Είναι κρίμα που η αναγγελία του νέου κόμματος υπό τον Γιώργο Παπανδρέου χθες, τελικά δεν έγινε από το ξενοδοχείο Τιτάνια, όπως είχε αρχικά διαδοθεί, και προτιμήθηκε το Μουσείο Μπενάκη. Τιτάνια, Τιτανικός, θα είχε μεγαλύτερη πλάκα η όλη υπόθεση, αν και η επιλογή ενός μουσείου έχει επίσης τη συμβολική της αξία.
Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών, λοιπόν, κάτι σαν ΚΔΣ ή ΚΙΔΗΣΟ, που όλο κάτι μας θυμίζει αλλά δεν ξέρουμε τι. Κόμμα του πολιτικού φιλελευθερισμού, είπε ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου, κόμμα που εμπνέεται από τις αρχές του σοσιαλισμού και από την πίστη του στη Δικαιοσύνη και στις αρχές της οικολογίας. Τρέχα γύρευε, δηλαδή. Ποιος δεν διακηρύσσει ότι θέλει δικαιοσύνη και οικολογία…
Ένα κόμμα που το μόνο του σταθερό χαρακτηριστικό είναι μια κάποια νεωτερικότητα, αλλά μήπως αυτή δεν είναι επίσης η μοναδική σταθερά του Ποταμιού; Νεωτερικότητα που πατάει πάντως σε παλιά και φθαρμένα υλικά, και επικαλύπτεται από τον έντονα προσωποπαγή χαρακτήρα των νεαρών αυτών κομμάτων.
Περιμένοντας, λοιπόν, τις πρώτες δημοσκοπήσεις που θα αποτυπώσουν την επίδραση αυτού του νέου μικρού κόμματος στον μεσαίο χώρο. Δεν λέω της κεντροαριστεράς, γιατί ο όρος έχει φθαρεί και παραφθαρεί – άσε που το αριστερό πρόσημο δεν προκύπτει από πουθενά.
Διασκεδάζω διαβάζοντας τα ρεπορτάζ που αναφέρουν ότι στη Νέα Δημοκρατία βαυκαλίζονται κάνοντας την περίεργη σκέψη πως το κόμμα του ΓΑΠ θα αποσπάσει εκλογικό ποσοστό -σημαντικό μάλιστα- από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ας το σκεφτούμε λίγο: Δεν έχουν περάσει ούτε τέσσερα χρόνια από την ημέρα που ο Παπανδρέου έφυγε από το ξενοδοχείο του στο Καστελόριζο με μια μωβ γραβάτα, για να πραγματοποιήσει εκείνο το μοιραίο διάγγελμά με το οποίο ανακοίνωνε την έλευση του ΔΝΤ και της τρόικας. Και τώρα κάποιοι πιστεύουν ότι αυτός ο ίδιος άνθρωπος και το νεότευκτο μνημονιακό κόμμα του θα αποσπάσουν δυνάμεις από τον πιο συνεπή εκφραστή του αντιμνημονακού μπλοκ, τον ΣΥΡΙΖΑ!
Δηλαδή, ως μνημονιακό που είναι, το ΚΗΔΙΣΟ δεν θα αποσπάσει δυνάμεις από το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Παράταξη, ούτε από το Ποτάμι-Σταύρος Θεοδωράκης, αλλά ούτε από τη Νέα Δημοκρατία-θέλω-να-γίνω-ακροδεξιά. Τον ΣΥΡΙΖΑ θα πιάσει κορόιδο και θα του αποσπάσει δυνάμεις, σε μια περίοδο μάλιστα που το κόμμα αυτό πραγματοποιεί ανοδική πορεία και διεκδικεί την εξουσία, έχοντας στα πανιά του τη συγκυρία, την πρωτοβουλία των κινήσεων και τις δημοσκοπήσεις…
Πλάκα είχε και η αντίδραση του κ. Βενιζέλου, ο οποίος ενώ υποτίθεται ότι δεν ασχολείται με το «θλιβερό συμβάν», όλο το μελετάει. Το πιο χαριτωμένο που είπε ο Βενιζέλος ήταν ότι «όσοι φεύγουν είναι όσοι δεν ψήφισαν ΠΑΣΟΚ στις Ευρωεκλογές». Αλλά, ευλογημένε, αν ήταν έτσι θα ήσουν κι εσύ μέσα κόλπο, διότι ως γνωστόν ουδείς εψήφισε στις ευρωεκλογές ΠΑΣΟΚ - το ΠΑΣΟΚ το είχατε βάλει στο μούσκιο και είχατε την Ελιά.
Υπερασπίζεται λοιπόν ο Βενιζέλος το ΠΑΣΟΚ, το οποίο εγκατέλειψε για χάρη της Ελιάς, που κι εκείνη εγκαταλείφθηκε για χάρη της «Δημοκρατικής Παράταξης», οπότε προς τι οι λοιδορία προς τον ΓΑΠ ότι έριξε κάτω την (πεσμένη) ασπίδα;
Στο κάτω κάτω όλοι αναφέρουν τη γνωστή ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν χαρίζεται, δεν τεμαχίζεται, δεν κληρονομείται», ενώ η ιστορία των τελευταίων χρόνων διδάσκει ότι «το ΠΑΣΟΚ και κληρονομείται (ο Σημίτης το κληροδότησε στον Γιώργο) και χαρίζεται (ο Γιώργος το χάρισε στον Βενιζέλο) και τεμαχίζεται (από τον Γιώργο και τον Βενιζέλο ομού), αφού όμως εν τω μεταξύ έχει εγκαταλειφθεί σε αναζήτηση άλλων φορέων, οι οποίοι διαθέτουν πολιτική ευρύτητα, και κυρίως είναι ελεύθεροι τραπεζικών βαρών. (Κανονικά θα ’πρεπε οι Παπανδρέου-Βενιζέλος, όπως και οι Σαμαράς-Καραμανλής, να είναι οι φανατικότεροι οπαδοί της νέας σεισάχθειας που εξαγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ)
Τέλος πάντων, ας μην τα πολυλογούμε, το πολιτικό συμπέρασμα είναι άλλο. Η κινητικότητα στο χώρο της λεγόμενης κεντροαριστεράς, η διολίσθησή της στο χώρο της κεντροδεξιάς και η δημιουργία πολλών μικροκομμάτων με ασαφείς πολιτικές διαφορές, καταδεικνύει απλώς τη βαθιά κρίση του συγκεκριμένου χώρου. Που κι αυτή είναι υποσύνολο και συνέπεια της κατάρρευσης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, και ιδίως κάθε κομματικού οργανισμού που κάνει το «λάθος» να μπει στη μνημονιακή λογική.
Αυτό είναι το πρόβλημα, αυτή και η ασθένεια του χώρου. Είναι κάτι που δεν μπορεί ν’ αλλάξει εντός του παρόντος πολιτικού κύκλου, θα χρειαστεί μια απόσταση από την εξουσία και μία βαθιά -αν όχι και μακρά- διαδικασία αναπροσδιορισμού ώστε να μπορέσει κάποια στιγμή να ανασυγκροτηθεί, ή να καταληφθεί από άλλη πολιτική δύναμη που δεν έχει ακόμα φανεί στον ορίζοντα.
Μέχρι τότε, η ελληνική κοινωνία θα παρακολουθεί αδιάφορη τις κινήσεις κατακερματισμού του κεντρώου χώρου, όπως ακριβώς συνέβαινε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Και οι πολιτικοί οργανισμοί που θα κυοφορούνται εντός του θα έχουν ακριβώς τη σύσταση αμοιβάδας, παρά τα όσα περί του αντιθέτου διαδίδει ο Βενιζέλος, που δεν θα του κάνω τη χάρη να τον αποκαλέσω «Ζίγδη», γιατί ο Γιάννης Ζίγδης, ο συμπατριώτης μου, υπήρξε αγωνιστής και πολύ σοβαρό άτομο, προτού τον συντρίψουν, στα γεράματά του, το πολιτικό σύστημα και τα μίντια της εποχής του.