Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2014

Περί της γνωμοδοτήσεως υπ’ αριθμόν 256/2014 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

  Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τη γνωμοδότηση και δυσκολευόμουν να βάλω τις σκέψεις των νομικών συμβούλων του κράτους σε μια τάξη. Αντιστοίχως δε και τις δικές μου. Το ερώτημα που έθεσε η Γενική Γραμματεύς Δημοσίων  Εσόδων ήταν «αν μπορεί ο εφοριακός να εισέρχεται στην οικία του φορολογουμένου προς έρευνα άνευ παρουσίας εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας». Τον προβληματισμό προκάλεσε η διάταξη του άρθρου 25§ 3 ν. 4174/2014 που ορίζει ότι «… Η είσοδος στην κατοικία του φορολογουμένου επιτρέπεται μόνον με εντολή του αρμόδιου εισαγγελέα». Και τούτο, διότι υπάρχει και το άρθρο 9§1 του Συντάγματος που ορίζει ότι  «Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας». Το Σύνταγμα, δηλαδή, απαιτεί παρουσία και όχι εντολή εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας.
           
Ο δικός μου προβληματισμός ξεκίνησε με την εξής απλή απορία: ρωτήθηκε ο συντάκτης της επίμαχης διάταξης του άρθρου 25§3 ν. 4174/2014 τί σκεφτόταν όταν την έγραφε; Κι’ αν αυτός δεν ρωτήθηκε, ρωτήθηκε ο Ταμήλος τί είχε κατά νουν όταν ψήφιζε τη διάταξη που συνέταξε κάποιος μανδαρίνος; Και τούτο, διότι η αιτιολογική έκθεση του επίμαχου άρθρου δεν κάνει την παραμικρή νύξη για την κατ’ οίκον έρευνα. Αναφέρεται απλώς στον έλεγχο στις εγκαταστάσεις του φορολογούμενου και στην υποχρέωση του φορολογουμένου να διευκολύνει τον έλεγχο.
           
Το ΝΣΚ, λοιπόν, μας ενημέρωσε ότι ο όρος «κατοικία» περιλαμβάνει οποιονδήποτε χώρο προορίζεται για διαμονή ή εργασία, εφ’ όσον ο χώρος αυτός δεν είναι προσιτός σε πάντα τρίτο άνευ της συναινέσεως αυτού που έχει ορίσει τον συγκεκριμένο χώρο είτε ως χώρο οίκησης είτε ως χώρο εργασίας είτε και τα δύο.
           
Και μετά κάνει μια αναδρομή σε διάφορες διατάξεις, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 8 της Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επισημαίνοντας ότι η εν λόγω σύμβαση  δεν θέτει την παρουσία δικαστικού ως όρο εισόδου κατά νόμον στην κατοικία. Ακολούθως μας ενημερώνει ότι η εν λόγω διεθνής Σύμβαση έχει «υπερσυνταγματική» ισχύ και υπερισχύει παντός άλλου νόμου. Ένας μη νομικός που θα διαβάσει το σχετικό απόσπασμα θα σκεφθεί πολύ λογικά ότι αφού η Σύμβαση έχει  «υπερσυνταγματική» ισχύ, υπερισχύει και αυτού τούτου του Συντάγματος, οπότε η διάταξη του άρθρου 9§1 του Συντάγματος που απαιτεί την παρουσία δικαστικού υποχωρεί προ των ρυθμίσεων της Σύμβασης. Ουδέν τούτου αναληθέστερον όμως. Και τούτο, διότι όλες οι διεθνείς συμβάσεις που υπογράφει η χώρα έχουν «υπερνομοθετικἠ» και όχι «υπερσυνταγματική» ισχύ από τη στιγμή που θα κυρωθούν από τη Βουλή. Υπερισχύουν, δηλαδή, όλων των άλλων νόμων που έχει ήδη ψηφίσει η Βουλή και, βεβαίως, αν η Βουλή ψηφίσει μετά την κύρωση της διεθνούς σύμβασης νόμο που έρχεται σε αντίθεση με τη διεθνή σύμβαση, τότε η σύμβαση υπερισχύει του νόμου που έχει ψηφίσει ο Ταμήλος. Αν, όμως, μία διεθνής συνθήκη συγκρούεται με το Σύνταγμα και όχι με έναν κοινό νόμο, τότε το Σύνταγμα υπερισχύει της συνθήκης. Αρκεί εδώ να σημειώσω ότι ακόμη και η Συνθήκη της ΕΕ δεν κείται υπεράνω των Συνταγμάτων των χωρών-μελών. Το ζήτημα είχε απασχολήσει τη θεωρία, όταν το δικαστήριο της ΕΟΚ αρκετά νωρίς [1964] είχε καταλήξει ότι το κοινοτικό/ενωσιακό δίκαιο υπερισχύει των εθνικών δικαίων. Τότε είχε αναπτυχθεί έντονος προβληματισμό ως προς το κατά πόσον το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει και των Συνταγμάτων των χωρών-μελών. Η θεωρία είχε επισημάνει ορθώς ότι δεν μπορούν οι χώρες-μέλη να εισάγουν στο Σύνταγμά τους διατάξεις που θέτουν εκποδών τις διατάξεις της Συνθήκης της ΕΕ. Τούτο είναι λογικό, αφού κάθε χώρα θα μπορούσε να αποφεύγει την εκπλήρωση των κοινοτικών υποχρεώσεών της εισάγοντας κάθε φορά μια διαταξούλα στο Σύνταγμά της αντίθετη προς τις κοινοτικές υποχρεώσεις της. Ποτέ, λοιπόν, κάποιο δικαστήριο δεν είπε ότι η συνθήκη της ΕΕ ή οποιαδήποτε άλλη διεθνής συνθήκη υπερισχύει των Συνταγμάτων των χωρών-μελών, όπως είχαν αυτά όταν προσχώρησαν στην ΕΕ. Εικάζω, λοιπόν, ότι η αναφορά σε «υπερσυνταγματική» ισχύ της Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου οφείλεται σε δακτυλογραφική παραδρομή.
           
Άρα, η Σύμβαση της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν βοηθάει εν προκειμένω, εξ ου και απορώ γιατί γίνεται τόσος λόγος για την προστασία που αυτή επιφυλάσσει στην κατοικία με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά σ’ αυτήν από τον υπουργό Δικαιοσύνης.  
           
Στη συνέχεια συνέδεσε το ΝΣΚ την είσοδο στην κατοικία προς έρευνα με τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, προκειμένου να εντοπισθούν στοιχεία φοροδιαφυγής, ώστε να ακολουθήσει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση των στοιχείων που θα έχουν εντοπισθεί. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες για φοροδιαφυγή, οι οποίες πείθουν τον εισαγγελέα να δώσει εντολή εισόδου στην κατοικία του φορολογουμένου. Εν τοιαύτη, όμως, περιπτώσει, έχουμε προ ημών ζήτημα φοροδιαφυγής που είναι ποινικό αδίκημα. Άρα, όπως παρίσταται εισαγγελέας σε κάθε έρευνα κατ’ οίκον για την ανακάλυψη στοιχείων σχετικών με τη διάπραξη παντός αδικήματος, έτσι θα έπρεπε να παρίσταται και κατά την έρευνα για τον εντοπισμό στοιχείων που αποδεικνύουν τη  διάπραξη του ποινικού αδικήματος της φοροδιαφυγής. Η πλειοψηφία, όμως, του ΝΣΚ παρακάμπτει το στοιχείο αυτό και αποφαίνεται ότι η διοικητική έρευνα δεν απαιτεί παρουσία εισαγγελέα, έστω και αν κατά την έρευνα εντοπισθούν στοιχεία που στοιχειοθετούν το ποινικό αδίκημα της φοροδιαφυγής. Πιστό στη θέση ότι η παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας είναι απαραίτητη μόνον, όταν γίνεται έρευνα στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν απαιτείται τέτοια παρουσία στα πλαίσια διοικητικής έρευνας. Οπότε, τίθεται το ερώτημα: αφού δεν απαιτείται η παρουσία εισαγγελέα για τη διοικητική έρευνα, ποιος ο λόγος να υπάρχει εντολή του εισαγγελέα για μία μη ποινική διαδικασία; Τί θα εκτιμήσει, δηλαδή, ο εισαγγελέας για να δώσει την εντολή του; Αν του προσκομίσει η φορολογική διοίκηση στοιχεία διάπραξης ποινικού αδικήματος [π.χ. φοροδιαφυγής], θα πρέπει να παραστεί στην έρευνα. Αν του προσκομίσει στοιχεία άσχετα με ποινικό αδίκημα, γιατί να αναμιχθεί;  
            
Τον μεγαλύτερο προβληματισμό, όμως, προκαλεί ο όρος «εκπρόσωπος της δικαστικής εξουσίας» που αναφέρει το Σύνταγμα. Και τούτο, διότι στο Τμήμα Ε΄ του Συντάγματος υπό τον τίτλο «Δικαστική εξουσία» γίνεται λόγος για δικαστικούς λειτουργούς, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εισαγγελείς. Οι εισαγγελείς, όμως, δεν ασκούν δικαστική εξουσία εν στενή εννοία. Οι εισαγγελείς δεν απονέμουν Δικαιοσύνη, δεν τέμνουν διαφορές. Οι εισαγγελείς κινούν την ποινική δίωξη και προτείνουν ενοχή ή απαλλαγή. Τον πρώτο και τελευταίο λόγο σε κάθε ποινική δίκη έχει ο δικαστής που φέρει το βάρος της καταδικαστικής ή αθωωτικής κρίσης και ο οποίος αποτελεί την εν στενή εννοία δικαστική εξουσία. Αυτός είναι, άλλωστε, και το μοναδικό εχέγγυο του πολίτη απέναντι στην αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας, αλλ’ ακόμη και της εισαγγελικής κρίσης.  Όταν λέμε ότι η Δικαιοσύνη αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο του πολίτη απέναντι στην κρατική ή μη κρατική αυθαιρεσία, εννοούμε τον δικαστή και όχι τον εισαγγελέα.     
           
Πέρα τούτου, το εν λόγω Τμήμα του Συντάγματος ρυθμίζει και θέματα δικαστικών υπαλλήλων. Θα ήταν ακραίο να ισχυρισθούμε ότι και οι δικαστικοί υπάλληλοι ανήκουν στη δικαστική εξουσία. Όπως ακραίο θα ήταν να υποστηρίξουμε ότι ανήκουν στη δικαστική εξουσία τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αντλώντας επιχείρημα από το γεγονός ότι οι τεράστιοι συνταγματολόγοι-υπουργοί προσέθεσαν στο εν λόγω Τμήμα άρθρο 100Α, με το οποίο ρυθμίζονται ζητήματα αφορώντα στα μέλη του ΝΣΚ.
           
 Εν κατακλείδι, η γνωμοδότηση του ΝΣΚ παραγνωρίζει τη δύναμη του Συντάγματος απέναντι σε έναν κοινό νόμο και προσπαθεί με έωλα επιχειρήματα να παρακάμψει τη συνταγματική επιταγή περί παρουσίας εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας σε κάθε έρευνα κατ’ οίκον κάνοντας τη διάκριση μεταξύ διοικητικής και ποινικής έρευνας.  Όπως ορθώς επισημαίνουν 5 μέλη του ΝΣΚ, το Σύνταγμα ορίζει ότι απαιτείται «πάντοτε» η παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας χωρίς διακρίσεις. Η λέξη «πάντοτε» δεν αφήνει περιθώρια για ερμηνείες.
           
Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η γνώμη άλλων 5 μελών του ΝΣΚ που έκριναν ότι το ερώτημα εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του ΝΣΚ. Τα μέλη αυτά εστιάζουν το ζήτημα στην ποινική διαδικασία και μόνον, για να καταλήξουν στην άποψη ότι το άρθρο 25§3 ν. 4174/2014 δεν αφορά σε θέματα αρμοδιότητας οργάνων της φορολογικής Διοίκησης, αλλά σε θέματα της αποκλειστικής αρμοδιότητος των εισαγγελικών αρχών που έχουν τη διεύθυνση των ανακρίσεων χρησιμοποιώντας τους εφοριακούς υπαλλήλους ως ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους. Ομολογώ ότι με εξέπληξε η θέση αυτή. Πώς είναι δυνατόν το ΝΣΚ ως νομικός παραστάτης του Δημοσίου να μην έχει λόγο για τα καθήκοντα των δημοσίων υπαλλήλων στα πλαίσια των ενεργειών τους ως ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων; Κι’ αν ο εισαγγελέας τους δώσει παράνομη εντολή; Δεν θα πρέπει να προστατευθούν οι εφοριακοί από μία αυθαιρεσία που τους καλεί να διαπράξουν ο εισαγγελέας;   
           
Πάντως, εξ αφορμής του ζητήματος που ανέκυψε με την επίμαχη διάταξη που ψήφισε ο Ταμήλος, και ενόψει της ισχυρής μειοψηφίας που μάλλον κινείται στη σωστή κατεύθυνση τίθεται πλέον ζήτημα συνταγματικότητος και των διατάξεων τόσο του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας όσο και του Κώδικος Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων που επιτρέπουν στα όργανα αναγκαστικής εκτέλεσης εκτελεστών εν γένει τίτλων να εισέρχονται στην κατοικία του οφειλέτη και να ανοίγουν ερμάρια, συρτάρια κ.λπ. εις αναζήτηση  κινητών προς κατάσχεση χωρίς την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας.
 
Σωτήριος ΚαλαμίτσηςΕπιστήθιος φίλος του γιατρού Γωγούση, σφόδρα δε πιθανόν και ομόκελλος

Υ.Γ. Όσο και αν έψαξα δεν βρήκα διάταξη νόμου που να επιτρέπει στην κυβέρνηση να παραπέμπει στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σημαντικό ζήτημα προς έκφραση γνώμης. Το γράφω, διότι ανακοινώθηκε ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης παρέπεμψε τη γνωμοδότηση του ΝΣΚ προς κρίση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αν κάποιος γνωρίζει τέτοια διάταξη, ας με φωτίσει.
             


Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More