Το
Κρυφό Σχολειό, στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν ένας μύθος
επινοημένος από λόγιους των χρόνων της Επανάστασης του 1821, μια
«πολιτικά και ιδεολογικά χρήσιμη πλάνη». Ήταν μια κατασκευή που
προσφερόταν αποκλειστικά για πολιτική και ιδεολογική χρήση όπως ήταν και
το Βασιλικό Διάταγμα του 1838 για την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως
ημερομηνίας έναρξης της Επανάστασης του 1821.
Όμως Κρυφά Σχολειά λειτούργησαν στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, την περίοδο 1937 – 1943, όταν η φασιστική Ιταλία, επιχειρώντας να εξιταλίσει πλήρως τον πληθυσμό των νησιών επέβαλε την διδασκαλία των μαθημάτων στα σχολεία, αποκλειστικά στην ιταλική γλώσσα, απαγορεύοντας παράλληλα τα μαθήματα της ελληνικής γλώσσας ακόμα και τη χρήση της στις ώρες του σχολείου.
Τον Σεπτέμβρη του 1936 επισκέφτηκε τα Δωδεκάνησα ο υπουργός Παιδείας της Ιταλίας και μέλος της φασιστικής Τετραρχίας , ο στρατάρχης Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκκι (Cesare Maria de Vecchi), ο οποίος δήλωσε έκπληκτος για το γεγονός ότι οι νησιώτες μιλούν ακόμα ελληνικά! Παραπονέθηκε μάλιστα ότι για να συνεννοηθεί με έναν Δωδεκανήσιο χρειαζόταν απαραίτητα κάποιον διερμηνέα… Δύο μήνες μετά, στις 22 Νοέμβρη ορίζεται Διοικητής και στις 2 Δεκέμβρη 1936 καταφτάνει στη Ρόδο και αναλαμβάνει τη Διοίκηση των Δωδεκανήσων ως «Πολιτικός και Στρατιωτικός Διοικητής των Ιταλικών Νήσων του Αιγαίου» (Governatore Civile e Militare delle Isole Italiane dell’Egeo).
Άρχισε αμέσως την έκδοση διαταγμάτων με στόχο τον γρήγορο εξιταλισμό και εκφασισμό των Δωδεκανησίων. Στις 8 του Δεκέμβρη δημοσιεύθηκε το Διάταγμα αρ. 309, του Ντε Βέκι, με το οποίο ιδρύθηκαν «Γραφεία Τοποθέτησης Εργατών». Με βάση το Διάταγμα αυτό, δεν μπορούσαν οι επιχειρήσεις να προσλάβουν άτομο που δεν ήταν γραμμένο στο Γραφείο και εφοδιασμένο με ειδικό δελτίο. Βέβαια προτεραιότητα στην πρόσληψη είχαν όσοι ήταν γραμμένοι στο φασιστικό Κόμμα. Τέτοια γραφεία ιδρύθηκαν στη Ρόδο, την Κω, τη Σύμη και αλλού.
Η άφιξη του Ντε Βέκκι στη Ρόδο, 2 Δεκέμβρη 1936.
Στις 21 Ιούλη 1937 εκδόθηκε το Κυβερνητικό Διάταγμα 149 με τίτλο «Κανονισμός των Σχολείων στα Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου», με το οποίο μεταρρύθμισε τον Σχολικό Κανονισμό της 1.1.1929 και επιχείρησε την γρήγορη και αποτελεσματικότερη επικράτηση της ιταλικής γλώσσας. Το ΚΔ 149/21.7.1936 μπήκε σε εφαρμογή το σχολικό έτος 1937 – 1938:
Έγχρωμα
καλύμματα σχολικών τετραδίων που προπαγάνδιζαν τη φασιστική νεολαία και
τις δραστηριότητές της, έντυσαν τα τετράδια των Δωδεκανήσιων μαθητών,
γεμάτα σύμβολα του φασισμού. Στην μπροστινή όψη υπήρχε πάντα η φράση:
«Giovinezza in Marcia» (Τα Νιάτα σε Πορεία – με προφανή υπόμνηση της
«Πορείας στη Ρώμη» με την οποία πήραν οι φασίστες την εξουσία στις 28
Οκτώβρη 1922). Στο οπισθόφυλλο υπήρχαν αποσπάσματα από προτροπές και
παραινέσεις του Μουσολίνι (πάνω) ή πληροφορίες για τις αγωνιστικές
εκδηλώσεις των Μαυροχιτώνων (κάτω). Οι φωτογραφίες των εξωφύλλων από το
«Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα (1912 – 1943)» του
Ζαχαρία Ν. Τσιρπανλή – ευγενική παραχώρηση του Παύλου Κόρπη.
Στα τέλη του 1938 η ιταλική διοίκηση δίνει το τελειωτικό χτύπημα στην ελληνική παιδεία των Δωδεκανήσων. Με εντολή του Ντε Βέκκι, τα ελληνικά σχολεία παύουν να λειτουργούν, οι μαθητές τους απορροφώνται από τα ιταλικά σχολεία.
Από τον «Δωδεκανήσιο» της Νέας Υόρκης, του Νοέμβρη 1937, αντιγράφουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την Νίσυρο:
Ο 90χρονος Φραντζής Κουβάς από τη Λέρο θυμάται:
Σε εκπομπή του Κώστα Βελή στο ΡΑΔΙΟ ΛΕΡΟΣ αφιερωμένη στα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Λέρου, ο Γ. Βαλσαμής, πρώτος δήμαρχος της Λέρου από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, θυμάται:
Αυτή την εποχή σε όλα τα νησιά τολμηροί εκπαιδευτικοί και παπάδες οργανώνουν «κρυφά σχολειά» σε σπίτια και εκκλησιές όπου, παράνομα, διδάσκουν ελληνικά, σε αρκετά παιδιά.
Με δεδομένο ότι το μάθημα των θρησκευτικών για τους Ορθόδοξους, καταργήθηκε στα σχολεία, ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος πετυχαίνει, με την άδεια του Ντε Βέκκι, το μάθημα των θρησκευτικών να το αναλάβουν τα κατηχητικά, με τον όρο το μάθημα να γίνεται μέσα στην Εκκλησία, κάθε Κυριακή και στις αργίες, και να χρησιμοποιηθούν ως δάσκαλοι κληρικοί. Αργότερα στους ιερωμένους κατηχητές συμπεριλήφθηκαν και κάποιοι θεολόγοι – λαϊκοί. Από το 1938 η διευρυμένη αυτή μορφή του Κατηχητικού επεκτάθηκε και στα υπόλοιπα νησιά.
Τα Κατηχητικά σχολεία, στην περίοδο 1937 – 1943, επιχείρησαν να αντικαταστήσουν τον δάσκαλο και να διδάξουν, εκτός από τα θρησκευτικά ζητήματα, παράνομα και με χίλιες προφυλάξεις, ανάγνωση και γραφή με βάση κείμενα από την Αγία Γραφή και τα Ευαγγέλια. Συνέκδημοι, Συνόψεις και άλλα θρησκευτικά βιβλία χρησιμοποιήθηκαν ως αναγνωστικά.
Οι περισσότεροι δάσκαλοι και καθηγητές που απολύθηκαν, κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα ή στην Αίγυπτο. Οι γονείς, στα σπίτια των ελληνικών οικογενειών, με τις φτωχές γνώσεις τους, προσπαθούσαν να μάθουν τα παιδιά τους τα πρώτα γράμματα. Οι λίγοι εκπαιδευτικοί που έμειναν έστησαν το δικό τους «Κρυφό Σχολειό», στα σπίτια τους παραδίδοντας μαθήματα σε μικρές ομάδες μαθητών, με αμοιβή «δυο αυγά και λίγο γάλα» και με κίνδυνο της ζωής τους.
«Ήμασταν 6 – 7 παιδιά, 8 – 9 χρόνων», θυμάται και διηγείται ο Νίκος Νταλόγλου από τη Λέρο, «που πηγαίναμε στο σπίτι του παπα-Μάρκου, στα Σπήλια, στον Καλικάρη, τρεις φορές την εβδομάδα, απογεύματα. Τα τέσσερα ήταν κορίτσια. Κρατούσαμε μαζί μας μια πλάκα και ένα κοντύλι. Ο παπα-Μάρκος, παλιός δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο, μας απαγόρευε να κρατάμε τετράδια ή βιβλία, για τον φόβο των Ιταλών και των ντόπιων συνεργατών τους. Πηγαίναμε με χίλιες προφυλάξεις γιατί μας παρακολουθούσαν. Εκεί, με κάποια παλιά σχολικά βιβλία που είχε ο παπα-Μάρκος, μάθαμε να διαβάζουμε και να γράφουμε ελληνικά. Κρυφά μαθήματα έκαναν κι άλλοι δάσκαλοι στα σπίτια τους, ανάμεσά τους και η κόρη του παπα-Μάρκου, η δασκάλα Κλεονίκη Παπαγεωργίου…»
Η Εκπαίδευση την περίοδο της ιταλοκρατίας
Η Οθωμανική
Αυτοκρατορία έχει μπει στη τελική φάση της παρακμής της από τα μέσα του
17ου αιώνα. Αλλεπάλληλες κρίσεις μαστίζουν τη «γερασμένη» οικονομία της.
Η φεουδαρχία ολοκληρώνει τον κύκλο της. Στην κεντρική Ευρώπη αναδύονται
νέες μεγάλες και ισχυρές Δυνάμεις. Η Αστική τάξη μετά από επαναστατικές
διαδικασίες δημιουργεί νέα, ιδιαίτερα αναπτυγμένα κράτη, διψασμένα για
νέα εδάφη, καινούργιες αγορές και ανοιχτούς εμπορικούς δρόμους.
Με στόχο την προσάρτηση της Λιβύης, η Ιταλία στις 28 Σεπτέμβρη του 1911 στέλνει τελεσίγραφο στην τουρκική κυβέρνηση κατηγορώντας τις τουρκικές αρχές της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής για πράξεις εχθρότητας κατά των Ιταλών και των ιταλικών συμφερόντων. Η Τούρκοι αρνούνται να δεχθούν τις τελεσιγραφικές αξιώσεις των Ιταλών και την επομένη, 29 Σεπτέμβρη, η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Τουρκία. Στις 4 Νοέμβρη αποβιβάζει στρατεύματα στην Τρίπολη και την Κυρηναϊκή, διευρύνει το πεδίο μάχης και βομβαρδίζει τουρκικές θέσεις στην Πρέβεζα, τη Βηρυτό και τα Δαρδανέλια.
Με τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο έτοιμο να ξεσπάσει, οι Ιταλοί ξεκινούν πολεμικές επιχειρήσεις για την κατάληψη των Δωδεκανήσων ώστε να πιέσουν και να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των τουρκικών στρατευμάτων στη Λιβύη. Στις 28 Απρίλη 1912 καταλαμβάνουν την Αστυπάλαια, στις 5 Μάη την Ρόδο, στις 8 Μάη την Αστυπάλαια, στις 12 Μάη τα νησιά Κάλυμνος, Λέρος, Λειψοί, Πάτμος, Νίσυρος, Τήλος, Κάσος, και Κάρπαθος, στις 19 Μάη τη Σύμη και τέλος την Κω στις 20 Μάη 1912. Το Καστελόριζο παραδόθηκε αργότερα στην Ιταλία, την 1η Μάρτη 1921, από τους Γάλλους που είχαν καταλάβει το νησί από το 1915.
Σάββατο 4 Μάη 1912, 15.000 Ιταλοί στρατιώτες αποβιβάζονται στον κόλπο των Καλυθιών της Ρόδου και την επομένη καταλαμβάνουν ολόκληρο το νησί.
Η περίοδος της Ιταλοκρατίας έχει ξεκινήσει.
Οι Δωδεκανήσιοι υποδέχονται τους νέους καταχτητές με ενθουσιασμό, θεωρώντας ότι οι Ιταλοί ήρθαν σαν απελευθερωτές και με βάση τις υποσχέσεις τους ήρθε η ώρα της πολυπόθητης Ενωσης με την Ελλάδα. Αντί γι’ αυτό ξεκίνησαν οι διώξεις, παρακολουθήσεις, φυλακίσεις και εξορίες εναντίον των μελών της Δημογεροντίας, της εκκλησίας, της Παιδείας και της διανόησης των νησιών. Σύντομα διαλύθηκαν οι αυταπάτες των κατοίκων. Οσοι μιλούσαν για ένωση με την Ελλάδα κυνηγήθηκαν αμείλικτα από τους Ιταλούς.
Η Τουρκία υποχρεώνεται να υπογράψει την Συνθήκη του Ouchy (Ουσί) (18.10.1912), με την οποία αναγνώριζε την κυριαρχία της Ιταλίας στη Λιβύη. Οι Ιταλοί δεν επέστρεψαν, όπως προέβλεπε η Συνθήκη, τα νησιά στην Τουρκία, αλλά παρέμειναν στην κατοχή τους ως «ενέχυρο κατοχής» μέχρι την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων από μέρους της Τουρκίας.
Μέχρι τότε τα ελληνικά σχολεία εφάρμοζαν ενιαίο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το οποίο στηριζόταν στο πρόγραμμα του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Στο μεταξύ η Ιταλία, η οποία είχε ήδη συμμαχήσει με τα κράτη της Τριπλής Συνεννόησης (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), κήρυξε στις 20 Αυγούστου 1915 τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Δύο μέρες αργότερα, με βασιλικό διάταγμα της 22 Αυγούστου, η ιταλική κυβέρνηση διακήρυξε ότι δε δεσμευόταν πια από τις υποχρεώσεις της Συνθήκης του Ouchy. Την ίδια χρονιά ιδρύονται τα πρώτα ιταλικά σχολεία, νυχτερινά και χωρίς δίδακτρα, για τη διάδοση της ιταλικής γλώσσας.
Την επόμενη χρονιά (1916), με το αιτιολογικό ότι η στάση της Ελλάδας προς την Ανταντ ήταν εχθρική, η ιταλική στρατιωτική διοίκηση δεν επέτρεψε σε Ελληνες καθηγητές να αποβιβαστούν στη Ρόδο και να εργαστούν στα κοινοτικά σχολεία. Στα εβραϊκά και τα μουσουλμανικά σχολεία αντικαθίσταται η διδασκαλία των γαλλικών από τα Ιταλικά, χωρίς προβλήματα.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και στον απόηχο των μεγάλων συλλαλητηρίων που πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη Δωδεκάνησο στις 7 Απρίλη, με αίτημα την Ενωση με την Ελλάδα – το Αιματηρό Πάσχα του 1919 – υπογράφεται η Συμφωνία Τομάσο Τιττόνι – Βενιζέλου, στο Παρίσι, στις 29 Ιούλη 1919, με την οποία η Ιταλία θα παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός από την Ρόδο, η τύχη της οποίας θα κρινόταν με δημοψήφισμα μετά από 5 χρόνια. Την Συμφωνία κατήγγειλε, ένα χρόνο μετά, στις 22 Ιούλη 1920, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, κόμης Κάρλο Σφόρτσα (Carlo Sforza).
Με τη Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιούνη – 10 Αυγούστου 1920) η Τουρκία, ανάμεσα στα άλλα, αναγνωρίζει την κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα. Στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης υπογράφεται νέα ελληνοϊταλική συμφωνία από τον Ε. Βενιζέλο και από ιταλικής πλευράς τον κόμη Λέλιο Μπονίνο Λογκάλε (Συμφωνία Μπονίνο – Βενιζέλου), με την οποία επικυρώνεται η διμερής συμφωνία Ιταλίας και Ελλάδας του 1919 (Συμφωνία Τιττόνι – Βενιζέλου), με τη διαφορά ότι το δημοψήφισμα για τη Ρόδο θα διενεργείτο 15 χρόνια μετά.
Ωστόσο η ήττα της χώρας και η Μικρασιατική Καταστροφή που ακολούθησε, το 1922, έδωσε την ευκαιρία στον Κεμάλ Ατατούρκ και στους Ιταλούς να ακυρώσουν τις συμφωνίες.
Η φασιστικη τετραρχία, στη μέση ο Μπενίτο Μουσολίνι, δίπλα του, αριστερά, ο Αιμίλιο Ντε Μπόνο, και δεξιά ο Ιταλο Μπάλμπο και ο Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκκι.
Στις 28 – 31 Οκτώβρη 1922 παίρνουν την εξουσία στην Ιταλία οι φασίστες με τον Μπενίτο Μουσολίνι. Στις 24 Ιούλη 1923 υπογράφεται η Συνθήκη της Λωζάννης, με την οποία τα Δωδεκάνησα παραχωρούνται οριστικά στην Ιταλία. Αμέσως ξεκινάει η προσπάθεια ιταλοποίησης των νησιών. Η Φασιστική Ιταλία, ένα μήνα μετά – 31.8.1923 – δείχνει τις επεκτατικές της διαθέσεις, βομβαρδίζει και καταλαμβάνει την Κέρκυρα.
Τον Νοέμβρη του 1922 ορίζεται Διοικητής Ρόδου και τον Αύγουστο του 1923 αναλαμβάνει Κυβερνήτης των Νήσων του Αιγαίου (Governatore delle Isole dell’ Egeo) ο διπλωμάτης Μάριο Λάγκο (Mario Lago).
Ο Mario Lago, από την πρώτη στιγμή, ξεκίνησε τις προσπάθειες δημιουργίας ελληνοϊταλικής συνείδησης στους Δωδεκανήσιους μέχρι τον πλήρη εξιταλισμό του τρόπου ζωής τους, με παρεμβάσεις στην οικονομία, την φορολογία και κυρίως στην Εκκλησία και την Παιδεία. Για πρώτη φορά μπαίνει θέμα για την δημιουργία Αυτοκέφαλης Εκκλησίας Δωδεκανήσου, απαλλαγμένης από την εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και με την σύμφωνη γνώμη των Μητροπολιτών Ρόδου Απόστολου Τρύφωνος, Καρπάθου – Κάσου Γερμανού, Λέρου-Καλύμνου Απόστολου, Αρχιερατικού Επιτρόπου Κω Φιλήμονος και του ιερομόναχου της Μονής Πάτμου Ιερεμία, οι οποίοι έστειλαν αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσουν την σύμφωνη γνώμη του Πατριαρχείου.
Το σχέδιο ναυάγησε μετά την άρνηση του Πατριαρχείου, την αντίρρηση της Ελλάδας και την σφοδρή αντίδραση και τις κινητοποιήσεις των Δωδεκανήσιων που είδαν στην πρόταση τον κίνδυνο του εξιταλισμού και το πέρασμα της Εκκλησίας στην επιρροή του Πάπα. Στις 31 Οκτώβρη 1929, ο Πατριάρχης Φώτιος Β΄ δηλώνει ότι είναι πρόθυμος να υπογράψει Πρωτόκολλο για το Αυτοκέφαλο με τον όρο να διενεργηθεί Δημοψήφισμα στα Δωδεκάνησα ώστε με τη σύμφωνη γνώμη των Ορθόδοξων της Δωδεκανήσου να είναι έγκυρη η απόφαση. Υστερα από αυτό η ιταλική κυβέρνηση απέσυρε τον εκπρόσωπό της και το ζήτημα σταμάτησε εκεί.
Τον Σεπτέμβρη του 1934, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Ρόδου οι Εκκλησιαστικοί Ηγέτες της Δωδεκανήσου ανακινούν και πάλι το θέμα του Αυτοκέφαλου και υποβάλλουν υπόμνημα στον Πατριάρχη με το οποίο εκθέτουν την αφόρητη κατάσταση που επικρατεί στην Εκκλησία. Ο Πατριάρχης Φώτιος τους απαγορεύει να συνέρχονται με τη δικαιολογία ασχολούνται με ζητήματα έξω από τη δικαιοδοσία τους. Οι μητροπολίτες τον Οκτώβριο του 1934 στέλνουν τηλεγραφικά τις παραιτήσεις τους στο Πατριαρχείο και αποσύρονται στη Μονή Πανορμίτη της Σύμης, ενώ παράλληλα ξεκινάει συλλογή υπογραφών στήριξής τους, η οποία όμως απέτυχε. Οι Δωδεκανήσιοι δεν στήριξαν τις επιλογές των Μητροπολιτών τους.
Στις 19 Ιανουαρίου του 1935 οι Καλύμνιοι αποφασίζουν να κλείσουν τις εκκλησίες τους, για να διαδηλώσουν έτσι την ενεργό αντίστασή τους ενάντια στο Αυτοκέφαλο. Όλες τότε οι ιεροτελεστίες γίνονταν κρυφά στα σπίτια από τους ιερείς. Αυτό κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια. Το σχέδιο για το Αυτοκέφαλο ναυαγεί και εγκαταλείπεται οριστικά. Αυτό που ήθελαν να πετύχουν οι Ιταλοί το πετύχαιναν μέσα από τις αλλαγές στην Παιδεία.
Την 1η Γενάρη του 1926, δημοσιεύεται στο Bolletino Ufficiale, την επίσημη εφημερίδα του Ιταλού Κυβερνήτη, το Διάταγμα αρ. 1, ο Κανονισμός των Σχολείων Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαίδευσης. Με το θεσμικό πλαίσιο που έμπαινε σε εφαρμογή ξεκινούσε η υπονόμευση, αργά αλλά σταθερά, των ελληνικών σχολείων. Η βραδεία μετάλλαξη των Δωδεκανήσιων σε Ελληνοϊταλούς είχε αρχίσει. Το Διάταγμα εισήγαγε πέντε σπουδαίες καινοτομίες:
Επτά χρόνια αργότερα, το έτος 1933 – 34, φάνηκαν τα πρώτα αποτελέσματα. Ενδεικτικά 28 από τα 49 ελληνικά κοινοτικά σχολεία της Ρόδου πέρασαν κάτω από ιταλικό κρατικό έλεγχο. Στην Κω τα 4 από τα 7. Οι αριθμοί θα αυξηθούν γρήγορα λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης. Τα ισραηλίτικα σχολεία είχαν κιόλας ιταλοποιηθεί και τα μουσουλμανικά είχαν χάσει τον εθνικό χαρακτήρα τους.
Τον Μάριο Λάγκο αντικατέστησε ο Ντε Βέκκι, τον Νοέμβρη του 1936, ο οποίος εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση ενάντια στην ελληνική γλώσσα και εκπαίδευση, οδηγώντας τους Δωδεκανήσιους να δημιουργήσουν «Κρυφά Σχολειά» στις εκκλησίες και τα σπίτια τους.
Οι αντικαταστάτες του Ντε Βέκκι, ο στρατηγός Ettore Βastico (7.12.1940 – 15.7.1941) και ο ναύαρχος Inigo Campioni (24.7.1941 – 18.9.1943) δεν άλλαξαν τίποτα στα ζητήματα της Εκπαίδευσης στη Δωδεκάνησο.
Μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών, στις 8 Σεπτέμβρη 1943, τα Δωδεκάνησα περνούν σταδιακά και μετά από σκληρές μάχες (από τις 11 Σεπτέμβρη μέχρι τις 16 Νοέμβρη 1943) κάτω από τον έλεγχο της Γερμανίας. Οι Γερμανοί δεν είχαν πλέον κανένα λόγο να διατηρήσουν την ιταλική πολιτική στην Εκπαίδευση και έτσι άνοιξαν ξανά τα ελληνικά σχολεία παρά τις αντιρρήσεις και τις διαμαρτυρίες των Ιταλών που συντάχτηκαν μαζί τους.
Ο Τελευταίος Ιταλός κυβερνήτης (πολιτικός διοικητής) στα Δωδεκάνησα, ο Igino Ugo Faralli (18.9.1943 – 7.5.1945), άσκησε πολύ περιορισμένες εξουσίες, ουσιαστικά ως Υποδιοικητής των νησιών, κάτω από την άγρυπνη εποπτεία των Γερμανών.
Τα Κρυφά Σχολειά στη Δωδεκάνησο ολοκλήρωσαν έναν κύκλο επτά χρόνων και παρέδωσαν στα ελεύθερα ελληνικά σχολεία μαθητές, με εθνική συνείδηση, ικανά καταρτισμένους για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη μητρική τους γλώσσα.
Όμως Κρυφά Σχολειά λειτούργησαν στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, την περίοδο 1937 – 1943, όταν η φασιστική Ιταλία, επιχειρώντας να εξιταλίσει πλήρως τον πληθυσμό των νησιών επέβαλε την διδασκαλία των μαθημάτων στα σχολεία, αποκλειστικά στην ιταλική γλώσσα, απαγορεύοντας παράλληλα τα μαθήματα της ελληνικής γλώσσας ακόμα και τη χρήση της στις ώρες του σχολείου.
Τον Σεπτέμβρη του 1936 επισκέφτηκε τα Δωδεκάνησα ο υπουργός Παιδείας της Ιταλίας και μέλος της φασιστικής Τετραρχίας , ο στρατάρχης Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκκι (Cesare Maria de Vecchi), ο οποίος δήλωσε έκπληκτος για το γεγονός ότι οι νησιώτες μιλούν ακόμα ελληνικά! Παραπονέθηκε μάλιστα ότι για να συνεννοηθεί με έναν Δωδεκανήσιο χρειαζόταν απαραίτητα κάποιον διερμηνέα… Δύο μήνες μετά, στις 22 Νοέμβρη ορίζεται Διοικητής και στις 2 Δεκέμβρη 1936 καταφτάνει στη Ρόδο και αναλαμβάνει τη Διοίκηση των Δωδεκανήσων ως «Πολιτικός και Στρατιωτικός Διοικητής των Ιταλικών Νήσων του Αιγαίου» (Governatore Civile e Militare delle Isole Italiane dell’Egeo).
Άρχισε αμέσως την έκδοση διαταγμάτων με στόχο τον γρήγορο εξιταλισμό και εκφασισμό των Δωδεκανησίων. Στις 8 του Δεκέμβρη δημοσιεύθηκε το Διάταγμα αρ. 309, του Ντε Βέκι, με το οποίο ιδρύθηκαν «Γραφεία Τοποθέτησης Εργατών». Με βάση το Διάταγμα αυτό, δεν μπορούσαν οι επιχειρήσεις να προσλάβουν άτομο που δεν ήταν γραμμένο στο Γραφείο και εφοδιασμένο με ειδικό δελτίο. Βέβαια προτεραιότητα στην πρόσληψη είχαν όσοι ήταν γραμμένοι στο φασιστικό Κόμμα. Τέτοια γραφεία ιδρύθηκαν στη Ρόδο, την Κω, τη Σύμη και αλλού.
Η άφιξη του Ντε Βέκκι στη Ρόδο, 2 Δεκέμβρη 1936.
Στις 21 Ιούλη 1937 εκδόθηκε το Κυβερνητικό Διάταγμα 149 με τίτλο «Κανονισμός των Σχολείων στα Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου», με το οποίο μεταρρύθμισε τον Σχολικό Κανονισμό της 1.1.1929 και επιχείρησε την γρήγορη και αποτελεσματικότερη επικράτηση της ιταλικής γλώσσας. Το ΚΔ 149/21.7.1936 μπήκε σε εφαρμογή το σχολικό έτος 1937 – 1938:
–
Η ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται «τοπική γλώσσα» (lingua locale) και
έγινε μάθημα προαιρετικό (όπως και η τουρκική και η εβραϊκή στα
αντίστοιχα σχολεία), διδασκόταν χωρίς βιβλία, μόνο στις τρεις πρώτες
τάξεις του πεντατάξιου δημοτικού σχολείου, από δυο ώρες τη βδομάδα, με
το αιτιολογικό ότι τα Ελληνόπουλα τη γνώριζαν αρκετά, ως μητρική τους
γλώσσα, σε αντίθεση με την ιταλική.
—
Τα ήδη διαχωρισμένα σχολεία Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαίδευσης
— τα
Κρατικά (Βασιλικά ή Δημαρχιακά) και τα Ιδιωτικά (Ελληνικά,
Μουσουλμανικά) – λειτουργούν αποκλειστικά με τα προγράμματα του
Υπουργείου Παιδείας της Ιταλίας, ενώ τα κοινοτικά ελληνικά σχολεία
εξομοιώθηκαν με τα ιταλικά. Χαρακτηριστική ήταν πλέον η ολοκληρωτική
εξάρτηση των σχολείων από το ιταλικό κράτος. Όλα τα σχολεία
αναγνωρίζονται ως κρατικά και διέπονται από τα άρθρα του 2ου Κεφαλαίου
του Κανονισμού 149/21.7.1937, περί Κρατικών Σχολείων (Scuole di Stato)
—
Δάσκαλοι και μαθητές υποχρεώθηκαν να μιλούν μόνο ιταλικά μέσα στο
σχολείο αλλά και σε δημόσιους χώρους, διαφορετικά αντιμετώπιζαν σκληρές
ποινές (απολύσεις, χρηματικά πρόστιμα — μια λιρέτα για κάθε λέξη που
χρησιμοποιήθηκε — , αποπομπές κλπ, μέχρι και ξυλοδαρμούς). Στα σχολεία
διδάσκουν μόνο οι δάσκαλοι που έχουν αποφοιτήσει από το Ιταλικό
Διδασκαλείο Ρόδου (Istituto Magistrale), που ιδρύθηκε το 1929, ή από τα
πανεπιστήμια της Ιταλίας.
—
Το μάθημα των Θρησκευτικών καταργήθηκε για τους Ορθόδοξους και
διδάσκονταν μόνο στους Καθολικούς μαθητές. Μαθήματα θρησκευτικών για τα
ελληνόπουλα, ανέλαβαν οι εκκλησίες που μετέτρεψαν τα Κατηχητικά σε
σχολεία κάθε Κυριακή απόγευμα και τα απογεύματα των αργιών.
—
Παράλληλα άρχισε να διδάσκεται υποχρεωτικά και το μάθημα της
«φασιστικής αγωγής» (cultura fascista), δυο ώρες τη βδομάδα. Δάσκαλοι
και μαθητές, στις γιορτές και τις επίσημες επισκέψεις Ιταλών
αξιωματούχων, υποχρεώνονται να χαιρετούν φασιστικά (si saluta
romanamente).
Στα τέλη του 1938 η ιταλική διοίκηση δίνει το τελειωτικό χτύπημα στην ελληνική παιδεία των Δωδεκανήσων. Με εντολή του Ντε Βέκκι, τα ελληνικά σχολεία παύουν να λειτουργούν, οι μαθητές τους απορροφώνται από τα ιταλικά σχολεία.
Τα «Κρυφά Σχολειά»
Πολλοί γονείς προτιμούν να κρατήσουν τα παιδιά μακριά από το σχολειό, ώστε να μην ιταλοποιηθούν, ιδιαίτερα ύστερα από το Κυβερνητικό Διάταγμα 163 της 30 Ιούνη 1939, που υποχρέωνε τα ελληνόπουλα από 6 έως 11 ετών να φοιτήσουν υποχρεωτικά στα ιταλικά εκπαιδευτήρια. Παρά το ότι η φοίτηση παρεχόταν εντελώς δωρεάν (δίδακτρα, βιβλία και τετράδια), καθιερώθηκαν χρηματικά βραβεία και άλλα δελεαστικά μέτρα και παρά τις απειλές για κυρώσεις τις οποίες εξαπέλυσαν οι Ιταλοί εναντίον αυτών και των οικογενειών τους, τους εκφοβισμούς, τα πρόστιμα και τις φυλακίσεις, αρκετά ελληνόπουλα σταμάτησαν το σχολειό ή, στις μικρότερες ηλικίες, δεν το ξεκίνησαν καθόλου. Προτιμούσαν να μη μάθουν καθόλου γράμματα, παρά να ιταλοποιηθούν. Η αγραμματοσύνη πήρε χαρακτηριστικά πατριωτικής αντίστασης ενάντια στους Ιταλούς κατακτητές και τις επιδιώξεις τους για πλήρη ιταλοποίηση και εκφασισμό των Δωδεκανησίων.Από τον «Δωδεκανήσιο» της Νέας Υόρκης, του Νοέμβρη 1937, αντιγράφουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την Νίσυρο:
«Εκ
των 216 μαθητών μόνο 90 ενεγράφησαν εφέτος … αποφεύγουμε να σας
αναφέρωμεν ονόματα, δι’ ευνοήτους λόγους. Ο κ. Χ. ενέγραψε το παιδί του
εις το σχολείον, και μόλις άρχισαν τα μαθήματα το Νισυράκι αυτό, γνήσιο
Ελληνόπουλο και με καρδία που το λέγει, μόλις ετελείωσε η παράδοσις
εξήλθε της τάξεως, επήρε μία πέτρα και έσπασε το δεξί του χέρι και ούτω
τω εδόθη δικαιολογημένη αιτία δια να μη είναι αναγκασμένο να
παρακολουθεί το σχολείο εξ αιτίας της αποστροφής του προς την Ιταλικήν.
Ολίγας ημέρας προ των εγγραφών, ευρέθησαν ένα πρωί ελληνικαί σημαίαι
ζωγραφισμέναι επί των τοίχων της Ομηρείου Σχολής του Μανδρακίου. Την
επομένην ο Δ/ντής της Σχολής επήρε τα κλειδιά και τα παρέδωσε εις τον
Ποδεστά (Δήμαρχο), αρνηθείς να ανοίξει αυτό, ίνα μη έχει συνεπείας…»
Ο 90χρονος Φραντζής Κουβάς από τη Λέρο θυμάται:
«Τα
παιδιά δεν τα στέλνανε οι Λεριοί στο σχολείο, για να μην γίνουν Ιταλοί.
Τα παιδιά τα αφήνανε στο σπίτι και γύριζε η Αστυνομία και υποχρέωνε τον
κόσμο, τα παιδιά να πάνε σχολείο. Αλλά εμείς δεν μας ’φήσανε να πάμε
και μείναμεν αγράμματοι…»
Σε εκπομπή του Κώστα Βελή στο ΡΑΔΙΟ ΛΕΡΟΣ αφιερωμένη στα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Λέρου, ο Γ. Βαλσαμής, πρώτος δήμαρχος της Λέρου από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, θυμάται:
«Υπήρξα
ο τελευταίος ο οποίος εφοίτησε εις το Ελληνικόν Γυμνάσιον Λέρου, αν δεν
με απατάει η μνήμη είναι ή το ’31ή το ’32. Μετά από μένα το Γυμνάσιο
έκλεισε και τα παιδιά τα οποία ευρίσκοντο εις την προτελευταία τάξη
ηναγκάσθησαν να εκπατριστούν άλλοι προς Κάλυμνον και άλλοι προς Ρόδον,
όπου υπήρχεν ακόμα Γυμνάσιον, μεταξύ αυτών ήταν ο αδελφός μου ο Πέτρος ο
Βαλσαμής, ο οποίος ετελείωσε το Γυμνάσιο εις την Ρόδο κι ο μακαρίτης ο
Σαλμάς και ο Γιάννης ο Αλεξιάδης. Από κει και πέρα υπήρχαν πλέον τα
ιταλικά σχολεία εις τα οποία η ελληνική γλώσσα εδιδάσκετο ως ξένη
γλώσσα. Αυτή ήταν η τελευταία απόφαση του Ντε Βέκκι … Οτιδήποτε θύμιζε
Ελλάδα ήτο υπό διωγμόν. …
Η κύρια προσπάθεια ήταν να διατηρηθεί η γλώσσα, τα παιδιά να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν…
Ολοι
όσοι ήξεραν ελληνικά γράμματα την εποχήν εκείνη πέραν των γραμμάτων του
δημοτικού σχολείου, ήσαν αντικείμενον προσοχής των Ιταλών. Σε γενικές
γραμμές εθεωρούντο απριόρι ύποπτοι αντι-ιταλικών διαθέσεων. Οι άνθρωποι
αυτοί απολύθηκαν και οδηγήθηκαν στο σπίτι τους. Αυτοί οι άνθρωποι έκαναν
στο σπίτι τους μαθήματα, με πολύ πενιχρά ποσά και ανταλλαγή προϊόντων
και τροφίμων…»
Αυτή την εποχή σε όλα τα νησιά τολμηροί εκπαιδευτικοί και παπάδες οργανώνουν «κρυφά σχολειά» σε σπίτια και εκκλησιές όπου, παράνομα, διδάσκουν ελληνικά, σε αρκετά παιδιά.
Με δεδομένο ότι το μάθημα των θρησκευτικών για τους Ορθόδοξους, καταργήθηκε στα σχολεία, ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος πετυχαίνει, με την άδεια του Ντε Βέκκι, το μάθημα των θρησκευτικών να το αναλάβουν τα κατηχητικά, με τον όρο το μάθημα να γίνεται μέσα στην Εκκλησία, κάθε Κυριακή και στις αργίες, και να χρησιμοποιηθούν ως δάσκαλοι κληρικοί. Αργότερα στους ιερωμένους κατηχητές συμπεριλήφθηκαν και κάποιοι θεολόγοι – λαϊκοί. Από το 1938 η διευρυμένη αυτή μορφή του Κατηχητικού επεκτάθηκε και στα υπόλοιπα νησιά.
Τα Κατηχητικά σχολεία, στην περίοδο 1937 – 1943, επιχείρησαν να αντικαταστήσουν τον δάσκαλο και να διδάξουν, εκτός από τα θρησκευτικά ζητήματα, παράνομα και με χίλιες προφυλάξεις, ανάγνωση και γραφή με βάση κείμενα από την Αγία Γραφή και τα Ευαγγέλια. Συνέκδημοι, Συνόψεις και άλλα θρησκευτικά βιβλία χρησιμοποιήθηκαν ως αναγνωστικά.
Οι περισσότεροι δάσκαλοι και καθηγητές που απολύθηκαν, κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα ή στην Αίγυπτο. Οι γονείς, στα σπίτια των ελληνικών οικογενειών, με τις φτωχές γνώσεις τους, προσπαθούσαν να μάθουν τα παιδιά τους τα πρώτα γράμματα. Οι λίγοι εκπαιδευτικοί που έμειναν έστησαν το δικό τους «Κρυφό Σχολειό», στα σπίτια τους παραδίδοντας μαθήματα σε μικρές ομάδες μαθητών, με αμοιβή «δυο αυγά και λίγο γάλα» και με κίνδυνο της ζωής τους.
«Ήμασταν 6 – 7 παιδιά, 8 – 9 χρόνων», θυμάται και διηγείται ο Νίκος Νταλόγλου από τη Λέρο, «που πηγαίναμε στο σπίτι του παπα-Μάρκου, στα Σπήλια, στον Καλικάρη, τρεις φορές την εβδομάδα, απογεύματα. Τα τέσσερα ήταν κορίτσια. Κρατούσαμε μαζί μας μια πλάκα και ένα κοντύλι. Ο παπα-Μάρκος, παλιός δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο, μας απαγόρευε να κρατάμε τετράδια ή βιβλία, για τον φόβο των Ιταλών και των ντόπιων συνεργατών τους. Πηγαίναμε με χίλιες προφυλάξεις γιατί μας παρακολουθούσαν. Εκεί, με κάποια παλιά σχολικά βιβλία που είχε ο παπα-Μάρκος, μάθαμε να διαβάζουμε και να γράφουμε ελληνικά. Κρυφά μαθήματα έκαναν κι άλλοι δάσκαλοι στα σπίτια τους, ανάμεσά τους και η κόρη του παπα-Μάρκου, η δασκάλα Κλεονίκη Παπαγεωργίου…»
Η Εκπαίδευση την περίοδο της ιταλοκρατίας
Η Οθωμανική
Αυτοκρατορία έχει μπει στη τελική φάση της παρακμής της από τα μέσα του
17ου αιώνα. Αλλεπάλληλες κρίσεις μαστίζουν τη «γερασμένη» οικονομία της.
Η φεουδαρχία ολοκληρώνει τον κύκλο της. Στην κεντρική Ευρώπη αναδύονται
νέες μεγάλες και ισχυρές Δυνάμεις. Η Αστική τάξη μετά από επαναστατικές
διαδικασίες δημιουργεί νέα, ιδιαίτερα αναπτυγμένα κράτη, διψασμένα για
νέα εδάφη, καινούργιες αγορές και ανοιχτούς εμπορικούς δρόμους.Με στόχο την προσάρτηση της Λιβύης, η Ιταλία στις 28 Σεπτέμβρη του 1911 στέλνει τελεσίγραφο στην τουρκική κυβέρνηση κατηγορώντας τις τουρκικές αρχές της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής για πράξεις εχθρότητας κατά των Ιταλών και των ιταλικών συμφερόντων. Η Τούρκοι αρνούνται να δεχθούν τις τελεσιγραφικές αξιώσεις των Ιταλών και την επομένη, 29 Σεπτέμβρη, η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Τουρκία. Στις 4 Νοέμβρη αποβιβάζει στρατεύματα στην Τρίπολη και την Κυρηναϊκή, διευρύνει το πεδίο μάχης και βομβαρδίζει τουρκικές θέσεις στην Πρέβεζα, τη Βηρυτό και τα Δαρδανέλια.
Με τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο έτοιμο να ξεσπάσει, οι Ιταλοί ξεκινούν πολεμικές επιχειρήσεις για την κατάληψη των Δωδεκανήσων ώστε να πιέσουν και να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των τουρκικών στρατευμάτων στη Λιβύη. Στις 28 Απρίλη 1912 καταλαμβάνουν την Αστυπάλαια, στις 5 Μάη την Ρόδο, στις 8 Μάη την Αστυπάλαια, στις 12 Μάη τα νησιά Κάλυμνος, Λέρος, Λειψοί, Πάτμος, Νίσυρος, Τήλος, Κάσος, και Κάρπαθος, στις 19 Μάη τη Σύμη και τέλος την Κω στις 20 Μάη 1912. Το Καστελόριζο παραδόθηκε αργότερα στην Ιταλία, την 1η Μάρτη 1921, από τους Γάλλους που είχαν καταλάβει το νησί από το 1915.
Σάββατο 4 Μάη 1912, 15.000 Ιταλοί στρατιώτες αποβιβάζονται στον κόλπο των Καλυθιών της Ρόδου και την επομένη καταλαμβάνουν ολόκληρο το νησί.
Η περίοδος της Ιταλοκρατίας έχει ξεκινήσει.
Οι Δωδεκανήσιοι υποδέχονται τους νέους καταχτητές με ενθουσιασμό, θεωρώντας ότι οι Ιταλοί ήρθαν σαν απελευθερωτές και με βάση τις υποσχέσεις τους ήρθε η ώρα της πολυπόθητης Ενωσης με την Ελλάδα. Αντί γι’ αυτό ξεκίνησαν οι διώξεις, παρακολουθήσεις, φυλακίσεις και εξορίες εναντίον των μελών της Δημογεροντίας, της εκκλησίας, της Παιδείας και της διανόησης των νησιών. Σύντομα διαλύθηκαν οι αυταπάτες των κατοίκων. Οσοι μιλούσαν για ένωση με την Ελλάδα κυνηγήθηκαν αμείλικτα από τους Ιταλούς.
Η Τουρκία υποχρεώνεται να υπογράψει την Συνθήκη του Ouchy (Ουσί) (18.10.1912), με την οποία αναγνώριζε την κυριαρχία της Ιταλίας στη Λιβύη. Οι Ιταλοί δεν επέστρεψαν, όπως προέβλεπε η Συνθήκη, τα νησιά στην Τουρκία, αλλά παρέμειναν στην κατοχή τους ως «ενέχυρο κατοχής» μέχρι την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων από μέρους της Τουρκίας.
Μέχρι τότε τα ελληνικά σχολεία εφάρμοζαν ενιαίο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το οποίο στηριζόταν στο πρόγραμμα του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Στο μεταξύ η Ιταλία, η οποία είχε ήδη συμμαχήσει με τα κράτη της Τριπλής Συνεννόησης (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), κήρυξε στις 20 Αυγούστου 1915 τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Δύο μέρες αργότερα, με βασιλικό διάταγμα της 22 Αυγούστου, η ιταλική κυβέρνηση διακήρυξε ότι δε δεσμευόταν πια από τις υποχρεώσεις της Συνθήκης του Ouchy. Την ίδια χρονιά ιδρύονται τα πρώτα ιταλικά σχολεία, νυχτερινά και χωρίς δίδακτρα, για τη διάδοση της ιταλικής γλώσσας.
Την επόμενη χρονιά (1916), με το αιτιολογικό ότι η στάση της Ελλάδας προς την Ανταντ ήταν εχθρική, η ιταλική στρατιωτική διοίκηση δεν επέτρεψε σε Ελληνες καθηγητές να αποβιβαστούν στη Ρόδο και να εργαστούν στα κοινοτικά σχολεία. Στα εβραϊκά και τα μουσουλμανικά σχολεία αντικαθίσταται η διδασκαλία των γαλλικών από τα Ιταλικά, χωρίς προβλήματα.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και στον απόηχο των μεγάλων συλλαλητηρίων που πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη Δωδεκάνησο στις 7 Απρίλη, με αίτημα την Ενωση με την Ελλάδα – το Αιματηρό Πάσχα του 1919 – υπογράφεται η Συμφωνία Τομάσο Τιττόνι – Βενιζέλου, στο Παρίσι, στις 29 Ιούλη 1919, με την οποία η Ιταλία θα παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, εκτός από την Ρόδο, η τύχη της οποίας θα κρινόταν με δημοψήφισμα μετά από 5 χρόνια. Την Συμφωνία κατήγγειλε, ένα χρόνο μετά, στις 22 Ιούλη 1920, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, κόμης Κάρλο Σφόρτσα (Carlo Sforza).
Με τη Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιούνη – 10 Αυγούστου 1920) η Τουρκία, ανάμεσα στα άλλα, αναγνωρίζει την κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα. Στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης υπογράφεται νέα ελληνοϊταλική συμφωνία από τον Ε. Βενιζέλο και από ιταλικής πλευράς τον κόμη Λέλιο Μπονίνο Λογκάλε (Συμφωνία Μπονίνο – Βενιζέλου), με την οποία επικυρώνεται η διμερής συμφωνία Ιταλίας και Ελλάδας του 1919 (Συμφωνία Τιττόνι – Βενιζέλου), με τη διαφορά ότι το δημοψήφισμα για τη Ρόδο θα διενεργείτο 15 χρόνια μετά.
Ωστόσο η ήττα της χώρας και η Μικρασιατική Καταστροφή που ακολούθησε, το 1922, έδωσε την ευκαιρία στον Κεμάλ Ατατούρκ και στους Ιταλούς να ακυρώσουν τις συμφωνίες.
Η φασιστικη τετραρχία, στη μέση ο Μπενίτο Μουσολίνι, δίπλα του, αριστερά, ο Αιμίλιο Ντε Μπόνο, και δεξιά ο Ιταλο Μπάλμπο και ο Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκκι.
Στις 28 – 31 Οκτώβρη 1922 παίρνουν την εξουσία στην Ιταλία οι φασίστες με τον Μπενίτο Μουσολίνι. Στις 24 Ιούλη 1923 υπογράφεται η Συνθήκη της Λωζάννης, με την οποία τα Δωδεκάνησα παραχωρούνται οριστικά στην Ιταλία. Αμέσως ξεκινάει η προσπάθεια ιταλοποίησης των νησιών. Η Φασιστική Ιταλία, ένα μήνα μετά – 31.8.1923 – δείχνει τις επεκτατικές της διαθέσεις, βομβαρδίζει και καταλαμβάνει την Κέρκυρα.
Τον Νοέμβρη του 1922 ορίζεται Διοικητής Ρόδου και τον Αύγουστο του 1923 αναλαμβάνει Κυβερνήτης των Νήσων του Αιγαίου (Governatore delle Isole dell’ Egeo) ο διπλωμάτης Μάριο Λάγκο (Mario Lago).
Ο Mario Lago, από την πρώτη στιγμή, ξεκίνησε τις προσπάθειες δημιουργίας ελληνοϊταλικής συνείδησης στους Δωδεκανήσιους μέχρι τον πλήρη εξιταλισμό του τρόπου ζωής τους, με παρεμβάσεις στην οικονομία, την φορολογία και κυρίως στην Εκκλησία και την Παιδεία. Για πρώτη φορά μπαίνει θέμα για την δημιουργία Αυτοκέφαλης Εκκλησίας Δωδεκανήσου, απαλλαγμένης από την εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και με την σύμφωνη γνώμη των Μητροπολιτών Ρόδου Απόστολου Τρύφωνος, Καρπάθου – Κάσου Γερμανού, Λέρου-Καλύμνου Απόστολου, Αρχιερατικού Επιτρόπου Κω Φιλήμονος και του ιερομόναχου της Μονής Πάτμου Ιερεμία, οι οποίοι έστειλαν αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσουν την σύμφωνη γνώμη του Πατριαρχείου.
Το σχέδιο ναυάγησε μετά την άρνηση του Πατριαρχείου, την αντίρρηση της Ελλάδας και την σφοδρή αντίδραση και τις κινητοποιήσεις των Δωδεκανήσιων που είδαν στην πρόταση τον κίνδυνο του εξιταλισμού και το πέρασμα της Εκκλησίας στην επιρροή του Πάπα. Στις 31 Οκτώβρη 1929, ο Πατριάρχης Φώτιος Β΄ δηλώνει ότι είναι πρόθυμος να υπογράψει Πρωτόκολλο για το Αυτοκέφαλο με τον όρο να διενεργηθεί Δημοψήφισμα στα Δωδεκάνησα ώστε με τη σύμφωνη γνώμη των Ορθόδοξων της Δωδεκανήσου να είναι έγκυρη η απόφαση. Υστερα από αυτό η ιταλική κυβέρνηση απέσυρε τον εκπρόσωπό της και το ζήτημα σταμάτησε εκεί.
Τον Σεπτέμβρη του 1934, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Ρόδου οι Εκκλησιαστικοί Ηγέτες της Δωδεκανήσου ανακινούν και πάλι το θέμα του Αυτοκέφαλου και υποβάλλουν υπόμνημα στον Πατριάρχη με το οποίο εκθέτουν την αφόρητη κατάσταση που επικρατεί στην Εκκλησία. Ο Πατριάρχης Φώτιος τους απαγορεύει να συνέρχονται με τη δικαιολογία ασχολούνται με ζητήματα έξω από τη δικαιοδοσία τους. Οι μητροπολίτες τον Οκτώβριο του 1934 στέλνουν τηλεγραφικά τις παραιτήσεις τους στο Πατριαρχείο και αποσύρονται στη Μονή Πανορμίτη της Σύμης, ενώ παράλληλα ξεκινάει συλλογή υπογραφών στήριξής τους, η οποία όμως απέτυχε. Οι Δωδεκανήσιοι δεν στήριξαν τις επιλογές των Μητροπολιτών τους.
Στις 19 Ιανουαρίου του 1935 οι Καλύμνιοι αποφασίζουν να κλείσουν τις εκκλησίες τους, για να διαδηλώσουν έτσι την ενεργό αντίστασή τους ενάντια στο Αυτοκέφαλο. Όλες τότε οι ιεροτελεστίες γίνονταν κρυφά στα σπίτια από τους ιερείς. Αυτό κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια. Το σχέδιο για το Αυτοκέφαλο ναυαγεί και εγκαταλείπεται οριστικά. Αυτό που ήθελαν να πετύχουν οι Ιταλοί το πετύχαιναν μέσα από τις αλλαγές στην Παιδεία.
Σχολικός Κανονισμός Διάταγμα 1/1.1.1926
Η πρώτη σελίδα του επίσημου Δελτίου της Διοίκησης των «Ιταλικών Νησιών του Αιγαίου» Bolletino Ufficiale, που περιλαμβάνει τον Σχολικό Κανονισμό του Μάριο Λάγκο. (Από το «Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα (1912 – 1943) του Ζαχαρία Τσιρπανλή).
Την 1η Γενάρη του 1926, δημοσιεύεται στο Bolletino Ufficiale, την επίσημη εφημερίδα του Ιταλού Κυβερνήτη, το Διάταγμα αρ. 1, ο Κανονισμός των Σχολείων Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαίδευσης. Με το θεσμικό πλαίσιο που έμπαινε σε εφαρμογή ξεκινούσε η υπονόμευση, αργά αλλά σταθερά, των ελληνικών σχολείων. Η βραδεία μετάλλαξη των Δωδεκανήσιων σε Ελληνοϊταλούς είχε αρχίσει. Το Διάταγμα εισήγαγε πέντε σπουδαίες καινοτομίες:
α) Η Εκκλησία απαγορευόταν να αναμιγνύεται στα σχολεία και στην Εκπαίδευση
β)
Οι διδάσκοντες έπρεπε να είναι «απολιτικοί», να μην εκφράζουν δηλαδή τα
αισθήματά τους για την εθνική καταγωγή τους. Σχετικά με την πρόσληψη ή
την απόλυσή τους τον τελευταίο λόγο είχε ο Ιταλός επιθεωρητής Δημόσιας
Εκπαίδευσης.
γ) Τα ελληνικά σχολεία που χρηματοδοτούσαν οι κοινότητες υποβαθμίζονταν, ονομαζόμενα ιδιωτικά (Scuole private) έναντι των ιταλικών-βασιλικών (Scuole regie). Οσα σχολεία δεν μπορούσαν να επιβιώσουν οικονομικά, έγιναν σχολεία επιχορηγούμενα (Scuole sussidiate) από την ιταλική κυβέρνηση και πέρναγαν κάτω από τον έλεγχο του κυβερνητικού εκπροσώπου.
δ)
Επιβαλλόταν ως υποχρεωτική η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας. Η
διδασκαλία στα ιδιωτικά έπρεπε να γίνεται τουλάχιστον τέσσερις ώρες την
εβδομάδα, στα Δημοτικά, και τρεις στα Γυμνάσια. Τον βαθμό ιταλομάθειας
ήλεγχε Ιταλός επόπτης. Καθιερώθηκαν κρατικές εξετάσεις μετά τις
απολυτήριες των ελληνικών σχολείων.
ε) Ιδρυόταν Παιδαγωγική Ακαδημία ή Διδασκαλείο
(το Istituto Magistrale), στη Ρόδο, που θα χορηγούσε πτυχία στους
μελλοντικούς δασκάλους της Δωδεκανήσου. Με το Διδασκαλείο (Istituto
Magistrale), η κυβέρνηση ήλεγχε πλήρως τη μόρφωση των δασκάλων. Η
φοίτηση σ’ αυτό διαρκούσε τρία χρόνια και στη συνέχεια, και για ένα
χρόνο, ο απόφοιτος έπρεπε να κάνει πρακτική άσκηση σε σχολείο, ενώ
κατόπιν έδινε εξετάσεις, παρουσία και του επιθεωρητή, προκειμένου να
πάρει την άδεια ικανότητας.
Μεταβατικές
διατάξεις έδιναν τη δυνατότητα στους Έλληνες μη πτυχιούχους που ήδη
υπηρετούσαν να προσέρχονται σε εξετάσεις στο Διδασκαλείο, κάθε
Σεπτέμβριο, για να εξασφαλίσουν το οικείο δίπλωμα. Το μέτρο αυτό θα
ίσχυε μόνο για τα πέντε προσεχή χρόνια και το αργότερο πριν την έναρξη
του σχολικού έτους 1929 – 30. Για τη διδασκαλία, εξάλλου, της ιταλικής
γλώσσας στα δημοτικά σχολεία υποχρεώθηκαν οι δάσκαλοι να παρακολουθήσουν
θερινά μαθήματα εκμάθησης της νέας γλώσσας, την οποία θα δίδασκαν
υποχρεωτικά.
Επτά χρόνια αργότερα, το έτος 1933 – 34, φάνηκαν τα πρώτα αποτελέσματα. Ενδεικτικά 28 από τα 49 ελληνικά κοινοτικά σχολεία της Ρόδου πέρασαν κάτω από ιταλικό κρατικό έλεγχο. Στην Κω τα 4 από τα 7. Οι αριθμοί θα αυξηθούν γρήγορα λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης. Τα ισραηλίτικα σχολεία είχαν κιόλας ιταλοποιηθεί και τα μουσουλμανικά είχαν χάσει τον εθνικό χαρακτήρα τους.
Τον Μάριο Λάγκο αντικατέστησε ο Ντε Βέκκι, τον Νοέμβρη του 1936, ο οποίος εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση ενάντια στην ελληνική γλώσσα και εκπαίδευση, οδηγώντας τους Δωδεκανήσιους να δημιουργήσουν «Κρυφά Σχολειά» στις εκκλησίες και τα σπίτια τους.
Οι αντικαταστάτες του Ντε Βέκκι, ο στρατηγός Ettore Βastico (7.12.1940 – 15.7.1941) και ο ναύαρχος Inigo Campioni (24.7.1941 – 18.9.1943) δεν άλλαξαν τίποτα στα ζητήματα της Εκπαίδευσης στη Δωδεκάνησο.
Μετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών, στις 8 Σεπτέμβρη 1943, τα Δωδεκάνησα περνούν σταδιακά και μετά από σκληρές μάχες (από τις 11 Σεπτέμβρη μέχρι τις 16 Νοέμβρη 1943) κάτω από τον έλεγχο της Γερμανίας. Οι Γερμανοί δεν είχαν πλέον κανένα λόγο να διατηρήσουν την ιταλική πολιτική στην Εκπαίδευση και έτσι άνοιξαν ξανά τα ελληνικά σχολεία παρά τις αντιρρήσεις και τις διαμαρτυρίες των Ιταλών που συντάχτηκαν μαζί τους.
Ο Τελευταίος Ιταλός κυβερνήτης (πολιτικός διοικητής) στα Δωδεκάνησα, ο Igino Ugo Faralli (18.9.1943 – 7.5.1945), άσκησε πολύ περιορισμένες εξουσίες, ουσιαστικά ως Υποδιοικητής των νησιών, κάτω από την άγρυπνη εποπτεία των Γερμανών.
Τα Κρυφά Σχολειά στη Δωδεκάνησο ολοκλήρωσαν έναν κύκλο επτά χρόνων και παρέδωσαν στα ελεύθερα ελληνικά σχολεία μαθητές, με εθνική συνείδηση, ικανά καταρτισμένους για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη μητρική τους γλώσσα.
ΠΗΓΕΣ:
— Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα (1912 – 1943), Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής, University Studio Press.
– Μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις του Νίκου Νταλόγλου και του Φραντζή Κουβά, από το αρχείο μου.
– Μαγνητοφωνημένη ραδιοφωνική εκπομπή του Κώστα Βελή με τον Γ. Βαλσαμή και τον Μανώλη Ήσυχο για την Παιδεία αφιερωμένη στα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Λέρου στο ΡΑΔΙΟ ΛΕΡΟΣ. – Φωτογραφίες και υλικό από το αρχείο Κατερίνας Βελή.
– Η Ρόδος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι την εθνική ολοκλήρωση (1912 – 1947). Ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος (1913 – 1946), Εκκλησία και Εκπαίδευση – Ανδρέας Μαυρίδης, Θεσσαλονίκη 2009
– Τα Δωδεκάνησα στη Φραγκοκρατία και Ιταλοκρατία, Αθήνα 2001, Εκδοση Εταιρείας Νυσιριακών Μελετών – Ιωάννης Στ. Κέντρης: Η Εκπαίδευση κατά την εποχή της Ιταλοκρατίας, σελ. 211 – 219
– «Τρόπος Οργάνωσης της Εκπαίδευσης στη Ρόδο την Περίοδο της Ιταλοκρατίας 1923 – 1943», Μανωλά Μαρία Ραφαέλα, Ρόδος 2016 —
– Μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις του Νίκου Νταλόγλου και του Φραντζή Κουβά, από το αρχείο μου.
– Μαγνητοφωνημένη ραδιοφωνική εκπομπή του Κώστα Βελή με τον Γ. Βαλσαμή και τον Μανώλη Ήσυχο για την Παιδεία αφιερωμένη στα 50 χρόνια από την απελευθέρωση της Λέρου στο ΡΑΔΙΟ ΛΕΡΟΣ. – Φωτογραφίες και υλικό από το αρχείο Κατερίνας Βελή.
– Η Ρόδος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι την εθνική ολοκλήρωση (1912 – 1947). Ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος (1913 – 1946), Εκκλησία και Εκπαίδευση – Ανδρέας Μαυρίδης, Θεσσαλονίκη 2009
– Τα Δωδεκάνησα στη Φραγκοκρατία και Ιταλοκρατία, Αθήνα 2001, Εκδοση Εταιρείας Νυσιριακών Μελετών – Ιωάννης Στ. Κέντρης: Η Εκπαίδευση κατά την εποχή της Ιταλοκρατίας, σελ. 211 – 219
– «Τρόπος Οργάνωσης της Εκπαίδευσης στη Ρόδο την Περίοδο της Ιταλοκρατίας 1923 – 1943», Μανωλά Μαρία Ραφαέλα, Ρόδος 2016 —
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΑΝΕΖΑΚΗΣ
Πηγή:imerodromos.gr