Γράφει ο Παναγιώτης Βελισσάρης - Λυμπερίδης
Την περασμένη εβδομάδα και στον απόηχο των μεγάλων αναταραχών στην Τουρκία, ακόμη μία χώρα -ανερχόμενος οικονομικός γίγαντας- βρέθηκε στη δίνη μαζικών διαδηλώσεων και βίαιων επεισοδίων τα οποία βάφτηκαν με το αίμα τεσσάρων νεκρών διαδηλωτών.
Μεγάλες πόλεις της Βραζιλίας έγιναν θέατρο συγκρούσεων μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής, με τις εκτεταμένες ταραχές κατά τη διάρκεια του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών της FIFA, να στρέφουν τα μάτια όλου του πλανήτη στη λατινοαμερικάνικη χώρα.
Η προωθούμενη αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων στις μεγαλουπόλεις της Βραζιλίας, στάθηκε η αφορμή των διαδηλώσεων. Οι πραγματικοί λόγοι που ώθησαν τον κόσμο στους δρόμους ωστόσο, είναι βαθύτεροι και έχουν τις ρίζες τους στο πρόσφατο παρελθόν· συγκεκριμένα στα τέλη της δεκαετίας του '90 και στις αρχές του 2000.
Το Ταμείο μαζί με άλλους διεθνείς οργανισμούς όπως οι G7 και η Παγκόσμια Τράπεζα χορήγησαν ένα δάνειο μαμούθ για τα δεδομένα της εποχής, ύψους 42,6 δισ. δολαρίων, με την τότε κυβέρνηση της Βραζιλίας να εφαρμόζει ως αντάλλαγμα ένα πρόγραμμα λιτότητας του οποίου η «συνταγή» έχει αρκετές ομοιότητες με αυτά που εφαρμόζονται στη χώρα μας: Αυξήσεις φόρων, αποκρατικοποιήσεις (κερδοφόρων) οργανισμών του δημοσίου, μειώσεις των δημοσίων δαπανών για υγεία, παιδεία δημόσιες μεταφορές, καθώς και αναμόρφωση του κρατικού συστήματος συντάξεων.
Τα αποτελέσματα που άφησε πίσω της η θεραπεία «σοκ» που υπέστη η κοινωνία της Βραζιλίας ήταν ολέθρια... Μεγάλο ποσοστό των πολιτών ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας (Το 2001 -μόλις τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του προγράμματος- οι εκτιμήσεις, κυμαινόταν από 22 εκατομμύρια πολίτες μέχρι και 55 εκατομμύρια), ενώ οι περίφημες φαβέλες (παραγκουπόλεις) στα προάστια μεγάλων πόλεων όπως το Σάο Πάολο και το Ρίο Ντε Τζανέιρο εξαπλώθηκαν ακόμη περισσότερο και δέχθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους ανθρώπους, χτυπημένους από την ανεργία.
Η απόγνωση που γέννησε η φτώχεια έφερε και θεαματική αύξηση της εγκληματικότητας, με τις ένοπλες συμπλοκές και τα άγρια εγκλήματα να γίνονται πλέον η πικρή καθημερινότητα.
Οι κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες παραμένουν σμπαραλιασμένες, η εγκληματικότητα δεν μειώνεται, η διαφθορά ανθεί και οι φαβέλες παραμένουν τεράστιες, αποκλεισμένες περιοχές -πραγματικά άντρα εγκληματικότητας, στις οποίες συχνά πυκνά πραγματοποιούν στρατιωτικού τύπου και αιματοβαμμένες επεμβάσεις οι δυνάμεις καταστολής.
Για ένα μεγάλο κομμάτι της βραζιλιάνικης κοινωνίας τα οφέλη της εκρηκτικής ανάπτυξης που βίωσε η χώρα τα τελευταία χρόνια – τα οποία και την κατέστησαν μία από τις νέες υπερδυνάμεις στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα- δεν ήταν παρά ένας απαγορευμένος καρπός, που μπορούσαν να τον δουν, αλλά όχι και να τον αγγίξουν.
Η συσσωρευμένη οργή κάποια στιγμή θα εκφραζόταν, αφού αντί η κυβέρνηση Ρούσεφ να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην συνέχιση των προγραμμάτων καταπολέμησης της φτώχειας επέλεγε να επενδύσει στην... διεξαγωγή αθλητικών διοργανώσεων: Το Κύπελλο Συνομοσπονδιών το οποίο διεξάγεται αυτές τις ημέρες, το Μουντιάλ του 2014, αλλά και οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Ρίο Ντε Τζανέιρο το 2016.
Η Βραζιλία έγινε ένα απέραντο εργοτάξιο και τα γήπεδα ξεφυτρώνουν σαν... τα μανιτάρια, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα νοσοκομεία που τόσο ανάγκη έχουν οι κάτοικοι της χώρας, όπως επίσης και άλλες δημόσιες υπηρεσίες – παραδείγματος χάρη τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Τομείς που βρίσκονται πρακτικά σε αποσύνθεση, και που συρρικνώθηκαν από τα προγράμματα λιτότητας τα οποία εφαρμόστηκαν στα τέλη του 90 και έκτοτε αφέθηκαν στην τύχη τους ακόμα και από τις μετέπειτα κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος του Λούλα και της Ρούσεφ.
«Θέλουμε νοσοκομεία και όχι γήπεδα» ήταν εξάλλου ένα από τα συνθήματα που ακούστηκαν στις μαζικές διαδηλώσεις, σε διάφορες μεγαλουπόλεις της χώρας, μαζί με τα αιτήματα για δωρεάν συγκοινωνίες, αλλά και περισσότερη διαφάνεια στο δημόσιο βίο.
Η πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ, και σε αντίθεση με τον Τούρκο ομόλογο της Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν- δεν χρησιμοποίησε την καταστολή ως μέσο φίμωσης των διαδηλωτών.
Μπορεί να σημειώθηκαν επεισόδια – να υπήρξαν ακόμη και νεκροί- ωστόσο από την πρώτη στιγμή έδειξε διάθεση διαλόγου, συναντώντας εκπροσώπους των διαδηλωτών, ενώ τη Δευτέρα που μας πέρασε εξήγγειλε και την αύξηση των κρατικών δαπανών για τις δημόσιες συγκοινωνίες κατά 19 δισ. ευρώ.
Παράλληλα σε μία κίνηση κατευνασμού το κογκρέσο της χώρας την Τετάρτη απέρριψε νόμο με τον οποίο περιοριζόταν η δικαιοδοσία των εισαγγελέων στη διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς, ενώ το Ειδικό Δικαστήριο με μία πρωτόγνωρη στην ιστορία της χώρας απόφαση διέταξε την άμεση φυλάκιση εν ενεργεία βουλευτή ο οποίος κατηγορείται για υπεξαίρεση.
Εντέλει, το ερώτημα που γεννάται είναι εάν οι υποσχέσεις της Ρούσεφ – η οποία προέρχεται από το χώρο της αριστεράς και έχει φυλακισθεί και βασανιστεί από την στρατιωτική δικτατορία το 1970- και οι θεσμικές αποφάσεις αρκούν για να πείσουν τους πολίτες μίας χώρας που οι κοινωνικές ανισότητες είναι από τις μεγαλύτερες στον πλανήτη ή απλώς θα μείνουν στα χαρτιά και θα καταγραφούν ως μία προσπάθεια εκτόνωσης της λαϊκής οργής...
Την περασμένη εβδομάδα και στον απόηχο των μεγάλων αναταραχών στην Τουρκία, ακόμη μία χώρα -ανερχόμενος οικονομικός γίγαντας- βρέθηκε στη δίνη μαζικών διαδηλώσεων και βίαιων επεισοδίων τα οποία βάφτηκαν με το αίμα τεσσάρων νεκρών διαδηλωτών.
Μεγάλες πόλεις της Βραζιλίας έγιναν θέατρο συγκρούσεων μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής, με τις εκτεταμένες ταραχές κατά τη διάρκεια του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών της FIFA, να στρέφουν τα μάτια όλου του πλανήτη στη λατινοαμερικάνικη χώρα.
Η προωθούμενη αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων στις μεγαλουπόλεις της Βραζιλίας, στάθηκε η αφορμή των διαδηλώσεων. Οι πραγματικοί λόγοι που ώθησαν τον κόσμο στους δρόμους ωστόσο, είναι βαθύτεροι και έχουν τις ρίζες τους στο πρόσφατο παρελθόν· συγκεκριμένα στα τέλη της δεκαετίας του '90 και στις αρχές του 2000.
Η κρίση και το ΔΝΤ
Η οικονομική κρίση που βίωνε η χώρα, απόρροια του σοκ που υπέστησαν από το 1997 και έπειτα οι αναδυόμενες οικονομίες του πλανήτη – χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάρρευση της Ρωσία, αλλά και πολλών ασιατικών χωρών- έφερε απανωτές υποβαθμίσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, κερδοσκοπικές επιθέσεις και εν τέλει το... ΔΝΤ:Το Ταμείο μαζί με άλλους διεθνείς οργανισμούς όπως οι G7 και η Παγκόσμια Τράπεζα χορήγησαν ένα δάνειο μαμούθ για τα δεδομένα της εποχής, ύψους 42,6 δισ. δολαρίων, με την τότε κυβέρνηση της Βραζιλίας να εφαρμόζει ως αντάλλαγμα ένα πρόγραμμα λιτότητας του οποίου η «συνταγή» έχει αρκετές ομοιότητες με αυτά που εφαρμόζονται στη χώρα μας: Αυξήσεις φόρων, αποκρατικοποιήσεις (κερδοφόρων) οργανισμών του δημοσίου, μειώσεις των δημοσίων δαπανών για υγεία, παιδεία δημόσιες μεταφορές, καθώς και αναμόρφωση του κρατικού συστήματος συντάξεων.
Τα αποτελέσματα που άφησε πίσω της η θεραπεία «σοκ» που υπέστη η κοινωνία της Βραζιλίας ήταν ολέθρια... Μεγάλο ποσοστό των πολιτών ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας (Το 2001 -μόλις τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του προγράμματος- οι εκτιμήσεις, κυμαινόταν από 22 εκατομμύρια πολίτες μέχρι και 55 εκατομμύρια), ενώ οι περίφημες φαβέλες (παραγκουπόλεις) στα προάστια μεγάλων πόλεων όπως το Σάο Πάολο και το Ρίο Ντε Τζανέιρο εξαπλώθηκαν ακόμη περισσότερο και δέχθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους ανθρώπους, χτυπημένους από την ανεργία.
Η απόγνωση που γέννησε η φτώχεια έφερε και θεαματική αύξηση της εγκληματικότητας, με τις ένοπλες συμπλοκές και τα άγρια εγκλήματα να γίνονται πλέον η πικρή καθημερινότητα.
Τι έκαναν και (δεν) έκαναν ο Λούλα και η Ρούσεφ
Και μπορεί από το 2002 και έπειτα όταν βρέθηκε στην ηγεσία το εργατικό κόμμα του Λούλα Ντα Σίλβα στην αρχή και της Ντίλμα Ρούσεφ έπειτα να έγιναν μεγάλα βήματα προς τα μπρος, και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να εξήλθε από τα όρια της απόλυτης φτώχειας και γενικότερα να βελτιώθηκαν οι συνθήκες ζωής, ωστόσο η χώρα ακόμη προσπαθεί να συνέλθει από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα των περασμένων χρόνων.Οι κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες παραμένουν σμπαραλιασμένες, η εγκληματικότητα δεν μειώνεται, η διαφθορά ανθεί και οι φαβέλες παραμένουν τεράστιες, αποκλεισμένες περιοχές -πραγματικά άντρα εγκληματικότητας, στις οποίες συχνά πυκνά πραγματοποιούν στρατιωτικού τύπου και αιματοβαμμένες επεμβάσεις οι δυνάμεις καταστολής.
Για ένα μεγάλο κομμάτι της βραζιλιάνικης κοινωνίας τα οφέλη της εκρηκτικής ανάπτυξης που βίωσε η χώρα τα τελευταία χρόνια – τα οποία και την κατέστησαν μία από τις νέες υπερδυνάμεις στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα- δεν ήταν παρά ένας απαγορευμένος καρπός, που μπορούσαν να τον δουν, αλλά όχι και να τον αγγίξουν.
Η συσσωρευμένη οργή κάποια στιγμή θα εκφραζόταν, αφού αντί η κυβέρνηση Ρούσεφ να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην συνέχιση των προγραμμάτων καταπολέμησης της φτώχειας επέλεγε να επενδύσει στην... διεξαγωγή αθλητικών διοργανώσεων: Το Κύπελλο Συνομοσπονδιών το οποίο διεξάγεται αυτές τις ημέρες, το Μουντιάλ του 2014, αλλά και οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Ρίο Ντε Τζανέιρο το 2016.
Η Βραζιλία έγινε ένα απέραντο εργοτάξιο και τα γήπεδα ξεφυτρώνουν σαν... τα μανιτάρια, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα νοσοκομεία που τόσο ανάγκη έχουν οι κάτοικοι της χώρας, όπως επίσης και άλλες δημόσιες υπηρεσίες – παραδείγματος χάρη τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Τομείς που βρίσκονται πρακτικά σε αποσύνθεση, και που συρρικνώθηκαν από τα προγράμματα λιτότητας τα οποία εφαρμόστηκαν στα τέλη του 90 και έκτοτε αφέθηκαν στην τύχη τους ακόμα και από τις μετέπειτα κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος του Λούλα και της Ρούσεφ.
Και ήρθε η έκρηξη
Εάν σε όλα αυτά προστεθεί και η μάστιγα της διαφθοράς και η ατιμωρησία που απολάμβαναν μέχρι πρότινος πρώην και νυν κρατικοί αξιωματούχοι, πολιτικοί και κυβερνήτες πολιτειών, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η κοινωνική «έκρηξη» που ήρθε με την έναρξη του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών της FIFA ήταν από πολλούς αναμενόμενη.«Θέλουμε νοσοκομεία και όχι γήπεδα» ήταν εξάλλου ένα από τα συνθήματα που ακούστηκαν στις μαζικές διαδηλώσεις, σε διάφορες μεγαλουπόλεις της χώρας, μαζί με τα αιτήματα για δωρεάν συγκοινωνίες, αλλά και περισσότερη διαφάνεια στο δημόσιο βίο.
Η πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ, και σε αντίθεση με τον Τούρκο ομόλογο της Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν- δεν χρησιμοποίησε την καταστολή ως μέσο φίμωσης των διαδηλωτών.
Μπορεί να σημειώθηκαν επεισόδια – να υπήρξαν ακόμη και νεκροί- ωστόσο από την πρώτη στιγμή έδειξε διάθεση διαλόγου, συναντώντας εκπροσώπους των διαδηλωτών, ενώ τη Δευτέρα που μας πέρασε εξήγγειλε και την αύξηση των κρατικών δαπανών για τις δημόσιες συγκοινωνίες κατά 19 δισ. ευρώ.
Προσπάθειες κατευνασμού ή επικοινωνιακά τεχνάσματα;
Η Ρούσεφ όμως δεν έμεινε μόνο σε αυτά, αφού – δεδομένου και το ότι σύντομα θα κληθεί να διεκδικήσει και δεύτερη προεδρική θητεία αφού οι εκλογές πλησιάζουν... επικίνδυνα- προανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τις «μεγάλες», όπως τις χαρακτήρισε «πολιτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα», ενώ υποσχέθηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των κερδών επί των τεράστιων ενεργειακών πόρων που έχει στη διάθεσή της Βραζιλία θα διατίθεται για την υγεία και την εκπαίδευση.Παράλληλα σε μία κίνηση κατευνασμού το κογκρέσο της χώρας την Τετάρτη απέρριψε νόμο με τον οποίο περιοριζόταν η δικαιοδοσία των εισαγγελέων στη διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς, ενώ το Ειδικό Δικαστήριο με μία πρωτόγνωρη στην ιστορία της χώρας απόφαση διέταξε την άμεση φυλάκιση εν ενεργεία βουλευτή ο οποίος κατηγορείται για υπεξαίρεση.
Εντέλει, το ερώτημα που γεννάται είναι εάν οι υποσχέσεις της Ρούσεφ – η οποία προέρχεται από το χώρο της αριστεράς και έχει φυλακισθεί και βασανιστεί από την στρατιωτική δικτατορία το 1970- και οι θεσμικές αποφάσεις αρκούν για να πείσουν τους πολίτες μίας χώρας που οι κοινωνικές ανισότητες είναι από τις μεγαλύτερες στον πλανήτη ή απλώς θα μείνουν στα χαρτιά και θα καταγραφούν ως μία προσπάθεια εκτόνωσης της λαϊκής οργής...