Σήμερα είπα να μη γράψω για τα τετριμμένα που μας πικραίνουν καθημερινά.
Είπα να τιμήσω έναν τηλε-φίλο μου, υπό την έννοια του μακρόθεν φίλου, ο
οποίος μου επέτρεψε να αποκαλώ τον εαυτό μου «επιστήθιο» και όχι απλό φίλο του.
Δεν μου έλαχε ακόμη να τον γνωρίσω από κοντά.
Η γνωριμία μας χρονολογείται από τα τέλη του 2011, όταν διάβασε ένα
άρθρο μου και μου τηλεφώνησε αφ’ ενός για να μου πει δυο ζεστές
κουβέντες και να με ενθαρρύνει αφ’ ετέρου για να μου δώσει μερικές
συμβουλές που θα έκαναν τα κείμενά μου πιο εύληπτα.
Έκτοτε σχολιάζει τα άρθρα μου πότε σκωπτικώς και πότε επαινετικώς, ενίοτε δε και καυστικώς, αλλά πάντοτε με χιούμορ και με απέραντη καλωσύνη. Σαν την καλωσύνη που πλημμυρίζει τα γραπτά του, τα οποία αναδίδουν μόνον σεβασμό και ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο.
Έκανε και σε μένα την τιμή να μου δωρίσει το βιβλίο του «Γιατί δεν αυτοκτόνησες;», την ανάγνωση του οποίου έχω επανειλημμένως συστήσει, επειδή περιέχει σκέψεις ομόνοιας και ομοψυχίας για ένα έθνος που αλληλοσπαράσσεται με την πρώτη ευκαιρία εξ αιτίας του πολιτικού συστήματος που μας καταδυναστεύει υποδαυλίζοντας ακαταπαύστως τον «σταρχιδισμό» τού Έλληνα.
Ο λόγος για τον τηλε-φίλο μου γιατρό Βλάση Γωγούση.
Γιατρέ μου, σήμερα που είναι η 85η επέτειος της γεννήσεώς σας εύχομαι να μακροημερεύετε με διαύγεια και ανεξάντλητο χιούμορ και να χαίρεσθε όσους αγαπάτε, αλλά και να σας χαίρονται όσοι σας αγαπούν. Και πρέπει να είναι πολλοί!
Με τιμή, σεβασμό και αγάπη
Σωτήριος Καλαμίτσης
Υ.Γ. Κι’ ένα ανέκδοτο για δωράκι. Περιγραφή της σημερινής κατάστασης.
Ο Έλληνας γυρίζει στο σπίτι του αποκαμωμένος απ’ τη δουλειά [τυχερός, αφού έχει δουλειά] και βυθισμένος σε σκέψεις.
Στο δρόμο συναντά μια λίμνη.
Επειδή είχε βρέξει το πρωί, νομίζει πως είναι λιμνούλα με βρόχινο νερό.
Πέφτει μέσα, λοιπόν, αλλά διαπιστώνει ότι είναι μια χαβούζα με λύματα.
Βυθίζεται αργά, αλλά σταθερά, και σε λίγο πιάνει πάτο με τα ακροδάκτυλα
των ποδιών.
Η στάθμη των λυμάτων έχει φτάσει στα χείλη του. Με δυσκολία
καλεί σε βοήθεια.
Σπεύδουν από πάνω του οι διασώστες Τόνι–Μπένι και
αρχίζουν να ουρλιάζουν: «Μην κινείσαι, ακίνητος, αλλοιώς θα πνιγείς, μην
αναπνέεις».
Ο Έλληνας υπακούει, αλλά τρομοκρατείται τόσο πολύ με τις
τσιρίδες των διασωστών του που τα κάνει επάνω του, με αποτέλεσμα να
ανέβει η στάθμη των λυμάτων και να πνιγεί.