Το καλοκαίρι μπήκε με φόρα. Αφόρητη η ζέστη σήμερα (Σάββατο) με 38 C
στην σκιά και χωρίς πνοή αέρα. Όλα τα παράθυρα ανοιχτά μπας και κάνει
λίγο ρεύμα, ανεμιστήρες εδώ κι εκεί. Ο Μαύρος χωμένος κάτω απο τους
ασκινούς που κρατάνε ακόμα λίγη υγρασία απο το χθεσινό πότισμα και οι
γάτες ξάπλα στις υγρές πλάκες τις βεράντας. Παλιοκατάσταση κι έρχονται
και χειρότερα, λέει.
Πού διάθεση για σκίτσα και σχόλια!… Μόλις όμως άρχισε να γέρνει ο ήλιος καβαλήσαμε με τη Νοομι την Ματθίλδη (μηχανή για όσους δεν γνωρίζουν, και μην πάει ο νους στο κακό) και φουλάραμε κατά τον νοτιά να μας φυσίξει λίγο το τεχνιτό αεράκι που φτιάχνει η μηχανή. Καταλήξαμε στο Πλημμύρι – παρα θιν’ αλός, για όσους πάλι δεν γνωρίζουν. Ούζο δροσερό, χταπόδι στα κάρβουνα και λίγα λόγια καθώς παρακολουθούσαμε τα χρώματα να αλλάζουν σε στεριά και θάλασσα. Το ηλιοβασίλεμα να γίνεται όλο και πιο σκούρο κοκκινόχρυσο μέχρι που έφτασε η “μπλε ώρα”. Όλα, γη και θάλασσα, σε μύριες παραλαγές του μπλέ που όλο και σκουραίνανε καθώς κατέβαινε το σκοτάδι. Και τότε άρχισε να λάμπει σαν καθρέφτης η θάλασσα, σαν λυωμένο ασήμι, ενώ ο κόλπος και η παραλία γίνονταν όλο και πιο σκοτεινά.
Και νά σου τα ούζα κι ύστερα, όταν πια είχε σκοτεινιάσει, ήρθε κι η ψιλοκουβέντα για τούτο και για κείνο και τύχανε και κάποιο παλιόφιλοι σ’ ένα διπλανό τραπέζι μέχρι την ώρα να καβαλήσουμε και πάλι την Ματθίλδη. Κι ευτυχώς που η Ματθίλδη γνωρίζει καλά τον δρόμο για το σπίτι, αρκεί να της ψιθυρίσεις πού θέλεις να πας. Και μας πήγε… και τώρα γράφω.
pavlidiscartoons.com - Jun 25, 2017
Πού διάθεση για σκίτσα και σχόλια!… Μόλις όμως άρχισε να γέρνει ο ήλιος καβαλήσαμε με τη Νοομι την Ματθίλδη (μηχανή για όσους δεν γνωρίζουν, και μην πάει ο νους στο κακό) και φουλάραμε κατά τον νοτιά να μας φυσίξει λίγο το τεχνιτό αεράκι που φτιάχνει η μηχανή. Καταλήξαμε στο Πλημμύρι – παρα θιν’ αλός, για όσους πάλι δεν γνωρίζουν. Ούζο δροσερό, χταπόδι στα κάρβουνα και λίγα λόγια καθώς παρακολουθούσαμε τα χρώματα να αλλάζουν σε στεριά και θάλασσα. Το ηλιοβασίλεμα να γίνεται όλο και πιο σκούρο κοκκινόχρυσο μέχρι που έφτασε η “μπλε ώρα”. Όλα, γη και θάλασσα, σε μύριες παραλαγές του μπλέ που όλο και σκουραίνανε καθώς κατέβαινε το σκοτάδι. Και τότε άρχισε να λάμπει σαν καθρέφτης η θάλασσα, σαν λυωμένο ασήμι, ενώ ο κόλπος και η παραλία γίνονταν όλο και πιο σκοτεινά.
Και νά σου τα ούζα κι ύστερα, όταν πια είχε σκοτεινιάσει, ήρθε κι η ψιλοκουβέντα για τούτο και για κείνο και τύχανε και κάποιο παλιόφιλοι σ’ ένα διπλανό τραπέζι μέχρι την ώρα να καβαλήσουμε και πάλι την Ματθίλδη. Κι ευτυχώς που η Ματθίλδη γνωρίζει καλά τον δρόμο για το σπίτι, αρκεί να της ψιθυρίσεις πού θέλεις να πας. Και μας πήγε… και τώρα γράφω.
pavlidiscartoons.com - Jun 25, 2017