Ανησυχία αλλά και σημαντικά ερωτήματα προκαλεί η εκτόξευση του δείκτη θνησιμότητας των κρουσμάτων στην Ελλάδα, από τον Οκτώβριο κι έπειτα, σχεδόν στο 3%. Το θλιβερό αυτό ρεκόρ μάς κατατάσσει στην κορυφή της Ευρώπης, δημιουργώντας ερωτήματα όχι μόνο για μεγάλη υποδιάγνωση κρουσμάτων, αλλά και για την πραγματική πίεση στο σύστημα υγείας.
των Γιώργου Παπανικολάου και Δημήτρη Καραγιώργου*
Ανησυχία προκαλεί η εκτόξευση του δείκτη θνησιμότητας κρουσμάτων της πανδημίας στην Ελλάδα, το λεγόμενο case fatality rate, που έχει αγγίξει πλέον το 3% κατατάσσοντας τη χώρα μας στην κορυφή ολόκληρης της Ευρώπης, μαζί με χώρες όπως η Βουλγαρία και η Βόρεια Μακεδονία!
Πρόκειται για ποσοστό ραγδαία αυξημένο σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες, που είναι δύσκολο να εξηγηθεί με άλλο τρόπο, πέρα από δύο παράγοντες:
Την υποκαταγραφή κρουσμάτων (λόγω διενέργειας μικρού αναλογικά αριθμού διαγνωστικών τεστ) ή και την πίεση που δέχτηκε το σύστημα υγείας, τις τελευταίες 45 μέρες, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την αύξηση της θνησιμότητας. Πιθανώς να ισχύουν και τα δύο, καθώς τις τελευταίες ημέρες, παρατηρούμε το ασφαλώς ευπρόσδεκτο, αλλά μάλλον παράδοξο φαινόμενο, να μειώνεται ο αριθμός των νεκρών, πολύ ταχύτερα απ ότι μειώνεται ο αριθμός των διασωληνωμένων, ενώ συνήθως συμβαίνει το αντίθετο.
Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι το ποσοστό θνησιμότητας επί των καταγεγραμμένων θανάτων, έχει εκτοξευτεί από 1,63% που ήταν στο πεντάμηνο Ιουλίου-Νοεμβρίου, όταν και πάλι η χώρα μας ήταν στην κορυφή της Ευρώπης, αλλά με ποσοστό που τώρα εμφανίζεται σχεδόν διπλάσιο (στο 3%), κι ότι η διαφορά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, έχει αυξηθεί περαιτέρω.
Ο αναλυτικός πίνακας, είναι αποκαλυπτικός, καθώς δείχνει όχι μόνο ποιες ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται κοντά στην Ελλάδα, (χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Βόρεια Μακεδονία), αλλά και την μεγάλη, έως και ιλιγγιώδη απόσταση που μας χωρίζει από τις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα εμφανίζει θνησιμότητα επί των διαγνωσμένων κρουσμάτων (2,98%) μεγαλύτερη κατά πάνω από 50%, σε σχέση με την Ιταλία (ποσοστό 1,86%) για το διάστημα από την αρχή του Οκτωβρίου ως την 13η Δεκεμβρίου, 80% πάνω από την Ισπανία (1,64%), υπερδιπλάσιο από την Πορτογαλία (1,3%) και δυόμιση φορές πάνω από τη Γερμανία (1,19%)! Κι αυτό σε μια περίοδο έξαρσης της πανδημίας, σε όλες τις προαναφερόμενες χώρες.
Φταίει η γήρανση του πληθυσμού;
Προσπαθήσαμε να δούμε εάν αυτά τα ποσοστά συνδέονται ισχυρά με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια από τις πιο γερασμένες χώρες της Ευρώπης, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να προκύπτει. Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η κατάταξη των ευρωπαϊκών κρατών με βάση το ποσοστό του πληθυσμού, που έχει ηλικία άνω των 65 ετών.
Συσχετίζοντας τον με τις χώρες που έχουν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας, δεν προκύπτει ισχυρή συσχέτιση, καθώς χώρες με νεανικό πληθυσμό, όπως η Βόρεια Μακεδονία, η Ρουμανία και η Πολωνία, φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις της θνησιμότητας, αντίθετα με χώρες γηρασμένες, όπως η Γερμανία και η Πορτογαλία, ή και το Βέλγιο, (το οποίο έχει κατηγορηθεί από τη Διεθνή Αμνηστία ότι αδιαφόρησε για τις δομές ηλικιωμένων) βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερες θέσεις στην κατάταξη.
Υψηλή συσχέτιση με την επάρκεια των διαγνωστικών τεστ
Αντίθετα, πολύ ισχυρή συσχέτιση, εμφανίζει ο υψηλός δείκτης θνησιμότητας επί των κρουσμάτων, με την συγκριτική κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών, με βάση τα διαγνωστικά τεστ που πραγματοποιούν, όπως και φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα που προέρχεται από επεξεργασία στοιχείων του Worldometers.org για το διάστημα Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου έως σήμερα (δυστυχώς δεν έχουμε στοιχεία από την αρχή του Οκτωβρίου), καθώς ο ECDC δεν παρέχει στοιχεία για τους διαγνωστικούς ελέγχους:
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα εμφανίζεται πλέον στην 37η θέση της πανευρωπαϊκής κατάταξης, κι ότι ανάμεσα στις χώρες που είναι σε ακόμη χαμηλότερη θέση, είναι όλες εκείνες που βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις του ποσοστού θνησιμότητας, Βοσνία, Βουλγαρία, Πολωνία, Βόρεια Μακεδονία, Πολωνία, με μόνη σχετική «παραφωνία» την Ουγγαρία, που βρίσκεται στην 27η θέση στην κατάταξη των τεστ ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Τι έχουν να πουν οι ειδικοί επιστήμονες και οι αρμόδιοι των υπουργείων;
Προφανώς η ενδελεχής μελέτη αυτών των στοιχείων, εκφεύγει της ικανότητας μιας δημοσιογραφικής ομάδας, κι ανήκει στο αντικείμενο των ειδικών επιστημόνων, που όμως έως στιγμής δεν έχουν τοποθετηθεί δημόσια για αυτό το θέμα.
Πέρα από τις κατά καιρούς σποραδικές και γενικόλογες δηλώσεις επιστημόνων, ότι «πρέπει να γίνονται περισσότερα τεστ» ουδείς έχει πάρει ανοικτά θέση για το εάν αυτό δυσχεραίνει και πόσο την επιδημιολογική επιτήρηση, (αλλά και την ιχνηλάτιση ασυμπτωματικών κρουσμάτων) ενώ καμία αναφορά δεν έχει γίνει -παρότι τρεις φορές εβδομαδιαία γίνεται ειδική ενημέρωση για την πανδημία- στο πολύ υψηλό case fatality rate που έχουμε θίξει με τα δημοσιεύματα μας, ούτε βεβαίως στο εάν το ποσοστό αυτό αυξήθηκε και πόσο μέσα από την πρωτοφανή πίεση στο σύστημα υγείας.
Με τη χώρα να διανύει το δεύτερο μεγάλο lockdown, η τελική διάρκεια του οποίου παραμένει άγνωστη, με τις εκατόμβες νεκρών που δυστυχώς συνεχίζονται, έστω και με μειωμένη ένταση, αλλά και με το ενδεχόμενο νέων περιοριστικών μέτρων, μέσα στους χειμερινούς μήνες που θα αυξήσουν περαιτέρω τις ήδη πρωτοφανείς οικονομικές συνέπειες, πρόκειται για ερωτήματα πραγματικά «καυτά», που ζητούν άμεσα απαντήσεις!
* Ο Γ. Παπανικολάου είναι διευθυντής του Euro2day.gr και ο Δ. Καραγιώργος Διευθυντής Σύνταξης του Iatronet.gr.
Dec 15, 2020