Έντονη κριτική στην κυβέρνηση για τον ΕΝΦΙΑ ασκεί η Alpha Bank, μέσα
από το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που εξέδωσε σήμερα
Παρασκευή. Συγκεκριμένα αναφέρει γι’ αυτόν ότι είναι φόρος δημευτικός
που δεν επιδέχεται διόρθωση. Επιπλέον, η τράπεζα χαρακτηρίζει επαχθείς
τις επιβαρύνσεις των φορολογούμενων από την υπερφορολόγηση και
προειδοποιεί πως εάν δεν δραστηριοποιηθεί και πάλι η αγορά ακινήτων,
όπως φαντάζει πλέον πολύ πιθανό, η οικονομία θα αρχίσει να χάνει την
δυναμική της και η επερχόμενη ανάκαμψη μπορεί να εκτροχιασθεί.
Αναφέρει μεταξύ άλλων η Alpha Bank:
«Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, η φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, και κυρίως των συνεπών φορολογουμένων, έχει καταστεί επαχθής. Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη ''Taxation Trends in the European Union, Eurostat, June 2014'', η φορολογία του κεφαλαίου στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 7,3% του ΑΕΠ έναντι 6,7% του μέσου κοινοτικού όρου, με τα 2/3 των εσόδων να προέρχονται από την φορολογία του εισοδήματος που προκύπτει από την εκμετάλλευση του κεφαλαίου και το 1/3 από την φορολογία κατοχής του κεφαλαίου. Οι Έλληνες πληρώνουν 4,9% του ΑΕΠ σε φόρους στο εισόδημα από κεφάλαιο και 2,4% σε φόρους στην κατοχή του κεφαλαίου, όταν στην ΕΕ των 28 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 4,7% και 1,9%.
Στην Ελλάδα, όμως, τα νοικοκυριά ειδικότερα (διότι ένα μέρος των φόρων αυτών πληρώνεται από τις επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους) πληρώνουν υπερδιπλάσιους φόρους στο κεφάλαιο απ' ότι στην μέση κοινοτική χώρα, 1,4% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 0,6% του ΑΕΠ στην ΕΕ των 28 Μάλιστα, στα νοικοκυριά η Ελλάδα το 2012 είχε την δεύτερη υψηλότερη φορολόγηση του εισοδήματος στο κεφάλαιο, που αυξήθηκε μάλιστα κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, από 0,9% του ΑΕΠ πριν την κρίση σε 1,2% το 2011 και 1,4% το 2012.
Όσον αφορά ειδικότερα την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας , η Ελλάδα έχει την 5η υψηλότερη επαναλαμβανόμενη φορολογία (ΕΝΦΙΑ, ΦΑΠ κλπ.), με φορολογικά έσοδα ισοδύναμα του 1.4% του ΑΕΠ του 2012, από 0.4% πριν την κρίση. Το σύνολο των επιβαρύνσεων από την ακίνητη περιουσία ανέρχεται στο 2,1% του ΑΕΠ, όταν προστίθενται τα φορολογικά έσοδα από μεταβιβάσεις, συναλλαγές κ.λ.π.
Και δεν είναι μόνο η φορολογία στο κεφάλαιο που έχει αυξηθεί. Οι φόροι στο εισόδημα από εργασία που πληρώνονται από τους εργαζομένους (σε αντιδιαστολή αυτών που πληρώνονται από εργοδότες ή μη απασχολούμενους), έχουν αυξηθεί από 6,1% του ΑΕΠ το 2011 σε 7,8% του ΑΕΠ το 2012. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, τα νοικοκυριά έχουν όντως επωμισθεί μεγάλο φορολογικό βάρος τα τελευταία χρόνια. Συνεπώς, οι σχεδιαζόμενες από την Κυβέρνηση φοροελαφρύνσεις είναι επιθυμητές, αρκεί βεβαίως, να μην οδηγήσουν σε ένα φορολογικό σύστημα συρραφής ρυθμίσεων χωρίς αναπτυξιακή στόχευση και εσωτερική συνοχή. Πρέπει, αντιθέτως, να διαμορφώνουν ένα φορολογικό σύστημα με όσο το δυνατόν ουδέτερη επίπτωση στα κίνητρα για εργασία, οικονομική δραστηριότητα και αποταμίευση.
Αντιδράσεις για ΕΝΦΙΑ
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις, καθώς η φορολογία με τον ΕΝΦΙΑ, από φορολογία σε επιμέρους ακίνητα μετατράπηκε σε φορολογία με δημευτικό χαρακτήρα επί της συνολικής ακίνητης περιουσίας. Και αυτό συμβαίνει διότι, πέραν όλων των άλλων, επιδιώκεται να εφαρμοσθεί και σε μια συγκυρία όπου η απόδοση της περιουσίας όχι μόνο συνεχώς μειώνεται αλλά ταυτόχρονα ήδη υπερφορολογείται ενώ μεγάλο μέρος του πλούτου, όπως είναι η ακίνητη περιουσία, είτε δεν έχει απόδοση (για να πληρωθούν οι φόροι) είτε δεν μπορεί καν να ρευστοποιηθεί.
Απαιτείται, συνεπώς, επαναφορά του ΕΝΦΙΑ σε σωστή βάση (φόρος σε επιμέρους ακίνητα) και κατάργηση του 'συμπληρωματικού' φόρου, που είναι και ο μεγάλος ένοχος στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, πέραν των απαλλαγών που έχουν δοθεί στις αγροτικές περιοχές και το γεγονός ότι επιβάλλεται σε αντικειμενικές αξίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις πραγματικές. Ο νόμος όπως είναι δεν επιδέχεται διόρθωση και η λύση δεν είναι, βεβαίως, να αυξηθεί το αφορολόγητο και να μετακυλισθεί η διαφορά στον συμπληρωματικό φόρο.
Η λογική της αναμόρφωσής του νόμου δεν μπορεί να είναι η μετακύλιση φορολογικού βάρους στους γνωστούς «άλλους». Εάν, όμως, δεν δραστηριοποιηθεί και πάλι η αγορά ακινήτων, όπως φαντάζει πλέον πολύ πιθανό, η οικονομία θα αρχίσει να χάνει την δυναμική της και η επερχόμενη ανάκαμψη μπορεί να εκτροχιασθεί. Στην περίπτωση αυτή, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα θα δημιουργήσει τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από την δημευτική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Χρειάζεται, λοιπόν, μεγάλη προσοχή για να μην κλωτσήσουμε την καρδάρα με το γάλα, που την γεμίσαμε με πολύ προσπάθεια και τόσες θυσίες. Η διόρθωση του νόμου δεν μπορεί να γίνει μόνο με προσπάθειες εξωραϊσμού. Αν ο νόμος δεν αλλάξει ουσιαστικά, οι συνέπειες θα είναι καταλυτικές και δυσάρεστες για την ελληνική οικονομία.
Αναφέρει μεταξύ άλλων η Alpha Bank:
«Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, η φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, και κυρίως των συνεπών φορολογουμένων, έχει καταστεί επαχθής. Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη ''Taxation Trends in the European Union, Eurostat, June 2014'', η φορολογία του κεφαλαίου στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 7,3% του ΑΕΠ έναντι 6,7% του μέσου κοινοτικού όρου, με τα 2/3 των εσόδων να προέρχονται από την φορολογία του εισοδήματος που προκύπτει από την εκμετάλλευση του κεφαλαίου και το 1/3 από την φορολογία κατοχής του κεφαλαίου. Οι Έλληνες πληρώνουν 4,9% του ΑΕΠ σε φόρους στο εισόδημα από κεφάλαιο και 2,4% σε φόρους στην κατοχή του κεφαλαίου, όταν στην ΕΕ των 28 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 4,7% και 1,9%.
Στην Ελλάδα, όμως, τα νοικοκυριά ειδικότερα (διότι ένα μέρος των φόρων αυτών πληρώνεται από τις επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους) πληρώνουν υπερδιπλάσιους φόρους στο κεφάλαιο απ' ότι στην μέση κοινοτική χώρα, 1,4% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 0,6% του ΑΕΠ στην ΕΕ των 28 Μάλιστα, στα νοικοκυριά η Ελλάδα το 2012 είχε την δεύτερη υψηλότερη φορολόγηση του εισοδήματος στο κεφάλαιο, που αυξήθηκε μάλιστα κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, από 0,9% του ΑΕΠ πριν την κρίση σε 1,2% το 2011 και 1,4% το 2012.
Όσον αφορά ειδικότερα την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας , η Ελλάδα έχει την 5η υψηλότερη επαναλαμβανόμενη φορολογία (ΕΝΦΙΑ, ΦΑΠ κλπ.), με φορολογικά έσοδα ισοδύναμα του 1.4% του ΑΕΠ του 2012, από 0.4% πριν την κρίση. Το σύνολο των επιβαρύνσεων από την ακίνητη περιουσία ανέρχεται στο 2,1% του ΑΕΠ, όταν προστίθενται τα φορολογικά έσοδα από μεταβιβάσεις, συναλλαγές κ.λ.π.
Και δεν είναι μόνο η φορολογία στο κεφάλαιο που έχει αυξηθεί. Οι φόροι στο εισόδημα από εργασία που πληρώνονται από τους εργαζομένους (σε αντιδιαστολή αυτών που πληρώνονται από εργοδότες ή μη απασχολούμενους), έχουν αυξηθεί από 6,1% του ΑΕΠ το 2011 σε 7,8% του ΑΕΠ το 2012. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, τα νοικοκυριά έχουν όντως επωμισθεί μεγάλο φορολογικό βάρος τα τελευταία χρόνια. Συνεπώς, οι σχεδιαζόμενες από την Κυβέρνηση φοροελαφρύνσεις είναι επιθυμητές, αρκεί βεβαίως, να μην οδηγήσουν σε ένα φορολογικό σύστημα συρραφής ρυθμίσεων χωρίς αναπτυξιακή στόχευση και εσωτερική συνοχή. Πρέπει, αντιθέτως, να διαμορφώνουν ένα φορολογικό σύστημα με όσο το δυνατόν ουδέτερη επίπτωση στα κίνητρα για εργασία, οικονομική δραστηριότητα και αποταμίευση.
Αντιδράσεις για ΕΝΦΙΑ
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις, καθώς η φορολογία με τον ΕΝΦΙΑ, από φορολογία σε επιμέρους ακίνητα μετατράπηκε σε φορολογία με δημευτικό χαρακτήρα επί της συνολικής ακίνητης περιουσίας. Και αυτό συμβαίνει διότι, πέραν όλων των άλλων, επιδιώκεται να εφαρμοσθεί και σε μια συγκυρία όπου η απόδοση της περιουσίας όχι μόνο συνεχώς μειώνεται αλλά ταυτόχρονα ήδη υπερφορολογείται ενώ μεγάλο μέρος του πλούτου, όπως είναι η ακίνητη περιουσία, είτε δεν έχει απόδοση (για να πληρωθούν οι φόροι) είτε δεν μπορεί καν να ρευστοποιηθεί.
Απαιτείται, συνεπώς, επαναφορά του ΕΝΦΙΑ σε σωστή βάση (φόρος σε επιμέρους ακίνητα) και κατάργηση του 'συμπληρωματικού' φόρου, που είναι και ο μεγάλος ένοχος στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, πέραν των απαλλαγών που έχουν δοθεί στις αγροτικές περιοχές και το γεγονός ότι επιβάλλεται σε αντικειμενικές αξίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις πραγματικές. Ο νόμος όπως είναι δεν επιδέχεται διόρθωση και η λύση δεν είναι, βεβαίως, να αυξηθεί το αφορολόγητο και να μετακυλισθεί η διαφορά στον συμπληρωματικό φόρο.
Η λογική της αναμόρφωσής του νόμου δεν μπορεί να είναι η μετακύλιση φορολογικού βάρους στους γνωστούς «άλλους». Εάν, όμως, δεν δραστηριοποιηθεί και πάλι η αγορά ακινήτων, όπως φαντάζει πλέον πολύ πιθανό, η οικονομία θα αρχίσει να χάνει την δυναμική της και η επερχόμενη ανάκαμψη μπορεί να εκτροχιασθεί. Στην περίπτωση αυτή, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα θα δημιουργήσει τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από την δημευτική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Χρειάζεται, λοιπόν, μεγάλη προσοχή για να μην κλωτσήσουμε την καρδάρα με το γάλα, που την γεμίσαμε με πολύ προσπάθεια και τόσες θυσίες. Η διόρθωση του νόμου δεν μπορεί να γίνει μόνο με προσπάθειες εξωραϊσμού. Αν ο νόμος δεν αλλάξει ουσιαστικά, οι συνέπειες θα είναι καταλυτικές και δυσάρεστες για την ελληνική οικονομία.