Κάτι πολύ πιο σημαντικό από «φραστική παρεκτροπή» ενός «πολιτικού
κτήνους» ήταν η επίθεση του σοσιαλδημοκράτη υποψήφιου καγκελαρίου της
Γερμανίας Πέερ Στάινμπρουκ εναντίον του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και του
Μπέπε Γκρίλο.
«Τρομάζω κατά κάποιο τρόπο που στην Ιταλία νίκησαν δύο
κλόουν... Ο ένας, ο Μπέπε Γκρίλο, είναι ένας επαγγελματικά ενεργός
κλόουν και δεν προσβάλλεται όταν τον αποκαλούν έτσι...
Ο άλλος ο Σιλβιο Μπερλουσκόνι , είναι οπωσδήποτε ένας κλόουν με μια ιδιαίτερη 'ωθηση υης τεστοστερόνης" δήλωσε ο Στάινμπρουκ.
Αντιλαμβανόμαστε το μίσος του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη υποψηφίου εναντίον του Γκρίλο και του Μπερλουσκόνι, οι οποίοι συσπείρωσαν αθροιστικά το 55% των Ιταλών που ψήφισαν, τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών και κεντροαριστερών, με σημαία τους τον αντιγερμανισμό.
Αντιλαμβανόμαστε το μίσος του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη υποψηφίου εναντίον του Γκρίλο και του Μπερλουσκόνι, οι οποίοι συσπείρωσαν αθροιστικά το 55% των Ιταλών που ψήφισαν, τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών και κεντροαριστερών, με σημαία τους τον αντιγερμανισμό.
Είτε αρέσει είτε όχι στους Γερμανούς
πολιτικούς -και είμαστε βέβαιοι ότι καθόλου δεν τους αρέσει- ο
αντιγερμανισμός είναι πλέον η εκπεφρασμένη και δια της ψήφου ιδεολογία
της πλειοψηφίας του λαού της Ιταλίας, της τρίτης σε μέγεθος οικονομίας
της Ευρωζώνης και ιδρυτικού μέλους της ΕΟΚ των «6» χωρών πριν από μισό
και πλέον αιώνα. Ο αντιγερμανισμός στην Ευρώπη εκδηλώνεται πλέον με
πρωτοφανή καθαρή μορφή στην Ιταλία, κάτι που ενισχύει αντικειμενικά τα
αντιγερμανικά ρεύματα σε όλα τα κράτη της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Αυτό
ενοχλεί τον πρόεδρο των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών και όχι ότι είναι
«κλόουν» ο Μπερλουσκόνι και ο Γκρίλο. Καταλαβαίνουμε επίσης την πίκρα
του Στάινμπρουκ για το γεγονός ότι ο ομοϊδεάτης του και γερμανόδουλος
κεντροαριστερός Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι και ο εγκάθετος επίσης
γερμανόδουλος πρωθυπουργός Μάριο Μόντι αποδείχτηκαν ανίκανοι να ελέγξουν
τη Γερουσία παρά το σκανδαλωδώς καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα και
έτσι να εφαρμόζουν πειθήνια την πολιτική που θα υπαγόρευε το Βερολίνο.
Μειώθηκαν
έτσι -χωρίς φυσικά να εξαντληθούν- οι πιθανότητες σχηματισμού μιας
«κυβέρνησης Κουίσλινγκ» στη Ρώμη και αυτό είναι λογικό να ερεθίζει και
να εκνευρίζει τον αρχηγό των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών αναφορικά με την
υποψηφιότητα για την καγκελαρία. Ο Πέερ Στάινμπρουκ υπέστη και προσωπική
ήττα από το ιταλικό εκλογικό αποτέλεσμα. Ο πολιτικός αυτός είναι ο πιο
δεξιός που υπάρχει στην ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της
Γερμανίας (SPD). Η επιλογή του ως υποψήφιου καγκελαρίου διασφαλίζει εκ
των προτέρων τη συντριπτική ήττα των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών στις
εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Το SPD έβαλε τον δεξιό Στάινμπρουκ
υποψήφιο καγκελάριο όχι για να νικήσει, αλλά θεωρώντας δεδομένη την ήττα
ελπίζει μήπως κατορθώσει και προσκολληθεί στην εξουσία ως ουρά της
Δεξιάς στο πλαίσιο ενός «μεγάλου συνασπισμού», αν το επιτρέψει το
αποτέλεσμα των γερμανικών βουλευτικών εκλογών, που θα γίνουν σε επτά
μήνες.
Αν στην Ιταλία σχηματιζόταν κυβέρνηση υπό τον κεντροαριστερό
Μπερσάνι, ο Στάινμπρουκ θα ενίσχυε κάπως την έτσι κι αλλιώς αξιοθρήνητη
πολιτική ισχύ του στα μάτια της Μέρκελ, εμφανιζόμενος ως ο κατεξοχήν
άνθρωπος που θα μπορούσε να περνάει στους ομοϊδεάτες του Ιταλούς που θα
ασκούσαν την εξουσία, τη γραμμή του Βερολίνου. Την πολιτική δηλαδή του
υπό τη Μέρκελ γερμανικού «μεγάλου συνασπισμού».
Με τη ζημιά όμως που του
έκαναν οι «κλόουν» Μπερλουσκόνι και Γκρίλο, όνειρο ήταν και πάει για
τον Στάινμπρουκ αυτή η δυνατότητα. Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε (επειδή
μπορεί να γεννηθούν ερωτήματα) ότι ο Στάινμπρουκ δεν μπορεί να παίζει με
τον Φρανσουά Ολάντ και τη γαλλική κυβέρνηση τον ρόλο που προσδοκούσε να
παίζει με τους Ιταλούς. Σοσιαλιστές κυβερνούν και στη Γαλλία, αλλά οι
Γάλλοι σοσιαλιστές σιχαίνονται απερίγραπτα τον Στάινμπρουκ και με το
ζόρι ανέχονται ακόμη και κάποια τυπική επαφή μαζί του, προτιμώντας
χίλιες φορές να συνδιαλέγονται απευθείας με την καγκελάριο Ανγκελα
Μέρκελ παρά με τον Στάινμπρουκ.
Το σοβαρότερο όμως συμπέρασμα που
προέκυψε από τη συμπεριφορά του υποψηφίου του SPD για την καγκελαρία,
είναι ότι η ενδεχόμενη συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών σε γερμανική
κυβέρνηση μετά τις εκλογές δεν πρόκειται να σηματοδοτήσει καμία αλλαγή
της πολιτικής του Βερολίνου απέναντι στις χώρες της ευρωζώνης και της
ΕΕ. Το πνεύμα της υπηρέτησης του Τέταρτου Ράιχ κυριαρχεί για την ώρα και
στους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες. Μόνο αν υπάρξουν ανατροπές στους
κόλπους του SPD και καθαιρέσεις ηγετικών στελεχών του, μπορεί να
γεννηθεί κάποια ελπίδα