Αγαπητοί ευρωπαίοι συμπολίτες,
Η συζήτηση για το τι θα πρέπει να κάνουν οι Έλληνες σε αυτό το δημοψήφισμα έχει γίνει τόσο τεταμένη, που είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανείς με ψυχραιμία γιατί κάνουμε αυτό που κάνουμε. Φτάσαμε στο σημείο να υπάρχουν δημόσιες αλληλοκατηγορίες για ψεύδη, σε επίπεδο κορυφαίων αξιωματούχων. Σε αυτή την επιστολή θα προσπαθήσουμε να σας εξηγήσουμε γιατί υποστηρίζουμε την απόρριψη των προτάσεων των δανειστών μας, γιατί προτείνουμε την ψήφιση του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα.
Γράφουμε αυτή την επιστολή και για έναν ακόμη λόγο: Στην χώρα μας τα καθιερωμένα ΜΜΕ έχουν ταχθεί αναφανδόν με το ΝΑΙ και για να το υποστηρίξουν την τελευταία εβδομάδα δεν δίστασαν να παραποιήσουν την αλήθεια, κατά παράβαση κάθε δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Η Ελλάδα βρισκόταν πριν από αυτή την μαύρη εβδομάδα για τον Τύπο στην 93η θέση της διεθνούς κατάταξης για την Ελευθερία του Τύπου, προτελευταία στην Ευρώπη. Δεν μπορούμε να φανταστούμε που θα βρεθούμε μετά από όλα αυτά.
Ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι ότι το προτεινόμενο πρόγραμμα είναι ταυτοχρόνως απάνθρωπο και ατελέσφορο. Και οι δύο αυτές λέξεις υποστηρίζονται από πληθώρα τεκμηρίων. Ως προς την πρώτη, σε 5 χρόνια χάσαμε το 25% του ΑΕΠ, η ανεργία μας πήγε από το 7 στο 27,7% (60% για τους νέους), οι μισθοί και οι συντάξεις μειώθηκαν κατά 35% και αυτοκτόνησαν εξαιτίας της κρίσης περισσότεροι από 6000 συνάνθρωποί μας.
Οι συνθήκες χειροτέρεψαν τόσο ώστε να συγκρίνονται με τα αποτελέσματα ενός πολέμου χωρίς πόλεμο. Επινοήσαμε συνθήκες ολέθριας ειρήνης. Αυτή η διαπίστωση δεν είναι αφηρημένα ανθρωπιστική: επικαλούμαστε διεθνείς συνθήκες που προστατεύουν έναν λαό από την ανθρωπιστική κρίση για την αποπληρωμή χρεών όπως επισημαίνει στην αναφορά του και ο επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Νιλς Μουιζνιεκς. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει κάποιο οικονομικό αποτέλεσμα για το οποίο να μπορεί να πει κανείς ότι αξίζουν τέτοιες θυσίες, αλλά το σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι θυσίες δεν ήταν καν αποδοτικές. Η βιωσιμότητα του χρέους τελικά συνίσταται σε ασκήσεις επί χάρτου, όπου μονίμως άφταστοι στόχοι τίθενται πάλι και πάλι. Το αποτέλεσμα είναι ακόμη περισσότερη λιτότητα, εις το διηνεκές.
Έχουμε το ηθικό δικαίωμα να αρνηθούμε να πληρώσουμε;
Πιστεύουμε ότι έχουμε το ηθικό δικαίωμα να επιβιώσουμε οικονομικά χωρίς να εξαθλιωθούμε ακόμη περισσότερο.
Οι χώρες που μας δάνεισαν και οι πολίτες τους που παρακολουθούν τις κατηγορίες εναντίον της χώρας μας θα πρέπει να μας ακούσουν. Η μετακύλιση των δανειακών υποχρεώσεων από ιδιωτικές τράπεζες σε φορολογούμενους πολίτες υπήρξε πολιτική απόφαση. Δεν έφταιγαν γι’ αυτό οι Έλληνες, απλώς οι τράπεζες έχουν την κακή συνήθεια να αγαπούν τον καπιταλισμό μόνο στην κερδοφορία, όχι στις απώλειες. Επίσης, από τα ποσά που δίνονταν στην Ελλάδα, το ποσοστό που έφτανε στους Έλληνες ήταν κάτω από 10%. Το υπόλοιπο πιστώνονταν απευθείας στους δανειστές. Ουσιαστικά η χώρα μας συσσωρεύει χρέη για να ξεπληρώνει προηγούμενα χρέη.
Η Γερμανία κέρδισε ωστόσο δισεκατομμύρια από την ελληνική κρίση, είτε διακρατώντας ομόλογα, είτε μέσω τόκων, είτε μέσω ασφαλίστρων κινδύνου (CDS). Τον καιρό που διαπραγματευόταν μαζί μας -ουσιαστικά χωρίς να υποχωρεί σε τίποτα- απολάμβανε τους καρπούς της διάλυσης της ελληνικής οικονομίας που προκαλούσε η ίδια με την καθυστέρηση, με τη μορφή της φυγής του 60% των ελληνικών καταθέσεων σε ευρωπαϊκές (κυρίως γερμανικές) τράπεζες. Τέλος, τα δάνεια έχουν τόκους ακριβώς επειδή έχουν ρίσκο. Το ρίσκο συνίσταται στο ότι ο δανειζόμενος μπορεί να μην μπορέσει να αποπληρώσει. Όχι γιατί δεν θέλει -στην περίπτωσή μας- αλλά γιατί είναι εξαθλιωμένος.
Το ΔΝΤ από καιρό ήξερε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να κουρευτεί (στοιχεία που κρατήθηκαν κρυφά κατά τις διαπραγματεύσεις). Αυτό μεταφράζεται πολύ απλά στο ότι δεν μπορούμε εμείς να ψηφίσουμε υπέρ της εφαρμογής ενός προγράμματος στο οποίο οι ίδιοι θα ζητούμε να μας επιβληθούν μέτρα που δεν θα έχουν ως αποτέλεσμα το τέλος της κρίσης. Να προσφέρουμε δηλαδή ένα ανέλπιστο δώρο στους δανειστές μας: να τους παράσχουμε την πολιτική νομιμοποίηση για την εφαρμογή μιας πολιτικής που δεν μας αφήνει να ανατάξουμε την οικονομία μας.
Το γεγονός ότι αυτή η απόφαση λαμβάνεται δημοκρατικά μπορεί για κάποιους να έχει μικρή σημασία. Θεωρούν ότι είναι λεφτά τους, συνεπώς δεν είναι ζήτημα εσωτερικής δημοκρατικής απόφασης το αν θα τους επιστραφούν.
Όμως το ζήτημα είναι διαφορετικό: το ΔΝΤ έχει μια μακρά παράδοση συνεργασίας με αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Επίσης η ΕΕ όλο και περισσότερο παραδίδεται σε μη εκλεγμένους εκπροσώπους οι οποίοι λαμβάνουν αποφάσεις ζωής και θανάτου, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση. Όπως όταν ερωτήθηκαν γιατί δεν εκλήθη ο Έλληνας υπουργός στο Eurogroup και απάντησαν ότι είναι άτυπο όργανο. Αυτό δεν το εμποδίζει να καθορίζει τις τύχες μας. Όταν πρόκειται λοιπόν να επιβληθούν σκληρά μέτρα μπορεί να αποφασιστεί κάποια στιγμή να ερωτηθούν και αυτοί που θα τα υποστούν.
Λέγεται, ευλόγως, ότι δεν αναφέρεται στο δημοψήφισμα ποια θα είναι η εναλλακτική πρόταση. Ποια θα είναι τα μέτρα που θα εφαρμοστούν αφού απορριφθούν αυτά που πρότεινε η τρόικα; Μετά την πιθανή νίκη του ΟΧΙ δεν τελειώνει τίποτα, θα έχουμε μπροστά μας και πάλι έναν πολύ σκληρό αγώνα ενάντια στους ανθρώπους που εκπροσωπούν τις αδιέξοδες πολιτικές λιτότητας.
Παρόλο που στο δημοψήφισμα καλούμαστε να ψηφίσουμε υπέρ του ΝΑΙ ή του ΟΧΙ σε ένα συγκεκριμένο πακέτο μέτρων, πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες -και οι πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν το ΝΑΙ στην Ελλάδα- έχουν μεταφέρει το δίλλημα στην παραμονή η όχι της Ελλάδας στο κοινό μας νόμισμα.
Το μόνο που συζητείται στην Ελλάδα είναι το κλείσιμο των Τραπεζών και η επιβολή Capital Controls. Απόφαση που επιβλήθηκε στην χώρα μας από την ΕΚΤ την εβδομάδα που ανακοινώθηκε το δημοψήφισμα, προφανώς με στόχο την δημιουργία ενός ασφυκτικού κλίματος. Η κεντρική τράπεζα είχε τα ίδια ρίσκα μια εβδομάδα πριν, όταν χρηματοδοτούσε με 5 έως 7 δισεκατομμύρια ευρώ την φυγή των κεφαλαίων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στο ευρωπαϊκό και -ιδιαίτερα- στο Γερμανικό.
Κι όμως όσοι υποστηρίζουν το ΝΑΙ μας καλούν να ψηφίσουμε την μείωση του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης που δόθηκε στους πιο φτωχούς πολίτες της χώρας αφότου τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους τα τελευταία χρόνια προσπαθώντας να θερμανθούν με μαγκάλι το σπίτι τους. Να δεχτούμε τη μείωση κατά 50% του κοινωνικού κράτους. Να βγάλουμε από το εθνικό σύστημα υγείας το 1/3 των δωρεάν φαρμάκων. Να δεχτούμε τις αυτόματες κατασχέσεις από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας ακόμα και των 500 ευρώ και να ακυρωθεί η προστασία της κατοικίας για δάνεια που συνήφθησαν σε μια άλλη εποχή που το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν κατά 25% μεγαλύτερο και δεν υπήρχαν 1,5 εκατομμύρια άνεργοι και 3 εκατομμύρια φτωχοί σε μια χώρα των 10 εκατομμυρίων.
Όλα τα παραπάνω δεν βρίσκονται στον δημόσιο διάλογο, ούτε τον ελληνικό αλλά ούτε και τον διεθνή. Το μόνο που συζητείται είναι πως τολμάει η Ελλάδα να καθυστερεί τις διαπραγματεύσεις με την αδιαλλαξία της.
Εμείς λοιπόν θα επιμένουμε να απαντάμε στο ερώτημα όπως τίθεται στο ψηφοδέλτιο και να θεωρούμε δευτερεύουσας σημασίας την παραμονή ή όχι σε ένα κοινό νόμισμα σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των πολιτών.
Όσες και αν είναι οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, αυτός ο αγώνας δεν τελειώνει με μια απόφαση και δεν θα είναι ούτε εύκολος ούτε γρήγορος. Το μόνο που μπορούμε να επιδιώξουμε είναι να μην καταθέσουμε τα όπλα πριν καν προσπαθήσουμε. Διότι η ψήφος στο ΝΑΙ σημαίνει ότι μας ζητούν να μαζέψουμε ξύλα για το καζάνι που θα μας ψήσουν. Η ψήφος στο ΟΧΙ σημαίνει ότι επιμένουμε να διεκδικούμε ότι υπάρχει το περιθώριο για έναν λαό να διαμορφώσει με πολιτικά μέσα τις προοπτικές για την βελτίωση της ζωής του.
Η κατηγορία που απευθύνεται προς το ΟΧΙ είναι ότι είναι ψήφος απομόνωσης, σε αντίθεση με το ΝΑΙ που είναι ψήφος ευρωπαϊκή. Κανείς όμως δεν έχει το προνόμιο να εκφράζει την αληθινή Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι αντιφατική: περιλαμβάνει κινήματα, κόμματα αριστερά και δεξιά, κοινωνικές υπηρεσίες αλλά και τεχνοκράτες, ανάλγητους τραπεζίτες και οικονομικούς δολοφόνους ή απλώς αξιοσέβαστους συντηρητικούς υπουργούς.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, διαλέγουμε πλευρά. Αυτή η επιλογή είναι απείρως κρισιμότερη από τον αφηρημένο «ευρωπαϊσμό» ή «αντιευρωπαϊσμό».
Με το ΟΧΙ δεν λέμε «αντίο» στην Ευρώπη. Επιλέγουμε την παραμονή μας σε αυτήν με αξιοπρέπεια.
ThePressProject. (EDITORIAL) -- Σάββατο 4 Ιουλίου 2015
Η συζήτηση για το τι θα πρέπει να κάνουν οι Έλληνες σε αυτό το δημοψήφισμα έχει γίνει τόσο τεταμένη, που είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανείς με ψυχραιμία γιατί κάνουμε αυτό που κάνουμε. Φτάσαμε στο σημείο να υπάρχουν δημόσιες αλληλοκατηγορίες για ψεύδη, σε επίπεδο κορυφαίων αξιωματούχων. Σε αυτή την επιστολή θα προσπαθήσουμε να σας εξηγήσουμε γιατί υποστηρίζουμε την απόρριψη των προτάσεων των δανειστών μας, γιατί προτείνουμε την ψήφιση του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα.
Γράφουμε αυτή την επιστολή και για έναν ακόμη λόγο: Στην χώρα μας τα καθιερωμένα ΜΜΕ έχουν ταχθεί αναφανδόν με το ΝΑΙ και για να το υποστηρίξουν την τελευταία εβδομάδα δεν δίστασαν να παραποιήσουν την αλήθεια, κατά παράβαση κάθε δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Η Ελλάδα βρισκόταν πριν από αυτή την μαύρη εβδομάδα για τον Τύπο στην 93η θέση της διεθνούς κατάταξης για την Ελευθερία του Τύπου, προτελευταία στην Ευρώπη. Δεν μπορούμε να φανταστούμε που θα βρεθούμε μετά από όλα αυτά.
Ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι ότι το προτεινόμενο πρόγραμμα είναι ταυτοχρόνως απάνθρωπο και ατελέσφορο. Και οι δύο αυτές λέξεις υποστηρίζονται από πληθώρα τεκμηρίων. Ως προς την πρώτη, σε 5 χρόνια χάσαμε το 25% του ΑΕΠ, η ανεργία μας πήγε από το 7 στο 27,7% (60% για τους νέους), οι μισθοί και οι συντάξεις μειώθηκαν κατά 35% και αυτοκτόνησαν εξαιτίας της κρίσης περισσότεροι από 6000 συνάνθρωποί μας.
Οι συνθήκες χειροτέρεψαν τόσο ώστε να συγκρίνονται με τα αποτελέσματα ενός πολέμου χωρίς πόλεμο. Επινοήσαμε συνθήκες ολέθριας ειρήνης. Αυτή η διαπίστωση δεν είναι αφηρημένα ανθρωπιστική: επικαλούμαστε διεθνείς συνθήκες που προστατεύουν έναν λαό από την ανθρωπιστική κρίση για την αποπληρωμή χρεών όπως επισημαίνει στην αναφορά του και ο επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Νιλς Μουιζνιεκς. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει κάποιο οικονομικό αποτέλεσμα για το οποίο να μπορεί να πει κανείς ότι αξίζουν τέτοιες θυσίες, αλλά το σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι θυσίες δεν ήταν καν αποδοτικές. Η βιωσιμότητα του χρέους τελικά συνίσταται σε ασκήσεις επί χάρτου, όπου μονίμως άφταστοι στόχοι τίθενται πάλι και πάλι. Το αποτέλεσμα είναι ακόμη περισσότερη λιτότητα, εις το διηνεκές.
Έχουμε το ηθικό δικαίωμα να αρνηθούμε να πληρώσουμε;
Πιστεύουμε ότι έχουμε το ηθικό δικαίωμα να επιβιώσουμε οικονομικά χωρίς να εξαθλιωθούμε ακόμη περισσότερο.
Οι χώρες που μας δάνεισαν και οι πολίτες τους που παρακολουθούν τις κατηγορίες εναντίον της χώρας μας θα πρέπει να μας ακούσουν. Η μετακύλιση των δανειακών υποχρεώσεων από ιδιωτικές τράπεζες σε φορολογούμενους πολίτες υπήρξε πολιτική απόφαση. Δεν έφταιγαν γι’ αυτό οι Έλληνες, απλώς οι τράπεζες έχουν την κακή συνήθεια να αγαπούν τον καπιταλισμό μόνο στην κερδοφορία, όχι στις απώλειες. Επίσης, από τα ποσά που δίνονταν στην Ελλάδα, το ποσοστό που έφτανε στους Έλληνες ήταν κάτω από 10%. Το υπόλοιπο πιστώνονταν απευθείας στους δανειστές. Ουσιαστικά η χώρα μας συσσωρεύει χρέη για να ξεπληρώνει προηγούμενα χρέη.
Η Γερμανία κέρδισε ωστόσο δισεκατομμύρια από την ελληνική κρίση, είτε διακρατώντας ομόλογα, είτε μέσω τόκων, είτε μέσω ασφαλίστρων κινδύνου (CDS). Τον καιρό που διαπραγματευόταν μαζί μας -ουσιαστικά χωρίς να υποχωρεί σε τίποτα- απολάμβανε τους καρπούς της διάλυσης της ελληνικής οικονομίας που προκαλούσε η ίδια με την καθυστέρηση, με τη μορφή της φυγής του 60% των ελληνικών καταθέσεων σε ευρωπαϊκές (κυρίως γερμανικές) τράπεζες. Τέλος, τα δάνεια έχουν τόκους ακριβώς επειδή έχουν ρίσκο. Το ρίσκο συνίσταται στο ότι ο δανειζόμενος μπορεί να μην μπορέσει να αποπληρώσει. Όχι γιατί δεν θέλει -στην περίπτωσή μας- αλλά γιατί είναι εξαθλιωμένος.
Το ΔΝΤ από καιρό ήξερε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να κουρευτεί (στοιχεία που κρατήθηκαν κρυφά κατά τις διαπραγματεύσεις). Αυτό μεταφράζεται πολύ απλά στο ότι δεν μπορούμε εμείς να ψηφίσουμε υπέρ της εφαρμογής ενός προγράμματος στο οποίο οι ίδιοι θα ζητούμε να μας επιβληθούν μέτρα που δεν θα έχουν ως αποτέλεσμα το τέλος της κρίσης. Να προσφέρουμε δηλαδή ένα ανέλπιστο δώρο στους δανειστές μας: να τους παράσχουμε την πολιτική νομιμοποίηση για την εφαρμογή μιας πολιτικής που δεν μας αφήνει να ανατάξουμε την οικονομία μας.
Το γεγονός ότι αυτή η απόφαση λαμβάνεται δημοκρατικά μπορεί για κάποιους να έχει μικρή σημασία. Θεωρούν ότι είναι λεφτά τους, συνεπώς δεν είναι ζήτημα εσωτερικής δημοκρατικής απόφασης το αν θα τους επιστραφούν.
Όμως το ζήτημα είναι διαφορετικό: το ΔΝΤ έχει μια μακρά παράδοση συνεργασίας με αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Επίσης η ΕΕ όλο και περισσότερο παραδίδεται σε μη εκλεγμένους εκπροσώπους οι οποίοι λαμβάνουν αποφάσεις ζωής και θανάτου, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση. Όπως όταν ερωτήθηκαν γιατί δεν εκλήθη ο Έλληνας υπουργός στο Eurogroup και απάντησαν ότι είναι άτυπο όργανο. Αυτό δεν το εμποδίζει να καθορίζει τις τύχες μας. Όταν πρόκειται λοιπόν να επιβληθούν σκληρά μέτρα μπορεί να αποφασιστεί κάποια στιγμή να ερωτηθούν και αυτοί που θα τα υποστούν.
Λέγεται, ευλόγως, ότι δεν αναφέρεται στο δημοψήφισμα ποια θα είναι η εναλλακτική πρόταση. Ποια θα είναι τα μέτρα που θα εφαρμοστούν αφού απορριφθούν αυτά που πρότεινε η τρόικα; Μετά την πιθανή νίκη του ΟΧΙ δεν τελειώνει τίποτα, θα έχουμε μπροστά μας και πάλι έναν πολύ σκληρό αγώνα ενάντια στους ανθρώπους που εκπροσωπούν τις αδιέξοδες πολιτικές λιτότητας.
Παρόλο που στο δημοψήφισμα καλούμαστε να ψηφίσουμε υπέρ του ΝΑΙ ή του ΟΧΙ σε ένα συγκεκριμένο πακέτο μέτρων, πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες -και οι πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν το ΝΑΙ στην Ελλάδα- έχουν μεταφέρει το δίλλημα στην παραμονή η όχι της Ελλάδας στο κοινό μας νόμισμα.
Το μόνο που συζητείται στην Ελλάδα είναι το κλείσιμο των Τραπεζών και η επιβολή Capital Controls. Απόφαση που επιβλήθηκε στην χώρα μας από την ΕΚΤ την εβδομάδα που ανακοινώθηκε το δημοψήφισμα, προφανώς με στόχο την δημιουργία ενός ασφυκτικού κλίματος. Η κεντρική τράπεζα είχε τα ίδια ρίσκα μια εβδομάδα πριν, όταν χρηματοδοτούσε με 5 έως 7 δισεκατομμύρια ευρώ την φυγή των κεφαλαίων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στο ευρωπαϊκό και -ιδιαίτερα- στο Γερμανικό.
Κι όμως όσοι υποστηρίζουν το ΝΑΙ μας καλούν να ψηφίσουμε την μείωση του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης που δόθηκε στους πιο φτωχούς πολίτες της χώρας αφότου τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους τα τελευταία χρόνια προσπαθώντας να θερμανθούν με μαγκάλι το σπίτι τους. Να δεχτούμε τη μείωση κατά 50% του κοινωνικού κράτους. Να βγάλουμε από το εθνικό σύστημα υγείας το 1/3 των δωρεάν φαρμάκων. Να δεχτούμε τις αυτόματες κατασχέσεις από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας ακόμα και των 500 ευρώ και να ακυρωθεί η προστασία της κατοικίας για δάνεια που συνήφθησαν σε μια άλλη εποχή που το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν κατά 25% μεγαλύτερο και δεν υπήρχαν 1,5 εκατομμύρια άνεργοι και 3 εκατομμύρια φτωχοί σε μια χώρα των 10 εκατομμυρίων.
Όλα τα παραπάνω δεν βρίσκονται στον δημόσιο διάλογο, ούτε τον ελληνικό αλλά ούτε και τον διεθνή. Το μόνο που συζητείται είναι πως τολμάει η Ελλάδα να καθυστερεί τις διαπραγματεύσεις με την αδιαλλαξία της.
Εμείς λοιπόν θα επιμένουμε να απαντάμε στο ερώτημα όπως τίθεται στο ψηφοδέλτιο και να θεωρούμε δευτερεύουσας σημασίας την παραμονή ή όχι σε ένα κοινό νόμισμα σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των πολιτών.
Όσες και αν είναι οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης, αυτός ο αγώνας δεν τελειώνει με μια απόφαση και δεν θα είναι ούτε εύκολος ούτε γρήγορος. Το μόνο που μπορούμε να επιδιώξουμε είναι να μην καταθέσουμε τα όπλα πριν καν προσπαθήσουμε. Διότι η ψήφος στο ΝΑΙ σημαίνει ότι μας ζητούν να μαζέψουμε ξύλα για το καζάνι που θα μας ψήσουν. Η ψήφος στο ΟΧΙ σημαίνει ότι επιμένουμε να διεκδικούμε ότι υπάρχει το περιθώριο για έναν λαό να διαμορφώσει με πολιτικά μέσα τις προοπτικές για την βελτίωση της ζωής του.
Η κατηγορία που απευθύνεται προς το ΟΧΙ είναι ότι είναι ψήφος απομόνωσης, σε αντίθεση με το ΝΑΙ που είναι ψήφος ευρωπαϊκή. Κανείς όμως δεν έχει το προνόμιο να εκφράζει την αληθινή Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι αντιφατική: περιλαμβάνει κινήματα, κόμματα αριστερά και δεξιά, κοινωνικές υπηρεσίες αλλά και τεχνοκράτες, ανάλγητους τραπεζίτες και οικονομικούς δολοφόνους ή απλώς αξιοσέβαστους συντηρητικούς υπουργούς.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, διαλέγουμε πλευρά. Αυτή η επιλογή είναι απείρως κρισιμότερη από τον αφηρημένο «ευρωπαϊσμό» ή «αντιευρωπαϊσμό».
Με το ΟΧΙ δεν λέμε «αντίο» στην Ευρώπη. Επιλέγουμε την παραμονή μας σε αυτήν με αξιοπρέπεια.
ThePressProject. (EDITORIAL) -- Σάββατο 4 Ιουλίου 2015