Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2024

ΣΕΒ: Μνημονιακά κόλπα για κέρδη Ευρώπης και μισθούς Βουλγαρίας


 

Οι βιομήχανοι προβάλλουν το κόστος στην παραγωγή για να φρενάρουν τον κατώτατο ενώ διαμαρτύρονται για έλλειψη εργατικών χεριών 


Μπήκε ο Φεβρουάριος και ήδη άναψε συζήτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία όπως όλα δείχνουν θα ισχύσει πιθανόν από τον Απρίλιο. Εδώ μπαίνει το «δηλητήριο» που ονομάζεται Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ). Είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας. Σ’ αυτές εντάσσονται και οι 150 εισηγμένες επιχειρήσεις που το 2022 εμφάνισαν κέρδη σε σχέση με το 2021 τουλάχιστον 300% η καθεμία, αλλά και τα διυλιστήρια με κέρδη άνω του 380%, γεγονός που κατέρριψε το αφήγημα Μητσοτάκη ότι για την ακρίβεια φταίει δήθεν η άνοδος των πρώτων υλών λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της ανισορροπίας που είχε προκληθεί στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα από την πανδημία. 

Για άλλη μία φορά, όπως και το 2010, όταν εισερχόμασταν στη μνημονιακή εποχή, οι βιομήχανοι προβάλλουν το εργατικό κόστος στην παραγωγή προϊόντων για να αντισταθούν στην πενιχρή αύξηση της τάξης του 5% που έχει προκρίνει η κυβέρνηση, προκειμένου σε βάθος τετραετίας ο κατώτατος να προσεγγίσει τα 950 ευρώ μεικτά. Οπως προκύπτει από σχετικές πληροφορίες, αντιπροτείνουν αυξήσεις της τάξης του 3-4%, επιχειρηματολογώντας ότι διαφορετικά δήθεν βάλλεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανιών αφού αυξάνεται το μοναδιαίο κόστος εργασίας.

Σαθρή επιχειρηματολογία

Για να διανθίσουν δε αυτήν τη θεώρηση επιχειρηματολογούν ότι τα παραγόμενα προς εξαγωγή προϊόντα επιβαρύνονται τα μέγιστα από το ενεργειακό κόστος ρεύματος αλλά και το μεταφορικό κόστος λόγω της αύξησης των υγρών καυσίμων. Βέβαια σε όλο αυτό επιμένουν ότι δεν χρειάζεται τέτοια αύξηση, δεδομένου ότι εκείνοι έδωσαν αυξήσεις της τάξης του 8-10% σε εξειδικευμένα στελέχη (λες και ο κατώτατος που αφορά τους ανειδίκευτους έχει σχέση με το επιστημονικό προσωπικό). Μάλιστα το πάνε κι ένα βήμα παρακάτω καθώς θέλουν να αποτρέψουν τους εξειδικευμένους μισθωτούς από το να ζητούν μεγαλύτερες αυξήσεις λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού.

Από την άλλη, με θράσος που ξεχειλίζει ζητούν από την κυβέρνηση να πάρει μέτρα (δηλαδή να επιβαρυνθεί ο πολίτης διά των φόρων που πληρώνει) για να ανατραπεί η φυγή προσωπικού στο εξωτερικό (brain drain), που έχει κυρίαρχη – ίσως και μοναδική– αιτία τις χαμηλές αμοιβές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη για τις ίδιες θέσεις. Αυτές ακριβώς οι χαμηλές αμοιβές έχουν δημιουργήσει από το 2010 το φαινόμενο του brain drain.  

Τη χαρακτηριστική βολή στην αγορά εργασίας έδωσε τον Ιούλιο του 2021 η θεσμοθέτηση από τον Κωστή Χατζηδάκη του ελαστικού οκταώρου με τις τσάμπα υπερωρίες έναντι ρεπό, που μείωσε τις ετήσιες αμοιβές κατά 20%. Ετσι, μετά τον Ιούλιο του 2021 έλαβαν τη μορφή τέλειας καταιγίδας οι μαύρες τρύπες σε κλάδους της οικονομίας όπως ο τουρισμός (περισσότερες από 100.000 κενές θέσεις), οι κατασκευές (περί τις 200.000 κενές θέσεις), η αγροτική παραγωγή (περισσότερες από 300.000 οι κενές θέσεις σε εργάτες γης), τα σουπερμάρκετ (περί τις 8.000-10.000) αλλά και στη βιομηχανία (άγνωστος αριθμός κενός θέσεων). Είναι δηλωτική της κατάστασης η επιστολή της προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδας (ΣΒΕ) Λουκίας Σαράντη προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η οποία επισημαίνει ότι το πρώτο βασικό ζήτημα που απασχολεί τη βιομηχανία είναι η αδυναμία εξεύρεσης κατάλληλου προσωπικού!

«Μυρίζει» 2010

Ηταν καλοκαίρι του 2010 όταν ο ΣΕΒ μαζί με την τότε κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου και ενάντια σε όλους τους υπόλοιπους εργοδοτικούς φορείς-κοινωνικούς εταίρους –η σημερινή Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) και η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ)– ξεκίνησαν διά του τότε υπουργού Εργασίας Ανδρέα Λοβέρδου τις περικοπές εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτές γιγαντώθηκαν τον Φεβρουάριο του 2012 από την κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου με υπουργό Εργασίας τον Γιώργο Κουτρουμάνη. Πλέον στο 2023 (αισχροκέρδεια) για άλλους λόγους σε σχέση με το 2010 (μείωση εισοδήματος) έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης σε τέτοιο βαθμό που δημιουργεί φαινόμενα μείωσης του πραγματικού τζίρου των επιχειρήσεων.

Είναι χαρακτηριστικό προς τούτο το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι εμπειρογνώμονες του πάντα έγκυρου Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), το οποίο δεικνύει ότι από το πρώτο τρίμηνο του 2023 κι έπειτα η πραγματική κατανάλωση είναι ουσιαστικά στάσιμη λόγω του κύματος ακρίβειας που διάβρωσε την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Σε μια πραγματική οικονομία όπως η ελληνική, που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση, αυτό φέρνει δραματικές εξελίξεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Για να αλλάξει αυτό θα πρέπει οι αυξήσεις στους μισθούς να είναι τέτοιες που να καλύπτουν την αισχροκέρδεια στα ενδιάμεσα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας. Ωστόσο ο παραγωγός πατάσσεται, με αποτέλεσμα να έχουν βγει στον δρόμο οι αγρότες, και ο καταναλωτής πληρώνει μια υπέρογκη αύξηση τιμών, διότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να κάνει ουσιαστικούς ελέγχους στο όνομα της φορομπηχτικής διά του ΦΠΑ ανάπτυξης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ). 

Η αλήθεια της στατιστικής

Εδώ εισέρχεται η ανάλυση της πραγματικότητας διά των αριθμών. Αξία έχει η σύγκριση με το 2009, προτού η Ελλάδα υποστεί στον ιδιωτικό τομέα τις περικοπές που πρότεινε τότε o ΣΕΒ και προώθησαν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου. Τότε το αφήγημα ήταν ότι η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας θα πυροδοτούσε αφενός μείωση της τιμής των παραγόμενων προϊόντων που θα διατίθεντο στην ελληνική αγορά, αφετέρου έκρηξη εξαγωγών και με αυτό τον τρόπο θα καλυπτόταν η εσωτερική υποτίμηση σε δημόσιο αλλά και ιδιωτικό τομέα που επέφερε τεράστια μείωση της αγοραστικής δύναμης. Τότε οι δυσμενείς συνέπειες ήταν πολυεπίπεδες και η αύξηση των εξαγωγών ήταν αναιμική. Ετσι καταστράφηκε η ελληνική πραγματική οικονομία και οδηγηθήκαμε στο «πνίξιμο» της κοινωνίας.

Ομως πάνω στην καταστροφή της κοινωνίας και της κοινωνικής ασφάλισης κάποιοι κέρδισαν. Αυτοί ήταν οι βιομήχανοι. Σύμφωνα με ανάλυση που δημοσιεύτηκε το 2018 από τον τότε εμπειρογνώμονα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Ηλία Ιωακείμογλου, η πρωτοφανής μείωση μισθών στην ελληνική οικονομία από το 2010 και η μη επένδυση σε πάγιο κεφάλαιο δεν έφεραν αντίστοιχη πτώση στις τιμές των προϊόντων της βιομηχανίας αλλά αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τον Ηλ. Ιωακείμογλου, στην περίπτωση της μεταποιητικής βιομηχανίας και της ευρύτερης βιομηχανίας (εκτός οικοδομών και άλλων κατασκευών) οι εγχώριες τιμές δεν ακολούθησαν τη ραγδαία μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας: συγκεκριμένα στη μεταποίηση η πτώση του δείκτη τιμών την περίοδο 2010-16 δεν υπερέβη το 3%, ενώ η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ανήλθε σε 37,5%.

Για να μιλήσουμε σε απόλυτα νούμερα αναφορικά με τις αμοιβές, το μέσο εισόδημα των εργαζομένων είχε μετρηθεί το 2009 στα 1.420 ευρώ (μεικτά), ενώ μαζί με τις αυξήσεις του 2023 πλέον ο μέσος μισθός ανέρχεται σε 1.038 ευρώ (μεικτά), που σημαίνει μείωση 27% το 2023 σε σχέση με το 2009. 

Οι απώλειες

Αν κάποιος δει τα μεγέθη αυτής της τότε εσωτερικής υποτίμησης, εύκολα φτάνει στο συμπέρασμα ότι η μείωση των μισθών επέφερε ίδια ποσοστιαία μείωση σε όλους τους κλάδους και στο ΑΕΠ (εξαιρουμένων των βιομηχάνων, που πολλαπλασίασαν τα κέρδη τους και τις τιμές των προϊόντων χωρίς να προβούν σε επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου).

G Συνολικά από το 2009 μέχρι το 2014 το οργανωμένο εμπόριο των τροφίμων απώλεσε το 26,1% του τζίρου του. Συγκριμένα, ενώ ο τζίρος το 2009 ανερχόταν σε 11,5 δισ. ευρώ, κατακρημνίστηκε στα 8,5 δισ. ευρώ το 2014. G Στο 20% υπολογίστηκαν οι απώλειες στον όγκο των πωληθέντων για την ένδυση από το 2009 μέχρι και το 2014. Σε απόλυτους αριθμούς από τα 15 δισ. ευρώ μειώθηκε στα 12 δισ. ευρώ. G Απώλειες της τάξης του 30-40% είχε καταγράψει και ο κλάδος της εστίασης μεταξύ 2009 και 2014, καθότι υπολογίζεται ότι από 2,5 δισ. ευρώ συνολικά έσοδα το 2009, εισπράχθηκε από τις επιχειρήσεις 1,8 δισ. ευρώ το 2014.

Την πλήρωσαν το ΑΕΠ και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης

Εκεί που καταγράφηκαν δραματικές απώλειες ήταν στο ασφαλιστικό σύστημα αλλά και το ΑΕΠ. Η μείωση των εισοδημάτων για να κερδίζουν αυξάνοντας τις τιμές οι βιομήχανοι χωρίς να επενδύουν σε πάγιο κεφάλαιο (μηχανήματα κ.λπ.) επέφερε απώλειες της τάξης του 1,15 τρισ. ευρώ από το 2010 έως το 2023. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ageing Working Group (Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Κομισιόν) τα προσδοκώμενα έσοδα της ελληνικής οικονομίας σε αυτά τα 13 έτη θα ανέρχονταν στα 3,7 τρισ. ευρώ. Αντίθετα, τα έσοδά μας ανήλθαν από το 2010 έως το 2023 στα 2,6 τρισ. ευρώ. Οσον αφορά το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αν συνυπολογίσουμε τη μέση μείωση εισοδήματος των εργαζομένων κατά 27%, τη μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 6,9% και την αύξηση της ανεργίας που άγγιξε το 29% μαζί με τη σωρευτική απώλεια 90 δισ. ευρώ στους συνταξιούχους που δεν θα επερχόταν αν δεν είχαμε τη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, τότε οι απώλειες από ασφαλιστικές εισφορές στο διάστημα 2010-23 ανέρχονται στα 122 δισ. ευρώ. 


Τζώρτζης Ρούσσος

=>www.documentonews.gr



Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More