Λίγο πριν την -προβληθείσα ως «αποφασιστική» για τις κυρώσεις στην Τουρκία, που δεν αποφάσιζε η προηγούμενη – Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε το εξής:
«Καμία κύρωση δεν θα κάνει την Τουρκία να συμβιβαστεί ως προς τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Καστελόριζο».
Για όσους δεν προσέχουν τις λεπτομέρειες: η Τουρκία θεωρεί επισήμως «κυριαρχικό της δικαιωμα» την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Ελλάδας στο Καστελόριζο.
Αν σας θυμίζει κάτι, μην το ψάχνετε: τα Ίμια. Κάπως έτσι το 1996 η επιθετική τουρκική διαχείριση μιας -τεχνητής- κρίσης απέδωσε στην Άγκυρα αυτό που επιδίωξε. Ακριβώς επειδή η ελληνική διαχείριση υπήρξε λανθασμένη και αμυντική.
Ο σκοπός τον Τούρκων δεν ήταν ο «πόλεμος», τον οποίο απέτρεψε, όπως πρόβαλε, η νεοπαγής κυβέρνηση Σημίτη, με την υποχωρητικότα που επέδειξε εκείνα τα δραματικά βράδια συν τη συμβολή των Αμερικάνων- που ευχαρίστησε περιδεής ως τότε Πρωθυπουργός ο από το βήμα της Βουλής.
Ήταν το «γκριζάρισμα» της περιοχής. Η ένταση ως πολιτικό εργαλείο, απέδωσε στην Τουρκία, όσα επιδίωξε. Ήτοι, ό,τι συνομολόγησε, η κυβέρνηση Σημίτη πάλι, στη Μαδρίτη και το Ελσίνκι: «διαφορές» «μεταξύ των δυο χωρών και αμοιβαία « ζωτικά συμφέροντα» στο Αιγαίο.
Από ό,τι φαίνεται η ιστορία τείνει να επαναληφθεί στο Καστελόριζο αυτή τη φορά με κυβέρνηση Μητσοτάκη. Για την οποία δεν προλαβαίνει κανείς να μετράει ομοιότητες με την κυβέρνηση Σημίτη, -όταν δεν μετράει τα κοινά πρόσωπα στο υπουργικό Συμβούλιο. Με κορωνίδα πλέον τη δημόσια ευθυγράμμιση του ιδίου του Σημίτη με τον Μητσοτάκη.
Αν λοιπόν για μια φορά ακόμη η σύναξη των Ευρωπαίων ηγετών, αφήσει ατουφέκιστη την Τουρκία, ο Ερντογάν, θα έχει πετύχει τον πραγματικό στόχο του. Που δεν είναι ασφαλώς να προκαλέσει ούτε πόλεμο, ούτε τα «θερμό επεισόδιο», όπως προβάλει η τρέχουσα τουρκολογία.
Είναι να «γκριζάρει» και το Καστελόριζο και κατά επέκταση το Ανατολικό Αιγαίο. Με προοπτική και την κατάργηση της ΑΟΖ Ελλάδας -Κύπρου- αφού δεν θα εφάπτονται οι θάλασσές τους.
Αν το πετύχει θα έχει δυο στα δυο, μέσα σε 25 χρόνια. Και σ’ αυτά να προστεθούν και τα τετελεσμένα της εισβολής την Κύπρο.
Με την ευκαιρία: ο Τούρκος πρόεδρος όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται από τις φραστικές διεθνείς αποδοκιμασίες του, όπως καλλιεργεί η ελληνική κυβέρνηση, αλλά λόγω Κύπρου αποκτά ένα ακόμη όπλο.
Εκτός από τη γεωστρατηγική θέση της, το χαρτί των προσφύγων, τις διμερείς σχέσεις με μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες-, και τα πλήγματα που θα υποστούν αν καταρρεύσει η δική του – -απέκτησε ένα νέο χαρτί, ίσως πιο ισχυρό:
Είναι η απειλή Τατάρ για διχοτόμηση.- προσάρτηση του βορείου τμήματος της Κύπρου. Η κοινοτική Ευρώπη δεν αντέχει να χάσει και άλλο έδαφος, μετά το Brexit.
Στην Αθήνα η κυβέρνηση προτάσσει ότι επικρατεί η πολιτική της και το δίκιο της Ελλάδας, αδυνατώντας να εξηγήσει όμως, πώς θα εξασφαλίσει την ομοφωνία που απαιτεί μια κοινοτική απόφαση για κυρώσεις.
Στις παραμονές της Συνόδου- στην οποία ήδη διαφαίνεται πού πάνε τα πράγματα- κάποιος πρέπει να θέσει τον Πρωθυπουργό προ των ευθυνών του: είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι οι εξελίξεις δεν θα μετατρέψουν στο Καστελόριζο σε Ίμια;
Για να το πετύχει ένας τρόπος υπάρχει. Πριν καθίσει στο τραπέζι των 27 να αποκηρύξει σθεναρά τις φωνές -και από το κόμμα του – που διακινούν τη θεωρία των «διαφορών που θα λυθούν με αμοιβαίες υποχωρήσεις». Αποσύροντας και τις συναφείς δικές του δηλώσεις.
Ουσιαστικά να μεταφέρει στο τραπέζι των Ευρωπαίων αυτό που του συνέστησε δημόσια πριν από ένα χρόνο ο Κώστας Καραμανλής.
«Συστάσεις και προτροπές που μας καλούν τάχα να «λογικευτούμε και να τα βρούμε», πολύ δε περισσότερο πιέσεις φίλων, συμμάχων ή εταίρων, δεν γίνονται δεκτές, αν προσκρούουν στο εθνικό συμφέρον».
Το έχει; Αν όχι θα επιστρέψει πάλι με άδεια χέρια.
Ας ανατρέξουμε στο Βουκουρέστι του 2008. Αν δεν προσέρχεσαι με τοποθέτηση στην οποία συνυπάρχει το δίκιο σου με το βέτο σου, δεν πρόκειται να σε πάρει κανείς στα σοβαρά. Ιδίως όταν κάθεσαι σε ένα τραπέζι με άλλους που σε άκουσαν να λες ότι «οι κυρώσεις είναι για να επαπειλούνται, όχι για να λαμβάνονται».
Αλλά στην ιστορική της διάσταση, η πολιτική ζωή της χώρας δε αρχίζει και τελειώνει με τον σημερινό Πρωθυπουργό. Υπήρξαν και άλλοι πριν από αυτόν και θα ακολουθήσουν άλλοι μετά από αυτόν.
Ο Αλέξης Τσίπρας- προκάτοχος και εν δυνάμει διάδοχος του Μητσοτάκη, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης- οφείλει να του υποδείξει τον δρόμο της ορθής διαπραγμάτευσης για να υπάρχει αποτέλεσμα.
Αφού προηγουμένως αποδοκιμάσει και ο ίδιος τις βαλντένειες φωνές για συμβιβασμό στο δικό του κόμμα. Ο κατευνασμός για την κυβέρνηση έχει μια εξήγηση. Για την αντιπολίτευση καμία.
Toυ Γ. Λακόπουλου
Πηγή: www.anoixtoparathyro.gr