Της Χρύσας Κακατσάκη -
Όταν οι εθνικές καρπαζιές, χρόνια τώρα, διαδέχονται η μία την άλλη, τότε παίρνεις μολύβι και χαρτί και κάνεις ταμείο.
Άλλωστε, η θερινή ραστώνη σου δίνει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να παρατηρήσεις ανθρώπινα και φυσικά τοπία, νοοτροπίες και συμπεριφορές, ιδιωτικά βίτσια που έγιναν δημόσιες αρετές και τούμπαλιν. Παραθεριστές που κουβαλούν παραμάσχαλα τους εθισμούς της πόλης καθώς και αποφόρια από την εποχή της ευμάρειας που κυκλοφορούν ακόμα, δίπλα στα κουρέλια της κρίσης. Μέσα σ’ όλα αυτά η απάντηση στο – όχι και τόσο αθώο τελικά- παιδικό τραγουδάκι «τι είναι η πατρίδα μας», φαντάζει ολοένα και πιο υποκειμενική.
Η δική μου πάντως Ελλάδα είναι ζυμωμένη με μια εσάνς εξιδανίκευσης και μια τζούρα πίκρας. Ισορροπεί σαν ακροβάτης ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση και ακούει βερεσέ αυτούς που με τόση ευκολία ξεστομίζουν εκείνο το απόλυτο και κατηγορηματικό «ανήκομεν». Μυρίζει Καβάφη, αποδημίες και μεταναστεύσεις, απελευθερωτική εξωστρέφεια και όχι κλειστοφοβικά σύνδρομα. Στη δική μου Ελλάδα το ζεϊμπέκικο το χορεύουν μόνο άντρες, σκυφτοί, σε μια συνομιλία με τα έγκατα των συσσωρευμένων ερωτικών νταλκάδων και όχι φιγουρατζήδες με απωθημένα μπαλαρίνας για να εισπράττουν παλαμάκια. Έχει σουβλατζίδικα και όχι souvlakerie. Μερακλώνει με τις πενιές του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη και όχι με τα σκυλάδικα. Στους δρόμους της βαδίζει αλά μπρατσέτα ο Μέγας Ανατολικός του Εμπειρίκου και ο Μεγάλος Ερωτικός του Χατζιδάκι. Τις αρχαιότητες τις φροντίζει με μητρική στοργή ο σαλός από την Ελευσίνα στην «Αγέλαστο Πέτρα» του Κουτσαφτή και όχι οι τα φαιά φορούντες και περί ηθικής λαλούντες. Περιλαμβάνει στα λεξικά της τις αμετάφραστες λέξεις της λεβεντιάς και του φιλότιμου και στη δισκοθήκη της την περηφάνια στη φωνή του Μπιθικώτση, το λυγμό του Καζαντζίδη, την οικουμενικότητα του Μίκη και τους καλαματιανούς του Σκαλκώτα. Η ποίηση βρίσκει την καλή και τη γλυκιά της ώρα στις κρητικές μαντινάδες, στα ηπειρώτικα μοιρολόγια και στους νησιώτικους μπάλους. Κάπου εκεί εκφράζεται και μια από τις πιο αρχέγονες μορφές συλλογικότητας με το πάνδημο πένθος και το ομαδικό ξεφάντωμα των πανηγυριών.
Η δική μου Ελλάδα πόρρω απέχει από τη γραφικότητα των τουριστικών καρτ ποστάλ με τους βασιλικούς στα παραθύρια, τις ασβεστωμένες αυλές και τα ερημικά ξωκλήσια. Δεν στέκεται στη γαλάζια κουνουπιέρα του ουρανού ούτε στα καλοσιδερωμένα σεντόνια της θάλασσας. Φυλάσσει στις θυρίδες της μνήμης τα παραπήγματα των εξόριστων στα ξερονήσια. H πυξίδα σημαδεύει μονίμως την Ιθάκη και όχι τη Μύκονο. Μειδιά στις γελοιογραφίες του Μποστ και του Αρκά και ανασαίνει στις ώχρες του Κόντογλου και στις γεωμετρίες του Μόραλη. Έχει στα καφενεία της ψάθινες καρέκλες και όχι πλαστικές και στα τραπεζάκια τους κελαρύζουν ισοβίως τα ζάρια του ταβλιού, στα διαλείμματα πολιτικών τσακωμών ανάμεσα σε τρικουπικούς και δηληγιαννικούς, βενιζελικούς και φιλοβασιλικούς, μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς. Λίγο πιο κάτω, στις λαϊκές της αγορές πουλάνε ευωδιαστά λεμόνια από τη Λακωνία και όχι κίτρινα λουστραρισμένα μπαλονάκια από την Αργεντινή. Η δική μου Ελλάδα φυλάσσει στο σεντούκι με τα προικιά της την τσαχπινιά στο βλέμμα του Καραγκιόζη και όχι τις κωλοτούμπες του Χατζατζάρη και στο κελάρι της κρασί από τα πιθάρια του Μίνωα. Ταυτίζεται, δηλαδή, με την αναζήτηση της ελληνικότητας, όπως την οραματίστηκε η γενιά του ‘30. Όχι σαν μια ηδονική αυταπάτη ή απλά ένα πνευματικό αντίβαρο στην καταβαράθρωση της Μεγάλης Ιδέας, αλλά σαν τη σωστή κίνηση ενός ψύχραιμου ναυαγού που πιάστηκε από τη σανίδα της τέχνης και του πολιτισμού για να βγει στη στεριά.
Στην άλλη όψη του νομίσματος, βρίσκεται εκείνη του ρεαλισμού. Γεννηθήτω τόπος με αετόμορφα ψηλά βουνά, θαλασσοφαγωμένους βράχους και ακατάλυτο φως, είπε ο Θεός. Και εγένετο Ελλάδα. Τσιμέντο να γίνει, αποφάσισε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και τσιμέντο έγινε. Γεννηθήτω μεζονέτα, πρόσταξε ο νεοπλουτισμός και εγένετο μεζονέτα. Με δανεικά βεβαίως βεβαίως. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι Ευρωπαίοι άρχισαν να μας παίρνουν στα σοβαρά το 1824, όταν μας έδωσαν το πρώτο δάνειο οι Εγγλέζοι. Μόνο που προσωπικά δεν ξέρω κανέναν Έλληνα πολιτικό (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) ο οποίος να έχει ιδιαίτερη κλίση στη σοβαρότητα. Έκτοτε, στο σώμα αυτής της χώρας ασέλγησαν κατά συρροήν και ασυστόλως Άγγλοι, Γάλλοι Πορτογάλοι, εγχώριοι αετονύχηδες και διεθνή αρπακτικά. Μια χώρα- Μήδεια και αυτή από τη μεριά της, που όμως δεν έχει καν το κουράγιο να σκοτώσει τα παιδιά της μια κι έξω, αλλά τα ροκανίζει αργά και βασανιστικά. Και κώνειο κερνάει.. έτσι για να τηρείται η παράδοση με τον Σωκράτη. Προβάλλει σε σινεμασκόπ την ταινία «Ο κλέψας του κλέψαντος». Πρώτη αυτή κλέβει τους πολίτες, μετά οι πολίτες ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί το παγκάρι. Σε απόσταση αναπνοής τα βάθρα από τα βάραθρα, η φουστανέλα από τον Αρμάνι, οι θυμικές καταιγίδες από τις ναυαγοσωστικές προθέσεις, ο οίστρος της ζωής από τον φόβο του θανάτου.
Έχει όμως και άλλα «αξιοθέατα». Τη Λερναία Ύδρα της γραφειοκρατίας, μια διαχρονικά χαίνουσα πληγή, που απομυζά κάθε ικμάδα αντοχής στο παράλογο. Τα δένδρα που πληγώναμε στις Σκουριές και στα καμένα δάση. Τα μετάλλια αυτών που στέκονται στις ουρές των νοσοκομείων για ένα ράντσο. Τα κορνιζαρισμένα πτυχία των νέων στην αχανή γκαλερί της ανεργίας. Ακόμη και το αρχαίο της παρελθόν το καπηλεύεται με τους όρους του πιο άθλιου μάρκετινγκ. Σαν μια ακάλυπτη επιταγή που σχεδόν τίποτα δεν κράτησε από την παρακαταθήκη των ένδοξων προγόνων. Η αξιοκρατία, για την οποία μιλούσε ο Περικλής στον «Επιτάφιο», αντικαταστάθηκε από τη δικτατορία των μετρίων, οι δημοκρατικοί θεσμοί που υπήρξαν η πεμπτουσία της πόλης- κράτους μετατράπηκαν σε κενά νοήματος και από τα παραθυράκια του νόμου τρυπώνει ο τυχοδιωκτισμός, οι αρπαχτές, η διαφθορά και η προχειρότητα. Πουθενά η Τίσις και η Νέμεσις για να τιμωρηθούν εκείνοι που επράξαν το κακό. Κι όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι και αδυνατεί να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της, τότε καιροφυλακτεί με περισσή αδημονία ώστε να καρπωθεί κάποια καλλιτεχνική ή αθλητική διάκριση που θα της φέρουν για πεσκέσι τα τέκνα της από το εξωτερικό. Ποτέ δεν βοήθησε τους πολίτες της να ξεπεράσουν αυτό το δεινό οξύμωρο ανάμεσα στην αγάπη για την πατρίδα και την απέχθεια προς το κράτος.
Ποια Πυθία, λοιπόν, θα μας πει αν στο φυλετικό αίνιγμα αυτού του τόπου υπερτερεί το ανάδελφο έθνος ή η ιστορική φάρσα. Όσο στη βυζαντινή αντιφωνία ο αριστερός ψάλτης Γ. Ρίτσος βροντοφωνάζει «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις» τόσο δεξιός Γ. Σεφέρης ψιθυρίζει «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Πάνω εκεί ωστόσο, να σου πετιέται το DΝΑ του διονυσιασμού, που καταπίνει τις πίκρες και τις αδικίες και στα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα αντιτάσσει τους ήχους ενός ευφρόσυνου τσιφτετελιού, που όλα τα αθωώνει και όλα τα ξεπλένει.
«Βγάζω φλας αλλά δεν στρίβω, τη ζωή μου προσπερνάω
και ώπα είπα λέω, ώπα κοίτα με γελώ, δεν κλαίω».
Από koutirandoras.gr - Aug 27, 2016