Η εικόνα της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς όπως αποτυπώνεται σε μελέτες
του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων
(ΙΝΣΕΤΕ) και της PwC. Οι επιχειρήσεις «ζόμπι», οι χρυσοφόρες επενδύσεις
στις Κυκλάδες και οι γκρίζες ζώνες.
Στο μικρόκοσμο του ελληνικού τουρισμού ο χώρος των ξενοδοχείων θα μπορούσε, κάλλιστα, να θεωρηθεί μια μικρή «αυλή των θαυμάτων».
Σ’ αυτήν βρίσκει κανείς σχεδόν τα πάντα. Από ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες τρόμου μέχρι «ζόμπι» και χρυσοφόρες Σταχτοπούτες. Μια ολόκληρη στρατιά από φιγούρες (σ.σ επιχειρήσεις) οι περισσότερες από τις οποίες εμφανίζονται να ζουν για το σήμερα και να επιβιώνουν χωρίς καλά καλά να γνωρίζουν πώς.
Οι μελέτες του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) και της PricewaterhouseCoopers (PwC) για το παρόν και το μέλλον των ελληνικών ξενοδοχείων οι οποίες παρουσιάστηκαν την περασμένη εβδομάδα, αποτυπώνουν ακριβώς εικόνες ενός μικρόκοσμου που παραπέμπει ευθέως σε μια αυλή θαυμάτων.
Το πρώτο θαύμα αφορά στα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Ενός κλάδου που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του ελληνικού τουρισμού ο οποίος αναδείχθηκε σε κύρια πηγή εσόδων της χώρας εν μέσω περιόδου Μνημονίων και από το 2013 καταγράφει διαδοχικά ρεκόρ ξένων επισκεπτών και εισπράξεων. Ε, λοιπόν, οι μελετητές κατάφεραν να συγκεντρώσουν 1.451 ισολογισμούς που συνδέονται με 1.545 ξενοδοχεία (ΙΝΣΕΤΕ) και ισολογισμούς από 1.258 ξενοδοχεία η PwC. Κι αυτούς με στοιχεία του 2015 αφού υπήρχαν εταιρείες που έχουν δημοσιεύσει ισολογισμούς του 2016 και 2017, αλλά δεν επαρκούσαν για να συγκροτηθεί ένα αξιόπιστο δείγμα. Κι αυτό καθώς πολλές Α.Ε του κλάδου αξιοποιούν τη δυνατότητα που έχουν να μην δημοσιεύσουν στοιχεία καταβάλλοντας το σχετικό πρόστιμο (150 ευρώ).
Αναπόφευκτα, οι μελέτες δεν ενσωματώνουν τα στοιχεία των επιχειρήσεων από την τριετία νέας τουριστικής έκρηξης (2016-2018). Περίοδο κατά την οποία οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατέγραψαν νέα μεγάλη άνοδο με προφανείς ωφελημένες και τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Ενδεικτικό των πρόσθετων εσόδων είναι το γεγονός πως κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν από 11,7 δισ. ευρώ το εννεάμηνο του 2016 σε 13 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2017 και 14,2 δισ. ευρώ φέτος. Επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ, δηλαδή, σε τρία χρόνια και μόνο για το εννεάμηνο.
Το κενό (από διαθέσιμα στοιχεία) «κουτί» της τριετίας 2016-2018 μπορεί να αποδειχθεί μαγικό καπέλο αφού κανείς δεν ξέρει τι θα ξεπηδήσει μέσα από αυτό…
Μια εικόνα, ωστόσο, που δεν είναι διόλου «μαγική» είναι αυτή που αποτυπώνει την κατανομή των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων σε όλη τη χώρα καθώς και την οικονομική δραστηριότητα που αντιπροσωπεύουν.
Σύμφωνα με τη μελέτη της PwC, το 77% του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας συγκεντρώνεται σε μόλις πέντε κύριους προορισμούς: Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Ιόνια νησιά, Κεντρική Μακεδονία, Αττική. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δύο δημοφιλέστεροι προορισμοί της χώρας συγκεντρώνουν το 37,5% των ξενοδοχείων και σχεδόν τις μισές (47,1%) διαθέσιμες κλίνες όλης της χώρας.
Λαγούς από τα καπέλα τους, την ίδια στιγμή, εμφανίζονται πως βγάζουν οι ιδιοκτήτες ξενοδοχείων τεσσάρων και πέντε αστέρων. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ οι συγκεκριμένες κατηγορίες ξενοδοχείων αντιπροσωπεύουν το 46% της συνολικής δυναμικότητας της Ελλάδας (18% των δωματίων οι μονάδες 5 αστέρων και 28% τα ξενοδοχεία 4 αστέρων) αλλά κατάφεραν το 2015 να αποσπάσουν το 69% του κύκλου εργασιών των ξενοδοχείων (του δείγματος) και το 71% των κερδών προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (ΚΠΦΤΑ).
Για το πώς έφτασαν τα ξενοδοχεία τεσσάρων και πέντε αστέρων να αντιπροσωπεύουν το μισό δυναμικό της χώρας και τι σχέση έχει αυτό με ορθολογική ανάπτυξη της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς πιθανότατα θα χρειαστούμε τις γνώσεις του... Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ. Σύμφωνα με μια πιο πεζή ερμηνεία, για το αποτέλεσμα αυτό ευθύνονται οι αναπτυξιακοί νόμοι που πρόσφεραν αφειδώς δωρεάν χρήμα (επιδοτήσεις) για τη δημιουργία τέτοιων μονάδων με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον Α.Ν του 2005 που οδήγησε σε έκρηξη δημιουργίας νέων πεντάστερων ξενοδοχείων, ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα.
Οι δαπανηρές επενδύσεις σε Κρήτη, Δωδεκάνησα και Πελοπόννησο αποδείχθηκαν πολύ λιγότερο αποδοτικές από τις μικρές ξενοδοχειακές μονάδες των Κυκλάδων που εξελίχθηκαν σε χρυσοφόρες «Σταχτοπούτες» του Αιγαίου. Κι αυτό καθώς με σχετικά χαμηλά πάγια κατάφεραν να αποσπούν μεγάλο μερίδιο του τζίρου.
Από τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ προκύπτει, χαρακτηριστικά, πως τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων των Κυκλάδων έχουν τον υψηλότερο κύκλο εργασιών ανά δωμάτιο (52,4 χιλ. ευρώ), τα υψηλότερα κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων (38%)και κέρδη προ φόρων (23%) ως ποσοστό επί των εσόδων.
Τις χρυσοφόρες μικρές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις-Σταχτοπούτες των Κυκλάδων φωτογραφίζει ως τις πιο αποδοτικές και η μελέτη της PwC. Όπως αναφέρεται σε πίνακα με τις αποδόσεις των επενδύσεων (ReturnOnInvestment, ROI) στις περιφέρειες της χώρας, η μέση απόδοση στο Νότιο Αιγαίο είναι 20% όταν η αντίστοιχη απόδοση μιας επένδυσης στην Πελοπόννησο είναι 11%, στην Κρήτη 9%, στο Ιόνιο 8%, στην Αττική 7% και στην Κεντρική Μακεδονία 5%.
Οι πιο λαμπερές ανάμεσα στις Σταχτοπούτες των Κυκλάδων, αναδεικνύονται οι μικρές ξενοδοχειακές μονάδες 3* οι οποίες επιτυγχάνουν μέση απόδοση επένδυσης 67%! Στα μικρά ξενοδοχεία 4* των Κυκλάδων η απόδοση της επένδυσης (ROI) φθάνει το 30% ενώ στις μονάδες 5* είναι 20% και στα μικρά ξενοδοχεία 2* 15%.
Στην ξενοδοχειακή «Αυλή των Θαυμάτων» που αναδύεται από τα στοιχεία των δύο μελετών βρήκαν χώρο και τα «ζόμπι».Έτσι χαρακτηρίζει η PwC τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις με χαμηλά έσοδα, μηδενική ή αρνητική κερδοφορία μη βιώσιμο χρέος.
Σύμφωνα με την PwC, από τα οικονομικά στοιχεία 2015 των 1.258 ξενοδοχειακών επιχειρήσεων που εξέτασε, μία στις τέσσερις (290) χαρακτηρίστηκε «ζόμπι». Οι συγκεκριμένες εταιρείες αντιπροσώπευαν το 22% των συνολικών εσόδων των εταιρειών που εξετάστηκαν, το 8% του EBITDAενώ «κουβαλούσαν» το 51% του συνολικού δανεισμού και απασχολούσαν το 34% του συνόλου των εργαζομένων.
Σχεδόν τα μισά ξενοδοχεία του δείγματος (549) χαρακτηρίζονταν «stars» έχοντας συστηματική αύξηση εσόδων και κερδών αλλά και βιώσιμο χρέος. Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το 44% των εσόδων, το 56% της κερδοφορίας (EBITDA), το 19% των δανείων ενώ απασχολούσαν έναν στους τέσσερις εργαζόμενους (28%) του δείγματος εταιρειών.
Το 1/3 των ξενοδοχείων (410) κατατάχθηκε από την PwC σε μια ενδιάμεση «γκρίζα» κατηγορία (grey) στην οποία περιλαμβάνονται ξενοδοχειακες εταιρείες οι οποίες μπορούν να εξελιχθούν σε «stars» ή να γίνουν «ζόμπι».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της PwC ζόμπι ήταν το 18% των ξενοδοχείων 2* που εξετάστηκαν, το 20% των μονάδων 3*, το 23% των ξενοδοχείων 4* και το 28% των μονάδων πολυτελείας.
Πώς έφτασαν μισές επιχειρήσεις του πιο κερδοφόρου τομέα της ελληνικής οικονομίας να σχοινοβατούν σε μια ακροβασία τρόμου είναι ένα ερώτημα με περισσότερες από μια απαντήσεις.
Ο δ/νων σύμβουλος της Eurobank Φ.Καραβίας δεν αρνήθηκε τις ευθύνες των τραπεζών στη χρηματοδότηση επενδύσεων χωρίς επαρκή τεκμηρίωση ενός βιώσιμου business plan.
Ταυτόχρονα έδειξε προς τους ξενοδόχους για την κατάσταση αρκετών επιχειρήσεων του κλάδου. Σε συζήτηση που ακολούθησε την παρουσίαση των δύο μελετών (ΙΝΣΕΤΕ, PwC), απαντώντας σε ερώτηση του Euro2day.gr έκανε λόγο για φαινόμενα κακοδιαχείρισης και για χρήματα (των δανείων) που δεν μπήκαν στο σύνολό τους στις επιχειρήσεις αλλά ακολούθησαν άλλους δρόμους.
Παναγιώτης Δ. Υφαντής
ifandis@euro2day.gr
Πηγή: euro2day.gr - Nov 27, 2018
Στο μικρόκοσμο του ελληνικού τουρισμού ο χώρος των ξενοδοχείων θα μπορούσε, κάλλιστα, να θεωρηθεί μια μικρή «αυλή των θαυμάτων».
Σ’ αυτήν βρίσκει κανείς σχεδόν τα πάντα. Από ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες τρόμου μέχρι «ζόμπι» και χρυσοφόρες Σταχτοπούτες. Μια ολόκληρη στρατιά από φιγούρες (σ.σ επιχειρήσεις) οι περισσότερες από τις οποίες εμφανίζονται να ζουν για το σήμερα και να επιβιώνουν χωρίς καλά καλά να γνωρίζουν πώς.
Οι μελέτες του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) και της PricewaterhouseCoopers (PwC) για το παρόν και το μέλλον των ελληνικών ξενοδοχείων οι οποίες παρουσιάστηκαν την περασμένη εβδομάδα, αποτυπώνουν ακριβώς εικόνες ενός μικρόκοσμου που παραπέμπει ευθέως σε μια αυλή θαυμάτων.
Το πρώτο θαύμα αφορά στα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Ενός κλάδου που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του ελληνικού τουρισμού ο οποίος αναδείχθηκε σε κύρια πηγή εσόδων της χώρας εν μέσω περιόδου Μνημονίων και από το 2013 καταγράφει διαδοχικά ρεκόρ ξένων επισκεπτών και εισπράξεων. Ε, λοιπόν, οι μελετητές κατάφεραν να συγκεντρώσουν 1.451 ισολογισμούς που συνδέονται με 1.545 ξενοδοχεία (ΙΝΣΕΤΕ) και ισολογισμούς από 1.258 ξενοδοχεία η PwC. Κι αυτούς με στοιχεία του 2015 αφού υπήρχαν εταιρείες που έχουν δημοσιεύσει ισολογισμούς του 2016 και 2017, αλλά δεν επαρκούσαν για να συγκροτηθεί ένα αξιόπιστο δείγμα. Κι αυτό καθώς πολλές Α.Ε του κλάδου αξιοποιούν τη δυνατότητα που έχουν να μην δημοσιεύσουν στοιχεία καταβάλλοντας το σχετικό πρόστιμο (150 ευρώ).
Αναπόφευκτα, οι μελέτες δεν ενσωματώνουν τα στοιχεία των επιχειρήσεων από την τριετία νέας τουριστικής έκρηξης (2016-2018). Περίοδο κατά την οποία οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατέγραψαν νέα μεγάλη άνοδο με προφανείς ωφελημένες και τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Ενδεικτικό των πρόσθετων εσόδων είναι το γεγονός πως κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν από 11,7 δισ. ευρώ το εννεάμηνο του 2016 σε 13 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2017 και 14,2 δισ. ευρώ φέτος. Επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ, δηλαδή, σε τρία χρόνια και μόνο για το εννεάμηνο.
Το κενό (από διαθέσιμα στοιχεία) «κουτί» της τριετίας 2016-2018 μπορεί να αποδειχθεί μαγικό καπέλο αφού κανείς δεν ξέρει τι θα ξεπηδήσει μέσα από αυτό…
Μια εικόνα, ωστόσο, που δεν είναι διόλου «μαγική» είναι αυτή που αποτυπώνει την κατανομή των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων σε όλη τη χώρα καθώς και την οικονομική δραστηριότητα που αντιπροσωπεύουν.
Σύμφωνα με τη μελέτη της PwC, το 77% του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας συγκεντρώνεται σε μόλις πέντε κύριους προορισμούς: Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Ιόνια νησιά, Κεντρική Μακεδονία, Αττική. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δύο δημοφιλέστεροι προορισμοί της χώρας συγκεντρώνουν το 37,5% των ξενοδοχείων και σχεδόν τις μισές (47,1%) διαθέσιμες κλίνες όλης της χώρας.
Λαγούς από τα καπέλα τους, την ίδια στιγμή, εμφανίζονται πως βγάζουν οι ιδιοκτήτες ξενοδοχείων τεσσάρων και πέντε αστέρων. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ οι συγκεκριμένες κατηγορίες ξενοδοχείων αντιπροσωπεύουν το 46% της συνολικής δυναμικότητας της Ελλάδας (18% των δωματίων οι μονάδες 5 αστέρων και 28% τα ξενοδοχεία 4 αστέρων) αλλά κατάφεραν το 2015 να αποσπάσουν το 69% του κύκλου εργασιών των ξενοδοχείων (του δείγματος) και το 71% των κερδών προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (ΚΠΦΤΑ).
Για το πώς έφτασαν τα ξενοδοχεία τεσσάρων και πέντε αστέρων να αντιπροσωπεύουν το μισό δυναμικό της χώρας και τι σχέση έχει αυτό με ορθολογική ανάπτυξη της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς πιθανότατα θα χρειαστούμε τις γνώσεις του... Ντέϊβιντ Κόπερφιλντ. Σύμφωνα με μια πιο πεζή ερμηνεία, για το αποτέλεσμα αυτό ευθύνονται οι αναπτυξιακοί νόμοι που πρόσφεραν αφειδώς δωρεάν χρήμα (επιδοτήσεις) για τη δημιουργία τέτοιων μονάδων με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον Α.Ν του 2005 που οδήγησε σε έκρηξη δημιουργίας νέων πεντάστερων ξενοδοχείων, ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα.
Οι δαπανηρές επενδύσεις σε Κρήτη, Δωδεκάνησα και Πελοπόννησο αποδείχθηκαν πολύ λιγότερο αποδοτικές από τις μικρές ξενοδοχειακές μονάδες των Κυκλάδων που εξελίχθηκαν σε χρυσοφόρες «Σταχτοπούτες» του Αιγαίου. Κι αυτό καθώς με σχετικά χαμηλά πάγια κατάφεραν να αποσπούν μεγάλο μερίδιο του τζίρου.
Από τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ προκύπτει, χαρακτηριστικά, πως τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων των Κυκλάδων έχουν τον υψηλότερο κύκλο εργασιών ανά δωμάτιο (52,4 χιλ. ευρώ), τα υψηλότερα κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων (38%)και κέρδη προ φόρων (23%) ως ποσοστό επί των εσόδων.
Τις χρυσοφόρες μικρές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις-Σταχτοπούτες των Κυκλάδων φωτογραφίζει ως τις πιο αποδοτικές και η μελέτη της PwC. Όπως αναφέρεται σε πίνακα με τις αποδόσεις των επενδύσεων (ReturnOnInvestment, ROI) στις περιφέρειες της χώρας, η μέση απόδοση στο Νότιο Αιγαίο είναι 20% όταν η αντίστοιχη απόδοση μιας επένδυσης στην Πελοπόννησο είναι 11%, στην Κρήτη 9%, στο Ιόνιο 8%, στην Αττική 7% και στην Κεντρική Μακεδονία 5%.
Οι πιο λαμπερές ανάμεσα στις Σταχτοπούτες των Κυκλάδων, αναδεικνύονται οι μικρές ξενοδοχειακές μονάδες 3* οι οποίες επιτυγχάνουν μέση απόδοση επένδυσης 67%! Στα μικρά ξενοδοχεία 4* των Κυκλάδων η απόδοση της επένδυσης (ROI) φθάνει το 30% ενώ στις μονάδες 5* είναι 20% και στα μικρά ξενοδοχεία 2* 15%.
Στην ξενοδοχειακή «Αυλή των Θαυμάτων» που αναδύεται από τα στοιχεία των δύο μελετών βρήκαν χώρο και τα «ζόμπι».Έτσι χαρακτηρίζει η PwC τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις με χαμηλά έσοδα, μηδενική ή αρνητική κερδοφορία μη βιώσιμο χρέος.
Σύμφωνα με την PwC, από τα οικονομικά στοιχεία 2015 των 1.258 ξενοδοχειακών επιχειρήσεων που εξέτασε, μία στις τέσσερις (290) χαρακτηρίστηκε «ζόμπι». Οι συγκεκριμένες εταιρείες αντιπροσώπευαν το 22% των συνολικών εσόδων των εταιρειών που εξετάστηκαν, το 8% του EBITDAενώ «κουβαλούσαν» το 51% του συνολικού δανεισμού και απασχολούσαν το 34% του συνόλου των εργαζομένων.
Σχεδόν τα μισά ξενοδοχεία του δείγματος (549) χαρακτηρίζονταν «stars» έχοντας συστηματική αύξηση εσόδων και κερδών αλλά και βιώσιμο χρέος. Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το 44% των εσόδων, το 56% της κερδοφορίας (EBITDA), το 19% των δανείων ενώ απασχολούσαν έναν στους τέσσερις εργαζόμενους (28%) του δείγματος εταιρειών.
Το 1/3 των ξενοδοχείων (410) κατατάχθηκε από την PwC σε μια ενδιάμεση «γκρίζα» κατηγορία (grey) στην οποία περιλαμβάνονται ξενοδοχειακες εταιρείες οι οποίες μπορούν να εξελιχθούν σε «stars» ή να γίνουν «ζόμπι».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της PwC ζόμπι ήταν το 18% των ξενοδοχείων 2* που εξετάστηκαν, το 20% των μονάδων 3*, το 23% των ξενοδοχείων 4* και το 28% των μονάδων πολυτελείας.
Πώς έφτασαν μισές επιχειρήσεις του πιο κερδοφόρου τομέα της ελληνικής οικονομίας να σχοινοβατούν σε μια ακροβασία τρόμου είναι ένα ερώτημα με περισσότερες από μια απαντήσεις.
Ο δ/νων σύμβουλος της Eurobank Φ.Καραβίας δεν αρνήθηκε τις ευθύνες των τραπεζών στη χρηματοδότηση επενδύσεων χωρίς επαρκή τεκμηρίωση ενός βιώσιμου business plan.
Ταυτόχρονα έδειξε προς τους ξενοδόχους για την κατάσταση αρκετών επιχειρήσεων του κλάδου. Σε συζήτηση που ακολούθησε την παρουσίαση των δύο μελετών (ΙΝΣΕΤΕ, PwC), απαντώντας σε ερώτηση του Euro2day.gr έκανε λόγο για φαινόμενα κακοδιαχείρισης και για χρήματα (των δανείων) που δεν μπήκαν στο σύνολό τους στις επιχειρήσεις αλλά ακολούθησαν άλλους δρόμους.
Παναγιώτης Δ. Υφαντής
ifandis@euro2day.gr
Πηγή: euro2day.gr - Nov 27, 2018