή. Κι έπειτα άρχισε να φωνασκεί ότι το μέτωπο της διαπραγμάτευσης είναι ανοιχτό, κι ότι η χώρα κινδυνεύει και πάλι να χρεοκοπήσει, να αποβληθεί από τη ζώνη του ευρώ, να κατρακυλήσει στο χάος.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κι αυτή η κίνηση είχε ένα στοιχείο διαπραγματευτικής πίεσης. Αφού με πιέζετε, αφού συμπεριφέρεστε σαν να με θεωρείτε καμένο χαρτί και έχετε ξεκινήσει ήδη τη διαπραγμάτευση με τον επόμενο, πάρτε κι εσείς μια προεδρική εκλογή και βουλευτικές, να σας έρθει ο επόμενος και βρείτε εσείς μόνοι σας την άκρη.
Αλλά όχι, ούτε αυτή η εκδοχή φαίνεται να ισχύει, αν κρίνει κανείς από τις δηλώσεις των Ευρωπαίων την επόμενη μέρα, που έσπευσαν να υποστηρίξουν την απόφαση Σαμαρά και να δείξουν τα δόντια τους στον ελληνικό λαό σε σχέση με τα σενάρια της επόμενης μέρας. Όπως όλα δείχνουν, τα πράγματα έγιναν ανάποδα: Εκείνοι ήταν που ζήτησαν από την κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο και να επανέλθει. Εκείνοι εξυπηρετούνται πρωτίστως φέρνοντας την επόμενη κυβέρνηση σε εκπρόθεσμες διαπραγματεύσεις, ώστε να είναι (έτσι πιστεύουν) περισσότερο ευάλωτη και υποχωρητική.
Και η κυβέρνηση έσπευσε να τους κάνει το χατήρι, γιατί αυτό βέβαια είναι το δικό της plan Β. Εφόσον δεν μπορούμε εμείς, ας δυσχεράνουμε το έργο του επόμενου. Ας μείνουμε πιστοί στους συμμάχους μας, κι έχει ο καιρός γυρίσματα.
Μιλούν βέβαια τώρα για εθνική συνεννόηση, αρκεί να είναι εκείνοι στα πράγματα. Αλλά το δικό τους plan B, εφόσον χάσουν την εξουσία, δεν περιλαμβάνει καμία εθνική συναίνεση – αυτό είναι από τώρα σαφές, και θα με θυμηθείτε.
Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014