Της Βασιλικής Σιούτη
«Και τώρα ρίχνουμε σιγά σιγά τους τόνους». Αυτή είναι περίπου η κυβερνητική γραμμή της εβδομάδας στο πλαίσιο της πολιτικής «βλέποντας και κάνοντας», γιατί άλλη πολιτική -σχεδιασμένη- δεν υπάρχει.
Eπί μέρες διαβεβαίωναν τα επιτελεία του Α. Σαμαρά και του Β. Βενιζέλου, βομβαρδίζοντας επικοινωνιακά μέσω των ΜΜΕ το ελληνικό κοινό που τους ακούει, ότι δεν θα πάρουν άλλα μέτρα κι ότι θα αρχίσουν σκληρή και ανυποχώρητη διαπραγμάτευση με τους δανειστές για να τους πείσουν ότι η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο. Την ίδια στιγμή προετοίμαζαν τα «στοχευμένα» νέα μέτρα περικοπών και φόρων τα οποία αναμένεται να εντείνουν περαιτέρω τη φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος της κοινωνίας που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η αίσθηση που επικρατεί σήμερα στα επιτελεία των δύο αρχηγών είναι ότι μάλλον το παράκαναν λίγο, καθώς όσοι ανέλαβαν να μεταφέρουν τις προηγούμενες μέρες τη γραμμή «όχι άλλα μέτρα» έδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο. Οι εκπρόσωποι των δανειστών δεν παίρνουν πλέον ιδιαίτερα στα σοβαρά όσα αντιλαμβάνονται ότι λέγονται για εσωτερική κατανάλωση, εξέφρασαν ωστόσο τις ανησυχίες τους για την τακτική αυτή. Αντίθετος εξαρχής ήταν ο υπουργός Οικονομικών, ο οποίος αρνήθηκε να παίξει το επικοινωνιακό παιχνίδι «όχι νέα μέτρα», προτιμώντας να μιλά για «στοχευμένα». Στα λόγια του Γ. Στουρνάρα άλλωστε, θα αναγκαστούν να έρθουν πολύ σύντομα και οι δύο αρχηγοί.
Στις συζητήσεις με τους δανειστές δεν είπαν ποτέ όσα έλεγαν στο εσωτερικό της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν γερμανός αξιωματούχος (όπως το μετέφερε ο ίδιος) ρώτησε την ελληνική πλευρά «Μα τι πάθατε ξαφνικά;», του εξήγησαν ότι «Δεν εννοούμε καθόλου μέτρα, για τα οριζόντια μιλάμε». Όχι βέβαια ότι θα αποφευχθούν και τα οριζόντια τελικά, κι αυτό προκύπτει από τις αποκαλύψεις για νέα μέτρα που έχουν ήδη δημοσιευθεί.. Το μήνυμα των Γερμανών, πάντως, για άλλη μία φορά ήταν: «Μαζευτείτε και συνεχίστε το πρόγραμμα».
Τα περί διαπραγμάτευσης η γερμανική πλευρά τα θεωρεί αστεία, κι απ’ ό,τι λέει δεν υπάρχει κανένα τέτοιο θέμα προς συζήτηση για την ώρα. Για να διαπραγματευτείς, άλλωστε, χρειάζονται τουλάχιστον δύο μέρη. Εδώ έχουμε μόνο την ελληνική πλευρά να δηλώνει ότι θα διαπραγματευτεί - χωρίς την άλλη να έχει συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο και χωρίς να της έχει τεθεί καν το ζήτημα επί της ουσίας.
Το ότι η γερμανίδα καγκελάριος παρέπεμψε τον Α. Σαμαρά να συζητήσει με την τρόικα αποτελεί ταπεινωτική απάντηση, γεμάτη απαξίωση, προς τον έλληνα πρωθυπουργό,. Ως γνωστόν, η τρόικα είναι παντελώς αναρμόδια για πολιτικές διαπραγματεύσεις. Δεν έχει κάνει ποτέ και ούτε της επιτρέπεται.
Το ερώτημα που παραμένει σε ορισμένους, εντός της ελληνικής επικράτειας, είναι ότι αφού τίποτα δεν θα αλλάξει, τότε γιατί οι Σαμαράς και Βενιζέλος ύψωσαν τους τόνους κι έκαναν τους αντάρτες, δημιουργώντας ενδεχομένως και κάποιες προσδοκίες σε ορισμένους. Η απάντηση που δίνει επικοινωνιολόγος που έχει συνεργαστεί και με τα δύο κόμματα είναι ότι ακριβώς επειδή δεν έχουν περιθώρια πολιτικών κινήσεων, αισθάνονται την ανάγκη να πουν κάτι τραβώντας την προσοχή στα λόγια και κερδίζοντας χρόνο. Πιστεύουν πως δίνουν το μήνυμα ότι τουλάχιστον προσπαθούν και ότι συμβιβάζονται, όταν έρχεται η ώρα, λόγω της αδήριτης ανάγκης.
Στο Μέγαρο Μαξίμου, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε προταθεί κι άλλη τακτική, αυτή του «φόβου και της αγωνίας» αντί της «αντίστασης», αλλά δεν προτιμήθηκε (για την ώρα). Φόβο και αγωνία όμως έχουν στην κυβέρνηση για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, καθώς τρέμουν την πανωλεθρία και οι ενδείξεις των μυστικών δημοσκοπήσεων που έχουν φτάσει στα χέρια τους δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές γι’ αυτούς. Οι δανειστές ωστόσο δεν πτοούνται μ’ αυτά, καθώς μια λύση που θα «χάριζε χρήματα » στην Ελλάδα, ώστε Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ να πήγαιναν στις ευρωεκλογές έχοντας κερδίσει κάτι, θα έβλαπτε τα ηγετικά κόμματα στη Γερμανία και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.
Κι ενώ η ελληνική κυβέρνηση, ακόμα και μετά από τρία χρόνια στο -αποδεδειγμένα καταστροφικό- μνημόνιο, δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για την επεξεργασία εναλλακτικής πρότασης, στη Γερμανία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, προετοιμάζονται και για το απευκταίο βάζοντας σε κίνηση το δικό τους σχέδιο Β. Το «απευκταίο» γι’ αυτούς είναι το λεγόμενο «πολιτικό ατύχημα» που θα έφερνε στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με γερμανικές πηγές, έχουν ήδη προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο αυτό αφενός μελετώντας τις συνέπειες (εκτίμηση κινδύνων) και προετοιμαζόμενοι γι’ αυτές, και αφετέρου επιχειρώντας να συνεννοηθούν με την ηγεσία του. Όπως παρατηρούσε πρόσφατα πολιτικός αναλυτής, «Παλαιότερα, όποτε ρωτούσαμε τον Σόιμπλε και τους γερμανούς αξιωματούχους γιατί δεν προσκαλούν τον Α. Τσίπρα, απαντούσαν: Δεν τον θέλουμε στην αυλή μας. Είναι αντίπαλος». Αυτό άλλαξε και θα αλλάξει περισσότερο στο μέλλον».
Αυτό που είναι πάντως ξεκάθαρο στη Γερμανία είναι ότι δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στην πολιτική ηγεσία της χώρας, ακόμα και στον «δικό τους» Α. Σαμαρά και φροντίζουν να υπάρχει συνεχώς μια δόση από την οποία θα εξαρτάται η χώρα, η οποία θα απελευθερώνεται κάθε φορά μόνο μετά τη λήψη μέτρων, όπως και αν αυτά βαφτιστούν στο μέλλον. Μάλιστα, είναι πεισμένοι ότι οι όποιες πιέσεις τούς μεταφέρονται από την ελληνική πολιτική ηγεσία για χαλάρωση, αφορούν μόνο τις ελίτ, συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα και την κομματική τους πελατεία.
Η πρώτη «εξέγερση» του Α. Σαμαρα απέναντι στους δανειστές πνίγηκε πριν καν ξεσπάσει, με τη .Μέρκελ να τον αντιμετωπίζει σαν κλωτσοσκούφι, παραπέμποντάς τον να συζητήσει με τους υπαλλήλους της τρόικας. Το πρόβλημά του τώρα είναι η εξεύρεση μιας νέας επικοινωνιακής συνταγής που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει το σκόπελο του προϋπολογισμού και των μέτρων και θα του δώσει χρόνο μέχρι την άνοιξη. Εντελώς διαφορετικό από το πρόβλημα της κοινωνίας, που αγωνιά να μπει ένα φρένο στην αύξηση της φτώχειας με ένα σχέδιο που κανείς μέχρι στιγμής δεν ενδιαφέρεται να καταστρώσει.
«Και τώρα ρίχνουμε σιγά σιγά τους τόνους». Αυτή είναι περίπου η κυβερνητική γραμμή της εβδομάδας στο πλαίσιο της πολιτικής «βλέποντας και κάνοντας», γιατί άλλη πολιτική -σχεδιασμένη- δεν υπάρχει.
Eπί μέρες διαβεβαίωναν τα επιτελεία του Α. Σαμαρά και του Β. Βενιζέλου, βομβαρδίζοντας επικοινωνιακά μέσω των ΜΜΕ το ελληνικό κοινό που τους ακούει, ότι δεν θα πάρουν άλλα μέτρα κι ότι θα αρχίσουν σκληρή και ανυποχώρητη διαπραγμάτευση με τους δανειστές για να τους πείσουν ότι η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο. Την ίδια στιγμή προετοίμαζαν τα «στοχευμένα» νέα μέτρα περικοπών και φόρων τα οποία αναμένεται να εντείνουν περαιτέρω τη φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος της κοινωνίας που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η αίσθηση που επικρατεί σήμερα στα επιτελεία των δύο αρχηγών είναι ότι μάλλον το παράκαναν λίγο, καθώς όσοι ανέλαβαν να μεταφέρουν τις προηγούμενες μέρες τη γραμμή «όχι άλλα μέτρα» έδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο. Οι εκπρόσωποι των δανειστών δεν παίρνουν πλέον ιδιαίτερα στα σοβαρά όσα αντιλαμβάνονται ότι λέγονται για εσωτερική κατανάλωση, εξέφρασαν ωστόσο τις ανησυχίες τους για την τακτική αυτή. Αντίθετος εξαρχής ήταν ο υπουργός Οικονομικών, ο οποίος αρνήθηκε να παίξει το επικοινωνιακό παιχνίδι «όχι νέα μέτρα», προτιμώντας να μιλά για «στοχευμένα». Στα λόγια του Γ. Στουρνάρα άλλωστε, θα αναγκαστούν να έρθουν πολύ σύντομα και οι δύο αρχηγοί.
Στις συζητήσεις με τους δανειστές δεν είπαν ποτέ όσα έλεγαν στο εσωτερικό της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν γερμανός αξιωματούχος (όπως το μετέφερε ο ίδιος) ρώτησε την ελληνική πλευρά «Μα τι πάθατε ξαφνικά;», του εξήγησαν ότι «Δεν εννοούμε καθόλου μέτρα, για τα οριζόντια μιλάμε». Όχι βέβαια ότι θα αποφευχθούν και τα οριζόντια τελικά, κι αυτό προκύπτει από τις αποκαλύψεις για νέα μέτρα που έχουν ήδη δημοσιευθεί.. Το μήνυμα των Γερμανών, πάντως, για άλλη μία φορά ήταν: «Μαζευτείτε και συνεχίστε το πρόγραμμα».
Τα περί διαπραγμάτευσης η γερμανική πλευρά τα θεωρεί αστεία, κι απ’ ό,τι λέει δεν υπάρχει κανένα τέτοιο θέμα προς συζήτηση για την ώρα. Για να διαπραγματευτείς, άλλωστε, χρειάζονται τουλάχιστον δύο μέρη. Εδώ έχουμε μόνο την ελληνική πλευρά να δηλώνει ότι θα διαπραγματευτεί - χωρίς την άλλη να έχει συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο και χωρίς να της έχει τεθεί καν το ζήτημα επί της ουσίας.
Το ότι η γερμανίδα καγκελάριος παρέπεμψε τον Α. Σαμαρά να συζητήσει με την τρόικα αποτελεί ταπεινωτική απάντηση, γεμάτη απαξίωση, προς τον έλληνα πρωθυπουργό,. Ως γνωστόν, η τρόικα είναι παντελώς αναρμόδια για πολιτικές διαπραγματεύσεις. Δεν έχει κάνει ποτέ και ούτε της επιτρέπεται.
Το ερώτημα που παραμένει σε ορισμένους, εντός της ελληνικής επικράτειας, είναι ότι αφού τίποτα δεν θα αλλάξει, τότε γιατί οι Σαμαράς και Βενιζέλος ύψωσαν τους τόνους κι έκαναν τους αντάρτες, δημιουργώντας ενδεχομένως και κάποιες προσδοκίες σε ορισμένους. Η απάντηση που δίνει επικοινωνιολόγος που έχει συνεργαστεί και με τα δύο κόμματα είναι ότι ακριβώς επειδή δεν έχουν περιθώρια πολιτικών κινήσεων, αισθάνονται την ανάγκη να πουν κάτι τραβώντας την προσοχή στα λόγια και κερδίζοντας χρόνο. Πιστεύουν πως δίνουν το μήνυμα ότι τουλάχιστον προσπαθούν και ότι συμβιβάζονται, όταν έρχεται η ώρα, λόγω της αδήριτης ανάγκης.
Στο Μέγαρο Μαξίμου, σύμφωνα με πληροφορίες, είχε προταθεί κι άλλη τακτική, αυτή του «φόβου και της αγωνίας» αντί της «αντίστασης», αλλά δεν προτιμήθηκε (για την ώρα). Φόβο και αγωνία όμως έχουν στην κυβέρνηση για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, καθώς τρέμουν την πανωλεθρία και οι ενδείξεις των μυστικών δημοσκοπήσεων που έχουν φτάσει στα χέρια τους δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές γι’ αυτούς. Οι δανειστές ωστόσο δεν πτοούνται μ’ αυτά, καθώς μια λύση που θα «χάριζε χρήματα » στην Ελλάδα, ώστε Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ να πήγαιναν στις ευρωεκλογές έχοντας κερδίσει κάτι, θα έβλαπτε τα ηγετικά κόμματα στη Γερμανία και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.
Κι ενώ η ελληνική κυβέρνηση, ακόμα και μετά από τρία χρόνια στο -αποδεδειγμένα καταστροφικό- μνημόνιο, δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για την επεξεργασία εναλλακτικής πρότασης, στη Γερμανία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, προετοιμάζονται και για το απευκταίο βάζοντας σε κίνηση το δικό τους σχέδιο Β. Το «απευκταίο» γι’ αυτούς είναι το λεγόμενο «πολιτικό ατύχημα» που θα έφερνε στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με γερμανικές πηγές, έχουν ήδη προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο αυτό αφενός μελετώντας τις συνέπειες (εκτίμηση κινδύνων) και προετοιμαζόμενοι γι’ αυτές, και αφετέρου επιχειρώντας να συνεννοηθούν με την ηγεσία του. Όπως παρατηρούσε πρόσφατα πολιτικός αναλυτής, «Παλαιότερα, όποτε ρωτούσαμε τον Σόιμπλε και τους γερμανούς αξιωματούχους γιατί δεν προσκαλούν τον Α. Τσίπρα, απαντούσαν: Δεν τον θέλουμε στην αυλή μας. Είναι αντίπαλος». Αυτό άλλαξε και θα αλλάξει περισσότερο στο μέλλον».
Αυτό που είναι πάντως ξεκάθαρο στη Γερμανία είναι ότι δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στην πολιτική ηγεσία της χώρας, ακόμα και στον «δικό τους» Α. Σαμαρά και φροντίζουν να υπάρχει συνεχώς μια δόση από την οποία θα εξαρτάται η χώρα, η οποία θα απελευθερώνεται κάθε φορά μόνο μετά τη λήψη μέτρων, όπως και αν αυτά βαφτιστούν στο μέλλον. Μάλιστα, είναι πεισμένοι ότι οι όποιες πιέσεις τούς μεταφέρονται από την ελληνική πολιτική ηγεσία για χαλάρωση, αφορούν μόνο τις ελίτ, συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα και την κομματική τους πελατεία.
Η πρώτη «εξέγερση» του Α. Σαμαρα απέναντι στους δανειστές πνίγηκε πριν καν ξεσπάσει, με τη .Μέρκελ να τον αντιμετωπίζει σαν κλωτσοσκούφι, παραπέμποντάς τον να συζητήσει με τους υπαλλήλους της τρόικας. Το πρόβλημά του τώρα είναι η εξεύρεση μιας νέας επικοινωνιακής συνταγής που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει το σκόπελο του προϋπολογισμού και των μέτρων και θα του δώσει χρόνο μέχρι την άνοιξη. Εντελώς διαφορετικό από το πρόβλημα της κοινωνίας, που αγωνιά να μπει ένα φρένο στην αύξηση της φτώχειας με ένα σχέδιο που κανείς μέχρι στιγμής δεν ενδιαφέρεται να καταστρώσει.