Η ταυτότητα ενός λαού είναι άρρητα συνδεδεμένη με τη γλώσσα. «Είμαστε
οι μόνοι σ' ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον
ουρανό "ουρανό" και τη θάλασσα "θάλασσα" όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο
Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν
είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι
όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια» λέει ο Ελύτης.
Ο λαός μας πάλεψε και μάτωσε για να την κρατήσει γλώσσα και υπόσταση. Οι ιστορίες πολλές, η μνήμη όμως ρηχή. Σε αυτό ίσως και να συμβάλλουν και επίσημοι φορείς όταν υποστηρίζουν πως η γλώσσα μαθαίνεται με τη χρήση της και όχι με τη γνώση της ιστορίας της...
Και όμως η γνώση της ιστορίας είναι αυτή που όχι μόνο μπορεί να σώσει τη γλώσσα αλλά και να μας οδηγήσει σε νέα πνευματικά μονοπάτια, σε αναγέννηση και στην ανάταση – ανάσταση που όλοι προσδοκούμε.
«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου...». Αυτό το ήξερε ο απλός λαός, το ήξεραν και οι Δωδεκανήσιοι που επί τουλάχιστον 630 χρόνια βρίσκονταν υπό κατοχή σε διάφορους κατακτητές. Αποκορύφωση της αντίστασής τους η ανάγκη της διάσωσης της ελληνικής γλώσσας και η ίδρυση κρυφών σχολειών, μόλις το 1937, όταν οι Ιταλοί κατακτητές αποφάσισαν να απαγορεύσουν τα ελληνικά και τη διδασκαλία τους στα σχολεία.
Τα νησιά της Δωδεκανήσου μετά από την μακραίωνη περίοδο Τουρκοκρατίας περιέρχονται πλέον υπό ιταλική κατοχή.Το 1912 ο Ιταλός αντιστράτηγος Giovanni Ameglio κατέλαβε τη Ρόδο και ορίστηκε διοικητής των νησιών. Για περισσότερο από 30 χρόνια οι Ιταλοί επίμονα και οργανωμένα σχεδίαζαν όχι μόνο την πολιτιστική αλλοτρίωση, αλλά τον αφελληνισμό και τον εξιταλισμό των νησιών.
Από τα τέλη του 1912 και κατά τη διάρκεια του 1913 έχουμε απελάσεις καθηγητών και δασκάλων. Προσπαθούν οι Ιταλοί να αποδυναμώσουν θεσμούς όπως η δημογεροντία και η εκκλησία, θεσμοί που είχαν υπό τη δικαιοδοσία τους την παιδεία των Ελλήνων. Το 1915 απαγορεύουν οι Ιταλοί την αποβίβαση εκπαιδευτικών από την Ελλάδα, αναφέρει ο κ. Σταύρος Παπαδόπουλος.
Ενδεικτικό είναι το υπόμνημα του Ameglio τον Απρίλιο του 1913, στο οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε: «Στην περίπτωση που η πολιτική επιρροή μας σταθεροποιηθεί στη Ρόδο, πρέπει να ενδιαφερθούμε αμέσως για την ίδρυση ιταλικών σχολείων...Οπωσδήποτε τα ζητήματα του σχολείου και του κλήρου θα πρέπει να λυθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να απεξαρτηθούν από την κοινότητα...».
Πρόκειται για την πολιτική διαθήκη του Ameglio γράφει κ. Ζαχαρίας Τσιρπανλής στο βιβλίο του «Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα (1912 - 1943), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007».
Σύμφωνα
με την ίδια πηγή, από την έκθεση του στρατιωτικού διοικητή Vittorio
Elia μαθαίνουμε ότι το 1915 ιδρύθηκε στη Ρόδο εσπερινό σχολείο
διδασκαλίας της ιταλικής, ότι το 1916 συστάθηκε το «Γραφείο Επιθεώρησης
της Δημόσιας Εκπαίδευσης» και ότι από το 1917-18 άρχισαν την κανονική
λειτουργία τους δύο ημερήσια ιταλικά δημοτικά σχολεία. Και το
σπουδαιότερο, ότι μέχρι το 1919 είχε υιοθετηθεί στα δημοτικά σχολεία της
Πόλης της Ρόδου (ελληνικά, εβραϊκά και μουσουλμανικά) η διδασκαλία της
ιταλικής γλώσσας.
Διπλωματούχοι δάσκαλοι που είχαν έρθει από την Ιταλία αλλά και αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ιταλικού στρατού ανέλαβαν το διδακτικό έργο. Να σημειωθεί ότι στα ελληνικά σχολεία η διδασκαλία της ιταλικής επιβλήθηκε δια της βίας, αφού οι μαθητές που δεν έπαιρναν τουλάχιστον έξι στα ιταλικά, θεωρούνταν στάσιμοι, ασχέτως αν είχαν προβιβάσιμους βαθμούς στα άλλα μαθήματα. Σε κάθε νησί διορίστηκε γενικός διευθυντής των σχολείων Ιταλός αξιωματικός, για να προβαίνει στους σχετικούς ελέγχους.
Η πιο αποφασιστική και πιο επικίνδυνη φάση για το μέλλον της ελληνικής σχολικής παιδείας στα Δωδεκάνησα ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1923 όταν έφτασε στη Ρόδο ο Mario Lago ως ο πρώτος κυβερνήτης των νησιών.
Μεταξύ άλλων με βασιλικό διάταγμα του 1925, οι κάτοικοι θεωρούνταν πλέον Ιταλοί πολίτες (απαλλασσόμενοι από τη στρατιωτική θητεία), όποιος δεχόταν να υπηρετήσει έπαιρνε τη μεγάλη ιταλική υπηκοότητα, ενώ το 1926 ορίστηκε σχολικός κανονισμός βάσει του οποίου η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας ήταν υποχρεωτική, ιδρύθηκε δε Διδασκαλείο για την εκπαίδευση των δασκάλων. Από το 1929 για την άσκηση ενός επαγγέλματος που απαιτούσε πανεπιστημιακές σπουδές, έγινε υποχρεωτική η φοίτηση ή τουλάχιστον η μετεκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, με παράλληλη παροχή υποτροφιών στους νησιώτες σπουδαστές.
Νέος διοικητής Δωδεκανήσων ο «ολετήρας», ο άνθρωπος που οργάνωσε τον τορπιλισμό της «Ελλής»
Έτσι το 1936 ο Μάριο Λάγκο αντικαταστάθηκε και τη θέση του ως κυβερνήτης των νησιών πήρε ο στρατάρχης Τσεζάρε Μαρία Ντε Βέκκι (Cesare Maria De Vecchi), ο οποίος ήταν ένας από τους τετράρχες του φασιστικού κόμματος, ο ολετήρας, όπως τον αποκαλεί ο κ. Τσιρπανλής.
Μιλώντας στη HuffPost Greece τόσο ο κ. Παπαδόπουλος, όσο και ο κ. Τσιρπανλής, υπογραμμίζουν τη σκληρότητα του De Vecchi. Η φασιστική αυστηρότητα και η απρόβλεπτη συμπεριφορά του δημιούργησαν κλίμα φόβου και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που ο Lago φάνηκε στα μάτια του πληθυσμού σαν ευεργέτης.
Ο νέος διοικητής αν και υπήρξε τετράρχης του φασισμού δεν διατηρούσε πάντα καλές σχέσεις με τον Μουσολίνι και δεν είναι τυχαίο ότι ο Μουσολίνι του ανέθεσε τα Δωδεκάνησα προκειμένου να είναι μακρυά από τη Ρώμη.
Ο De Vecchi, μας πληροφορεί ο κ. Παπαδόπουλος, ήταν ο οργανωτής του τορπιλισμού της «Έλλης» στο λιμάνι της Τήνου ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. «Με δική του εντολή αναχώρησε το ιταλικό υποβρύχιο «Delfino» από τη Λέρο για να χτυπήσει την «Έλλη»
Τον Ιούλιο του 1937 εξέδωσε το διάταγμα 149 το οποίο αποτέλεσε ταφόπλακα για την ελληνική εκπαίδευση.
Επίσης συνεχείς ήταν οι προσπάθειες για να πείσουν τα παιδιά του δημοτικού σχολείου να γράφουν στην balilla, δηλαδή στην κατώτερη βαθμίδα του φασισμού. Τα δελέαζαν και αυτά και τους γονείς με υλικές απολαβές και άλλα προνόμια.
Τα κρυφά σχολειά
Όμως τα σχέδια των Ιταλών ναυάγησαν χάρη στα Κατηχητικά σχολεία. Τα Κατηχητικά σχολεία μετατράπηκαν ουσιαστικά σε κρυφά ελληνικά σχολεία και παρείχαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες μόρφωση στα παιδιά των καταπιεσμένων Ελλήνων.
Ο
Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος, μας λέει ο κ. Σταύρος
Παπαδόπουλος, ήταν ο εμπνευστής και ιθύνων νους των Κατηχητικών
Σχολείων. Ο Μητροπολίτης Απόστολος με διπλωματικές ενέργειες και
αποφασιστικές κινήσεις εξασφάλισε την άδεια λειτουργίας των Κατηχητικών
σχολείων από τον ίδιο τον De Vecchi και αμέσως έθεσε σε εφαρμογή το
σχέδιό του μετατρέποντας τα Κατηχητικά σχολεία σε πλήρη δημοτικά
ελληνικά σχολεία.
Οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών
«Το 1937, ήμουν έξι ετών έπρεπε να πάω για στο σχολείο, όμως οι Έλληνες καθηγητές αντικαταστάθηκαν από Ιταλούς με αποτέλεσμα εγώ να πάω για πρώτη φορά σχολείο σε ιταλικό. Ο πατέρας μου, όπως και οι περισσότεροι γονείς εκείνοι την εποχή αντιδρούσαν αλλά εάν δεν είχαν επιλογές, αφού η φοίτηση ήταν υποχρεωτική και οι ποινές σε όποιον δεν υπάκουε ήταν αυστηρές με χρηματικά πρόστιμα ακόμη και φυλάκιση» αφηγείται στη HuffPost Greece o κ. Χρήστος Παπαδόπουλος συνταξιούχος εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σήμερα,ο οποίος μεγάλωσε στη Λέρο.
«Ο πατέρας μας ήταν ο δάσκαλός μας κάθε βράδυ που ερχόταν κατάκοπος από το μεροκάματο άπλωνε στο τραπέζι ένα κομμάτι στράτσο χαρτί, χαρτί του μπακάλη δηλαδή, αφού το τετράδιο ήταν απλησίαστη πολυτέλεια και με ένα μικροσκοπικό από τα πολλά ξυσίματα μολυβάκι, κάτω από το φως της λάμπας πετρελαίου μας έμαθε, εμένα και τον αδελφό μου, τα πρώτα γράμματα. Μας έμαθε να διαβάζουμε και να γράφουμε το ελληνικό αλφάβητο. Μας έβαζε και αντιγραφή από ένα παλιό σχολικό βιβλίο, κατάλοιπο από προηγούμενα χρόνια, απομεινάρι από τα μαθητικά χρόνια κάποιου θείου μου από τότε που λειτουργούσαν τα ελληνικά σχολεία. Όμως δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο συλλαβισμό και επειδή οι γνώσεις του πατέρα μου, άλλωστε είχε πάει μόνο μέχρι την τρίτη δημοτικού, ανέλαβε την μόρφωσή μας η θεία μου που είχε τελειώσει ελληνικό δημοτικό σχολείο και εθεωρείτο η πιο μορφωμένη της οικογένειας» θυμάται ο ίδιος σαν να ήταν μόλις χθες.
Η αφήγηση συνεχίζεται, το κλίμα που μας περιγράφει είναι ζοφερό, δύσκολο να το συλλάβει κάποιος που δεν το έχει ζήσει.
«Όσο το κρυφό σχολειό ήταν στο σπίτι τα πράγματα ήταν εύκολα και ακίνδυνα. Όμως για να πάμε στη θεία μου έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουμε από το κτήριο της ιταλικής αστυνομίας. Ποιος τολμούσε να έχει μαζί του βιβλία και τετράδια...Τότε λοιπόν μαθητική μας τσάντα έγινε το καλάθι. Στον πάτο η μητέρα μας τοποθετούσε τυλιγμένα σε παλιόχαρτα τα ελληνικά βιβλία και τα γραπτά μας και το απογέμιζε με φρούτα και άλλα είδη της εποχής. Στο γυρισμό η θεία έβαζε από επάνω άλλα είδη» μας λέει.
Το
ταξίδι πίσω στο χρόνο συνεχίζεται και ο κ. Παπαδόπουλος θυμάται τότε
που η θεία του του έδινε παλιά τεύχη του περιοδικού «Ναυτική Ελλάς», που
είχε τότε συνεργάτες σπουδαίους συγγραφείς και «θαλασσογράφους» όπως
τον Λυκούδη, τον Καρκαβίτσα, τον Ποταμιάνο, και διαβάζοντάς τα
εξασκούσαν την ελληνική γλώσσα.
Στη συνέχεια ήρθαν τα κατηχητικά, το κρυφό σχολειό.
Στο κατηχητικό, μας λέει, τα μαθήματα δεν ήταν καθημερινά, αλλά δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Εκεί διδάσκονταν γλώσσα, ιστορία και άλλα μαθήματα. Ωστόσο επισημαίνει αυτό που τον εξοικείωσε, όπως και πολλούς άλλους, στα αρχαία κείμενα ήταν η φοίτησή μας στο ψαλτήρι, δίπλα στον ψάλτη.
«Θυμάμαι ήταν ένας ψάλτης, ο Εμμανουήλ Καζαβούλης, που αργότερα έγινε ιερέας στη Ψέριμο. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στο σπίτι του και μας προετοίμαζε για τα τροπάρια της επόμενης Κυριακής και μαθαίναμε αρχαίες λέξεις που μπορεί να μην τις καταλαβαίναμε τότε αλλά τις λέγαμε και τις αποδίδαμε σωστά.
Ανάλογη εικόνα και στη Ρόδο, όπου ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος, ήταν ο εμπνευστής και ιθύνων νους των Κατηχητικών Σχολείων. Στην προσπάθεια αυτή δεν ήταν μόνος. Είχε μια ομάδα εκλεκτών συνεργατών, καταξιωμένων εκπαιδευτικών και αγνών πατριωτών, λέει ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας του βιβλίου «Τα Κατηχητικά Σχολεία στη Ρόδο την περίοδο της Ιταλοκρατίας 1937 – 1945» και αναφέρει τον αρχιδιάκονο και μετέπειτα πρωτοσύγκελο Απόστολος, τον Εμμανουήλ Μπακίρη, τον Κανάρη Πουζουκάκη, τον Ηλία Κουντούρη, άνθρωποι που αποτέλεσαν τον πυρήνα των κατηχητών –θεολόγων, ο οποίοι ήταν οι στυλοβάτες του όλου εγχειρήματος. Η ομάδα αυτή των τεσσάρων είχε τη δικαιοδοσία και την ευθύνη όλων των Κατηχητικών του νησιού. Με συνεχείς επισκέψεις και περιοδείες, με επιμόρφωση και φροντιστήρια σε ιερείς, με συνεργασία με τον Μητροπολίτη έλυναν όλα τα προβλήματα και ενίσχυαν την προσφορά των Κατηχητικών.
Φυσικά οι έλεγχοι από την ιταλική αστυνομία ήταν συνεχείς και ο φόβος μεγάλος, όμως ο ζήλος μεγαλύτερος.
Ο κ. Χρήστος Παπαδόπουλος που ακόμη και σήμερα μιλά άπταιστα ιταλικά το 1952 έγινε δάσκαλος και αυτός με τη σειρά του δίδαξε, ελεύθερα πλέον τα ελληνικά στα παιδιά του δημοτικού.
Θυμάται ότι πριν από λίγα χρόνια ένα δημοσίευμα σε αθηναΐκη εφημερίδα κάποιοι είπαν ότι επί Ιταλών υπήρχε άνεση, ευμάρεια στο νησί της Λέρου. Αμέσως αντέδρασε.
«Στο δικό μας το νησί, τη Λέρο, πράγματι υπήρχαν δουλειές, αλλά αυτές κυρίως ήτανοχυρωματικές δουλειές, βάσεις κτλ το υποβρύχιο που χτύπησε την Έλλη μη ξεχνάτε ξεκίνησε από τη Λέρο. Οι Ιταλοί μας θεωρούσαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Για παράδειγμα ο πατέρας μου ήταν ναυπηγός και εργαζόταν παράλληλα με έναν Ιταλό. Αν και ο πατέρας μου έκανε καλύτερη δουλειά και την έβγαζε πιο γρήγορα πληρωνόταν τα μισά λεφτά συγκριτικά με τον Ιταλό. Έτσι μια μέρα ο πατέρας μου απευθύνθηκε στο Ιταλό εργοδότη του και το είπε: “Μα το βλέπετε ότι εγώ βγάζω καλύτερη δουλειά και σε συντομότερο χρόνο, δεν είναι άδικο να πληρώνομαι λιγότερα χρήματα;”».
«Πάρε και εσύ τη μεγάλη Ιταλική υπηκοότητα και θα παίρνεις και τα ίδια χρήματα» ήταν η απάντηση του Ιταλού όπως μας αφηγείται ο κ. Χρήστος Παπαδόπουλος.
Η δεύτερη εξαίρεση, συνεχίζει, ήταν στα σχολεία ότι οι Ιταλοί δάσκαλοι είχαν οδηγίες να μας εξιταλίσουν, να μας γυρίσουν στον καθολικισμό. «Απαγορευόταν να μιλάμε ελληνικά όχι μόνο στην τάξη αλλά και στο διάλειμμα. Εμείς σαν παιδιά παίζαμε στο προαύλιο και όπως ήταν φυσικό μιλούσαμε τη γλώσσα μας. Όμως όταν μας άκουγε ο δάσκαλος μάς φώναζε και μας επέβαλε τιμωρία.
«Στην τελευταία τάξη είχα δασκάλα μια καλόγρια, Ιταλίδα, αυτή ήταν άλλη περίπτωση. Εξαιρετική εκπαιδευτικός και καλός άνθρωπος. Μας πρόσεχε και εμένα ειδικά γιατί ήμουν από τους καλούς μαθητές. Μέσα στην τάξη ήμασταν 5 ελληνόπουλα και 20 Ιταλοί, παιδιά αξιωματικών ή πολιτικών μηχανικών, αρχιτεκτόνων, έτσι ώστε να είναι πιο εύκολη η αφομοίωση μας».
Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν διάφορες μεθόδους προκειμένου να «προσηλυτίσουν» τον ελληνικό πληθυσμό της Δωδεκανήσου.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βιώνουν έναν διχασμό, για τους καλούς και τους κακούς Ιταλούς.
«Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί κατακτητές»
«Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί κατακτητές» μας λέει ο κ. Ζαχαρίας Τσιρπανλής και όπως γράφει και στο βιβλίο του επί Lago δημιουργήθηκε ο μύθος μια χρυσής εποχής, ενός καλού και ευγενικού διοικητή και «είναι αυτονόητο ότι ο De Vecchi με την ωμότητα και την ανελαστικότητά του, συνέβαλε αθέλητα στην ωραιοποίηση του Lago.
«Ίσως είναι σουρεαλιστικό να ισχυριστεί κανείς, ότι ο De Vecchi με τη δια ροπάλου επιβολή της ιταλικής, προσέφερε και θετικές υπηρεσίες» συνεχίζει ο κ. Τσιρπανλής και εξηγεί πως με τη συμπεριφορά του πρόβαλε χωρίς προσωπεία και μάσκες τις πραγματικές προθέσεις της Ιταλίας και αφύπνισε τα αισθήματα των Δωδεκανησίων.
O De Vecchi
Ο καθηγητής κ Τσιρπανλής Τσιρπανλής για τη συγγραφή του βιβλίου του ερεύνησε στο κρατικό αρχείο της Ρώμης και στα αρχεία του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών. Ωστόσο μεγαλωμένος στη Κω έχει έντονα στη μνήμη του εκείνα τα χρόνια.
Όπως μας λέει ήταν τριών – τεσσάρων ετών όταν πήγε στο ιταλικό νηπιαγωγείο της Κω, του οποίου υπεύθυνες ήταν η «Ζηλώτριες Αδελφές της Καλής Καρδιάς» (Suore Zelatrici del Sacro Cuore).
«Αν και οι αδελφές ήταν καλές, υπομονετικές και μας έδιναν φαγητό, εμείς από μικρά παιδιά είχαμε την κατεύθυνση από το σπίτι να το σκάμε. Δεν ήθελαν οι γονείς μας να μάθουμε τη γλώσσα» μας λέει.
Όταν το σκάγαμε από το αζίλο, το δημοτικό που είναι στο λιμάνι της Κω ερχόταν ο χωροφύλακας και υποχρέωνε τους γονείς μας να πληρώσουν πρόστιμο, λέει και υπενθυμίζει ότι η πολιτική των Ιταλών ήταν να μην χειροτονούν νέους παπάδες, ενώ παράλληλα έφερναν καθολικούς και πολλές οικογένειες για λόγους οικονομικούς ασπάστηκαν τον καθολικισμό για να έχουν να φάνε.
Όσον αφορά τα κρυφά σχολειά, μας επισημαίνει ότι επρόκειτο για κατηχητικά και η ποιότητα των μαθημάτων και της μεταδιδόμενης γνώσης είχε να κάνει με την ικανότητα και το μορφωτικό επίπεδο των κατηχητών.
«Οι απολυθέντες, από τους Ιταλούς, δάσκαλοι δεν μπορούσαν να κάνουν εύκολα κύκλους μαθημάτων γιατί καταδίδονταν και ή τους εξόριζαν ή τους φυλάκιζαν ή τους οδηγούσαν σε οικονομική καταστροφή. Μία μόνο περίπτωση που είχε δεχθεί και ο σκληρότατος De Vecchi ήταν η δημιουργία δημιουργία κατηχητικών σχολείων και μέσα από εκεί μπορούσαν οι κατηχητές να περάσουν μηνύματα για το ιστορικό πολιτισμό της Ελλάδας αλλά με πολλές δυσκολίες» σημειώνει.
Εν τω μεταξύ η πολιτική των Ιταλών ήταν να μην χειροτονούν νέους παπάδες, ενώ παράλληλα έφερναν καθολικούς και πολλές οικογένειες για λόγους οικονομικούς ασπάστηκαν τον καθολικισμό προκειμένου να έχουν να φάνε.
«Τους καταλαβαίνω, αν και ανήκω σε μια οικογένεια που ο πατέρας μου μας άφησε και πήγε στη Μέση Ανατολή για να πολεμήσει. Μας είχε αφήσει ορφανά. Η μητέρα μου μάλιστα το έκανε κόλλυβα αφού νόμιζε πως ήταν νεκρός, πολλές γυναίκες ζούσαν αυτό το δράμα καθώς δεν ήξεραν που ήταν οι άντρες τους. Εγώ το θυμάμαι αυτό, ήμουν μικρό παιδί όταν τελικά εμφανίσθηκε ο πατέρας μου και μας βρήκε στη Νίσυρο όπου είχαμε πάει».
«Η πολιτική του λίθου»
Για την καλοσύνη και το διχασμό περί καλών και κακών Ιταλών ο κ. Τσιρπανλής εξηγεί στη HuffPost την «πολιτική του λίθου» που εφάρμοζαν οι Ιταλοί.
«Κάθε κατακτητής προσπαθεί να αφήσει τα ίχνη του. Ο διοικητής Mario Lago ήταν διπλωμάτης και ευέλικτος, είχε δε ικανούς αρχιτέκτονες που δούλεψαν στα Δωδεκάνησα και τα έργα τους είναι αξιόλογα. Την Κω για παράδειγμα την ξαναέχτισαν μετά το σεισμό, όπως και τη Λέρο και το Λακί. Όλοι οι κατακτητές, όπως είπαμε προσπαθούν να αφήσουν μνημεία, αλλά οι Ιταλοί περισσότερο ενδιαφέρονταν να φτιάξουν χτίσματα που τους ήταν απόλυτα χρήσιμα, όπως σχολεία για παράδειγμα προκειμένου να φτιάξουν τη νέα γενιά με όλα τα στοιχεία του ιταλικού πολιτισμού. Έκτισαν εκκλησίες (καθολικές) και ιδίως στο κάθε νησί έφτιαξαν την καζέρμα, το διοικητήριο δηλαδή του κάθε νησιού όπου διέμεναν οι Ιταλοί αστυνομικοί. Πράγματι έφτιαξαν έναν δομημένο αστικό δομημένο χώρο, γι΄αυτό η Κως είναι σαν μια ευρωπαϊκή πόλη του μεσοπολέμου που ακόμη εντυπωσιάζει, άλλωστε ο Μουσολίνι εισήγαγε εντυπωσιακά μεγαλοπρεπή κτήρια. Ακόμη και το μουσείο του νησιού είναι “μουσολινικό”. Στο Λακί εφαρμόστηκε ο εκλεκτικός αρχιτεκτονικός ρυθμός, όπου συνδύασαν ανατολίτικη και μεσαιωνική αρχιτεκτονική και αυτός ο αχταρμάς τελικά εντυπωσιάζει. Πράγματι λοιπόν υπάρχει ένας θαυμασμός και δημιουργείται η εντύπωση ότι προσέφεραν μεγάλο έργο. Όμως όλα αυτά χτίστηκαν από ένα εργατικό δυναμικό, από ανθρώπους οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωράφια τους και να δουλέψουν για ένα πιάτο μακαρόνια και ένα μισθό ελάχιστων λιρετών κάτω από τη διεύθυνση βέβαια ικανότατων Ιταλών αρχιτεκτόνων, αλλά ποιος πραγματικά βλέπει πίσω από όλα αυτά» διερωτάται ο κ. Τσιρπανλής.
Ο κόσμος, συνεχίζει, μπορεί να γνώρισε μια οικονομική ακμή επί Lago, αλλά ο στόχος του Ιταλού διοικητή ήταν η δημιουργία ενός ελληνοϊταλικού πολιτισμού όπου σε βάθος χρόνου θα οδηγούσε σε αφελληνισμό. Σύμφωνα με τον ίδιο Lago και De Vecchi είναι το ίδιο νόμισμα.
Μην ξεχνάμε ότι ο De Vecchi, ο οποίος σε δημοσιεύματα της εποχής ονομάζεται και Νέρων ή Ηρώδης της Δωδεκανήσου, κατηγόρησε τον προκάτοχό του, τον Lago, ότι δεν κατάφερε να εξιταλίσει και εκφασίσει τον πληθυσμό.
Η περιπέτεια με την απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας λήγει όταν κατεβαίνει η ιταλική σημαία από τα Δωδεκάνησα και αναρτάται η γερμανική.
Το 1944 τα ελληνικά σχολεία με εντολή της γερμανικής διοίκησης ανοίγουν και πάλι, όχι όμως χωρίς τις έντονες διαμαρτυρίες των Ιταλών.
«Μπορεί να επέτρεψαν και πάλι τη λειτουργία τους, όμως κατέκλεψαν τα πάντα, κατέστρεψαν την οικονομία και άρπαζαν για δικούς τους λόγους την αγροτική παραγωγή. Υπήρξαν θάνατοι από την πείνα κυρίως στα αστικά κέντρα των νησιών, όπου οι κάτοικοι είχαν αποκοπεί από την καλλιέργεια της γης και δεινοπάθησαν» λέει ο κ. Τσιρπανλής.
Για την ιταλική κατοχή και την απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας καταλήγει λέγοντας: «Ήταν μια μορφή γενοκτονίας, επρόκειτο για εκρίζωση ελληνικού φρονήματος και βίαιη ένταξη στον ιταλικό πολιτισμό. Δεν επέτρεπαν την αντικατάσταση των Δημογερόντων και την αντικατάσταση των θανόντων κληρικών, δεν ήθελαν ανανέωση του κλήρου και συνέχεια έρχονταν Λατίνοι κληρικοί και όποιος δεν είχε πρόσβαση σε αυτούς δεν είχε μέλλον. Δεν επέτρεπαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και τα οι γνώσεις που έπαιρνε κανείς στα κατηχητικά εξαρτώταν από την ικανότητα του κατηχητή. Το κρυφό σχολειό επί Οθωμανών λειτουργούσε γιατί οι Τούρκοι το ανέχονταν. Οι δυσκολίες που επέβαλαν οι Οθωμανοί ήταν αυτές που οδήγησε στα κρυφά σχολειά, αφού για να λειτουργήσει ένα κανονικό σχολείο έπρεπε να λαδωθούν πάρα πολλοί άνθρωποι. Επί ιταλικής κατοχής μπορούσε ένα παιδί να προοδεύσει ακόμη και να πάρει υποτροφία για να σπουδάσει σε ιταλικό πανεπιστήμιο, όμως έπρεπε να μιλά μόνο ιταλικά και όταν πήγαινε στο εξωτερικό υπήρχαν οι επιτηρητές που έστελναν αναφορές στον Ιταλό διοικητή του νησιού. Το κατεξοχήν ενδιαφέρον είναι ότι χάρη στους Ιταλούς και στους Γερμανούς που βρέθηκαν στο στρατόπεδο των ηττημένων σωθήκαμε διαφορετικά θα είχαμε τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά της Κύπρου. Πρέπει να αισθανόμαστε μεγάλη ευγνωμοσύνη σε όσους θυσιάστηκαν στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τίμημα ήταν φοβερό αλλά στο τέλος τουλάχιστον γνωρίσαμε την απελευθέρωση και τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα. Τώρα μπορεί να πει κάποιος είμαστε υπό την επιτροπεία της ΕΕ, ωστόσο δεν ξέρω τι θα γινόταν αν τα πράγματα τότε είχαν πάρει άλλη τροπή».
Μετά τους Γερμανούς ήρθαν οι Άγγλοι δεν πείραξαν τη γλώσσα και τη θρησκεία μόνο έδερναν όποιον φώναζε για «Ένωση».
Σήμερα η διατήρηση της γλώσσας, η γνώση της ιστορίας μας είναι επιτακτική, είναι αντίσταση.
«Όπου και αν είστε, στο βουνό, στο χωράφι, νύχτα και μέρα μαθαίνετε στα παιδιά σας το “πάτερ ημών” και το “πιστεύω” και μαθαίνετέ τα να γράφουν στο χώμα τη λέξη Ελλάδα» φώναζε ο Πρωτοσύγκελος της Ρόδου όταν παρότρυνε τους κατοίκους του Αρχαγγέλου στη Ρόδο να στείλουν τα παιδιά τους στο κατηχητικό (Μια από τις πολλές μαρτυρίες που εμπεριέχονται στο βιβλίου του κ. Σταύρου Παπαδόπουλου «Τα Κατηχητικά στη Ρόδο την περίοδο της Ιταλοκρατίας 1937 – 1945 εκδόσεις Τέχνη Ρόδος».
<
Ο λαός μας πάλεψε και μάτωσε για να την κρατήσει γλώσσα και υπόσταση. Οι ιστορίες πολλές, η μνήμη όμως ρηχή. Σε αυτό ίσως και να συμβάλλουν και επίσημοι φορείς όταν υποστηρίζουν πως η γλώσσα μαθαίνεται με τη χρήση της και όχι με τη γνώση της ιστορίας της...
Και όμως η γνώση της ιστορίας είναι αυτή που όχι μόνο μπορεί να σώσει τη γλώσσα αλλά και να μας οδηγήσει σε νέα πνευματικά μονοπάτια, σε αναγέννηση και στην ανάταση – ανάσταση που όλοι προσδοκούμε.
«Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου...». Αυτό το ήξερε ο απλός λαός, το ήξεραν και οι Δωδεκανήσιοι που επί τουλάχιστον 630 χρόνια βρίσκονταν υπό κατοχή σε διάφορους κατακτητές. Αποκορύφωση της αντίστασής τους η ανάγκη της διάσωσης της ελληνικής γλώσσας και η ίδρυση κρυφών σχολειών, μόλις το 1937, όταν οι Ιταλοί κατακτητές αποφάσισαν να απαγορεύσουν τα ελληνικά και τη διδασκαλία τους στα σχολεία.
«Οι κατακτητές των νησιών συνειδητοποίησαν τον σημαντικό ρόλο της εκπαίδευσης στη χάραξη εθνικής συνείδησης και ότι μέσω της εκπαίδευσης παρέχεται η δυνατότητα να χειραγωγούνται οι Έλληνες κάτοικοι των νησιών και για αυτό το λόγο εφάρμοσαν συγκεκριμένες εκπαιδευτικές πολιτικές που στόχευαν στην αποδυνάμωση της ελληνικής παιδείας και ταυτόχρονα στην εγκαθίδρυση δικών τους εκπαιδευτικών μηχανισμών που θα εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα τους» μας λέει ο κ. Σταύρος Παπαδόπουλος, διευθυντής του 1ου Δημοτικού Σχολείου Ιαλυσού στη Ρόδο, διδάκτωρ στον τομέα της Ιστορίας της Εκπαίδευσης και συγγραφέας του βιβλίου «Τα Κατηχητικά Σχολεία στη Ρόδο την περίοδο της Ιταλοκρατίας 1937 – 1945.Η Ιστορία
«Οι
κατακτητές των νησιών συνειδητοποίησαν τον σημαντικό ρόλο της
εκπαίδευσης στη χάραξη εθνικής συνείδησης και ότι μέσω της εκπαίδευσης
παρέχεται η δυνατότητα να χειραγωγούνται οι Έλληνες κάτοικοι των νησιών
και για αυτό το λόγο εφάρμοσαν συγκεκριμένες εκπαιδευτικές πολιτικές που
στόχευαν στην αποδυνάμωση της ελληνικής παιδείας και ταυτόχρονα στην
εγκαθίδρυση δικών τους εκπαιδευτικών μηχανισμών που θα εξυπηρετούσαν τα
συμφέροντα τους»
Τα νησιά της Δωδεκανήσου μετά από την μακραίωνη περίοδο Τουρκοκρατίας περιέρχονται πλέον υπό ιταλική κατοχή.Το 1912 ο Ιταλός αντιστράτηγος Giovanni Ameglio κατέλαβε τη Ρόδο και ορίστηκε διοικητής των νησιών. Για περισσότερο από 30 χρόνια οι Ιταλοί επίμονα και οργανωμένα σχεδίαζαν όχι μόνο την πολιτιστική αλλοτρίωση, αλλά τον αφελληνισμό και τον εξιταλισμό των νησιών.
Από τα τέλη του 1912 και κατά τη διάρκεια του 1913 έχουμε απελάσεις καθηγητών και δασκάλων. Προσπαθούν οι Ιταλοί να αποδυναμώσουν θεσμούς όπως η δημογεροντία και η εκκλησία, θεσμοί που είχαν υπό τη δικαιοδοσία τους την παιδεία των Ελλήνων. Το 1915 απαγορεύουν οι Ιταλοί την αποβίβαση εκπαιδευτικών από την Ελλάδα, αναφέρει ο κ. Σταύρος Παπαδόπουλος.
Ενδεικτικό είναι το υπόμνημα του Ameglio τον Απρίλιο του 1913, στο οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε: «Στην περίπτωση που η πολιτική επιρροή μας σταθεροποιηθεί στη Ρόδο, πρέπει να ενδιαφερθούμε αμέσως για την ίδρυση ιταλικών σχολείων...Οπωσδήποτε τα ζητήματα του σχολείου και του κλήρου θα πρέπει να λυθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να απεξαρτηθούν από την κοινότητα...».
Πρόκειται για την πολιτική διαθήκη του Ameglio γράφει κ. Ζαχαρίας Τσιρπανλής στο βιβλίο του «Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα (1912 - 1943), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007».
«Πρέπει
να σκεφτούμε ότι τα ιδιωτικά σχολεία είναι ελληνόφωνα. Θα γίνουν
δίγλωσσα, αλλά δεν θα πάψουν να είναι ελληνικά. Δεν απεθνικοποιείται
ένας λαός όπως αυτός σε λίγα χρόνια. Είναι μια φυλή ευφυής, που έχει
συνείδηση του χιλιετούς πολιτισμού της και έχει την υποστήριξη ενός
ανεξάρτητου κράτους επτά εκατομμυρίων πληθυσμού. Εξαναγκασμός με τη βία
δεν θα χρησίμευε. Αντίθετα θα ήταν χρήσιμο για μας να διαθέσουμε στη
δεύτερη γενιά έναν πυρήνα Ιταλών – Ελλήνων του Αιγαίου για την εξάπλωση
μας στην ανατολή....πρώτο μέτρο να κοπεί ο δεσμός ανάμεσα στην εκκλησία
και στο σχολείο»
Διπλωματούχοι δάσκαλοι που είχαν έρθει από την Ιταλία αλλά και αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ιταλικού στρατού ανέλαβαν το διδακτικό έργο. Να σημειωθεί ότι στα ελληνικά σχολεία η διδασκαλία της ιταλικής επιβλήθηκε δια της βίας, αφού οι μαθητές που δεν έπαιρναν τουλάχιστον έξι στα ιταλικά, θεωρούνταν στάσιμοι, ασχέτως αν είχαν προβιβάσιμους βαθμούς στα άλλα μαθήματα. Σε κάθε νησί διορίστηκε γενικός διευθυντής των σχολείων Ιταλός αξιωματικός, για να προβαίνει στους σχετικούς ελέγχους.
Η πιο αποφασιστική και πιο επικίνδυνη φάση για το μέλλον της ελληνικής σχολικής παιδείας στα Δωδεκάνησα ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1923 όταν έφτασε στη Ρόδο ο Mario Lago ως ο πρώτος κυβερνήτης των νησιών.
Μεταξύ άλλων με βασιλικό διάταγμα του 1925, οι κάτοικοι θεωρούνταν πλέον Ιταλοί πολίτες (απαλλασσόμενοι από τη στρατιωτική θητεία), όποιος δεχόταν να υπηρετήσει έπαιρνε τη μεγάλη ιταλική υπηκοότητα, ενώ το 1926 ορίστηκε σχολικός κανονισμός βάσει του οποίου η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας ήταν υποχρεωτική, ιδρύθηκε δε Διδασκαλείο για την εκπαίδευση των δασκάλων. Από το 1929 για την άσκηση ενός επαγγέλματος που απαιτούσε πανεπιστημιακές σπουδές, έγινε υποχρεωτική η φοίτηση ή τουλάχιστον η μετεκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, με παράλληλη παροχή υποτροφιών στους νησιώτες σπουδαστές.
Τα σχολεία χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες:Τα Βασιλικά Κρατικά Σχολεία (scuole regie), που συντηρούσε η Ιταλική Διοίκηση και τα οποία εφάρμοζαν το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας της Ιταλίας. Τα ελληνικά σχολεία που χρηματοδοτούσαν οι κοινότητες υποβαθμίζονταν , ονομαζόμενα Ιδιωτικά Σχολεία (scuole private), που επιχορηγούσαν εξ' ολοκλήρου οι Κοινότητες κι εφάρμοζαν το πρόγραμμα του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Όσα από αυτά δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά, μπορούσαν να ζητήσουν τη βοήθεια της κυβέρνησης. Έτσι γίνονταν Επιχορηγούμενα (scuole sussidiate) με τίμημα τον πλήρη έλεγχο από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και τελικά τον πλήρη εξιταλισμό τους ή το οριστικό κλείσιμό τους.Ο Lago ήταν έμπειρος διπλωμάτης και στα 14 χρόνια που ήταν διοικητής στο νησί πορεύθηκε με διπλωματία και μεθοδικά, ενδεικτικό του πόσο ρεαλιστής ήταν, γράφει ο κ. Σταύρος Παπαδόπουλος, αλλά και το πως χειρίστηκε το θέμα της αλλοτρίωσης της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων είναι ένα έγγραφο το ίδιου που απέστειλε στις 8.10.1933 προς το υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας.
«Πρέπει να σκεφτούμε ότι τα ιδιωτικά σχολεία είναι ελληνόφωνα. Θα γίνουν δίγλωσσα, αλλά δεν θα πάψουν να είναι ελληνικά. Δεν απεθνικοποιείται ένας λαός όπως αυτός σε λίγα χρόνια. Είναι μια φυλή ευφυής, που έχει συνείδηση του χιλιετούς πολιτισμού της και έχει την υποστήριξη ενός ανεξάρτητου κράτους επτά εκατομμυρίων πληθυσμού. Εξαναγκασμός με τη βία δεν θα χρησίμευε. Αντίθετα θα ήταν χρήσιμο για μας να διαθέσουμε στη δεύτερη γενιά έναν πυρήνα Ιταλών – Ελλήνων του Αιγαίου για την εξάπλωση μας στην ανατολή. Για το σκοπό αυτό διδάσκονται τα ελληνικά και τα τούρκικα στα βασιλικά σχολεία...πρώτο μέτρο να κοπεί ο δεσμός ανάμεσα στην εκκλησία και στο σχολείο» γράφει και μας παραθέτει το απόσπασμα μεταφρασμένο από τα ιταλικά ο κ. Ζαχαρίας Τσιρπανλής (Η Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912 – 1943).Όμως κάποιοι Ιταλοί αξιωματούχοι θεώρησαν ότι τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά και απαίτησαν ταχύτερους ρυθμούς εξιταλισμού.
Νέος διοικητής Δωδεκανήσων ο «ολετήρας», ο άνθρωπος που οργάνωσε τον τορπιλισμό της «Ελλής»
Έτσι το 1936 ο Μάριο Λάγκο αντικαταστάθηκε και τη θέση του ως κυβερνήτης των νησιών πήρε ο στρατάρχης Τσεζάρε Μαρία Ντε Βέκκι (Cesare Maria De Vecchi), ο οποίος ήταν ένας από τους τετράρχες του φασιστικού κόμματος, ο ολετήρας, όπως τον αποκαλεί ο κ. Τσιρπανλής.
Μιλώντας στη HuffPost Greece τόσο ο κ. Παπαδόπουλος, όσο και ο κ. Τσιρπανλής, υπογραμμίζουν τη σκληρότητα του De Vecchi. Η φασιστική αυστηρότητα και η απρόβλεπτη συμπεριφορά του δημιούργησαν κλίμα φόβου και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που ο Lago φάνηκε στα μάτια του πληθυσμού σαν ευεργέτης.
Ο νέος διοικητής αν και υπήρξε τετράρχης του φασισμού δεν διατηρούσε πάντα καλές σχέσεις με τον Μουσολίνι και δεν είναι τυχαίο ότι ο Μουσολίνι του ανέθεσε τα Δωδεκάνησα προκειμένου να είναι μακρυά από τη Ρώμη.
Ο De Vecchi, μας πληροφορεί ο κ. Παπαδόπουλος, ήταν ο οργανωτής του τορπιλισμού της «Έλλης» στο λιμάνι της Τήνου ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. «Με δική του εντολή αναχώρησε το ιταλικό υποβρύχιο «Delfino» από τη Λέρο για να χτυπήσει την «Έλλη»
Τον Ιούλιο του 1937 εξέδωσε το διάταγμα 149 το οποίο αποτέλεσε ταφόπλακα για την ελληνική εκπαίδευση.
«Τα ελληνόπουλα είχαν δύο επιλογές: είτε θα έμεναν εκτός εκπαίδευσης επειδή οι γονείς τους δεν τα έστελναν στα ιταλικά σχολεία, είτε θα φοιτούσαν στα ιταλικά σχολεία διδασκόμενοι όλα τα μαθήματα στην ιταλική γλώσσα. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα θα ήταν η γενιά αυτή των Ροδίων που βρίσκονταν στη σχολική ηλικία να στερηθεί την ελληνική παιδεία και να προέκυπτε μια γενιά Δωδεκανησίων που δεν θα ήταν ικανοί να γράψουν και να διαβάσουν την ελληνική γλώσσα» αναφέρει ο κ. Σταύρος Παπαδόπουλος.Η «linqua locale» δηλαδή η ελληνική γλώσσα έγινε μάθημα προαιρετικό, χωρίς βιβλία έως την τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Οι Έλληνες δάσκαλοι υποχρεούνταν να μιλούν και να διδάσκουν μόνο ιταλικά διαφορετικά τους περίμενε η απόλυση. Η φοίτηση των παιδιών από 6 έως 11 ετών ήταν υποχρεωτική, σε περιβάλλον όπου απαγορευόταν, με βαριά πρόστιμα και άλλες ποινές, η χρήση της ελληνικής. Σταδιακά όλα τα σχολεία μετατράπηκαν σε ιταλικά με Ιταλούς δασκάλους.
Επίσης συνεχείς ήταν οι προσπάθειες για να πείσουν τα παιδιά του δημοτικού σχολείου να γράφουν στην balilla, δηλαδή στην κατώτερη βαθμίδα του φασισμού. Τα δελέαζαν και αυτά και τους γονείς με υλικές απολαβές και άλλα προνόμια.
Τα κρυφά σχολειά
Όμως τα σχέδια των Ιταλών ναυάγησαν χάρη στα Κατηχητικά σχολεία. Τα Κατηχητικά σχολεία μετατράπηκαν ουσιαστικά σε κρυφά ελληνικά σχολεία και παρείχαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες μόρφωση στα παιδιά των καταπιεσμένων Ελλήνων.
Οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών
«Το 1937, ήμουν έξι ετών έπρεπε να πάω για στο σχολείο, όμως οι Έλληνες καθηγητές αντικαταστάθηκαν από Ιταλούς με αποτέλεσμα εγώ να πάω για πρώτη φορά σχολείο σε ιταλικό. Ο πατέρας μου, όπως και οι περισσότεροι γονείς εκείνοι την εποχή αντιδρούσαν αλλά εάν δεν είχαν επιλογές, αφού η φοίτηση ήταν υποχρεωτική και οι ποινές σε όποιον δεν υπάκουε ήταν αυστηρές με χρηματικά πρόστιμα ακόμη και φυλάκιση» αφηγείται στη HuffPost Greece o κ. Χρήστος Παπαδόπουλος συνταξιούχος εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σήμερα,ο οποίος μεγάλωσε στη Λέρο.
«Ο πατέρας μας ήταν ο δάσκαλός μας κάθε βράδυ που ερχόταν κατάκοπος από το μεροκάματο άπλωνε στο τραπέζι ένα κομμάτι στράτσο χαρτί, χαρτί του μπακάλη δηλαδή, αφού το τετράδιο ήταν απλησίαστη πολυτέλεια και με ένα μικροσκοπικό από τα πολλά ξυσίματα μολυβάκι, κάτω από το φως της λάμπας πετρελαίου μας έμαθε, εμένα και τον αδελφό μου, τα πρώτα γράμματα. Μας έμαθε να διαβάζουμε και να γράφουμε το ελληνικό αλφάβητο. Μας έβαζε και αντιγραφή από ένα παλιό σχολικό βιβλίο, κατάλοιπο από προηγούμενα χρόνια, απομεινάρι από τα μαθητικά χρόνια κάποιου θείου μου από τότε που λειτουργούσαν τα ελληνικά σχολεία. Όμως δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο συλλαβισμό και επειδή οι γνώσεις του πατέρα μου, άλλωστε είχε πάει μόνο μέχρι την τρίτη δημοτικού, ανέλαβε την μόρφωσή μας η θεία μου που είχε τελειώσει ελληνικό δημοτικό σχολείο και εθεωρείτο η πιο μορφωμένη της οικογένειας» θυμάται ο ίδιος σαν να ήταν μόλις χθες.
Η αφήγηση συνεχίζεται, το κλίμα που μας περιγράφει είναι ζοφερό, δύσκολο να το συλλάβει κάποιος που δεν το έχει ζήσει.
«Όσο το κρυφό σχολειό ήταν στο σπίτι τα πράγματα ήταν εύκολα και ακίνδυνα. Όμως για να πάμε στη θεία μου έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουμε από το κτήριο της ιταλικής αστυνομίας. Ποιος τολμούσε να έχει μαζί του βιβλία και τετράδια...Τότε λοιπόν μαθητική μας τσάντα έγινε το καλάθι. Στον πάτο η μητέρα μας τοποθετούσε τυλιγμένα σε παλιόχαρτα τα ελληνικά βιβλία και τα γραπτά μας και το απογέμιζε με φρούτα και άλλα είδη της εποχής. Στο γυρισμό η θεία έβαζε από επάνω άλλα είδη» μας λέει.
Στη συνέχεια ήρθαν τα κατηχητικά, το κρυφό σχολειό.
Στο κατηχητικό, μας λέει, τα μαθήματα δεν ήταν καθημερινά, αλλά δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Εκεί διδάσκονταν γλώσσα, ιστορία και άλλα μαθήματα. Ωστόσο επισημαίνει αυτό που τον εξοικείωσε, όπως και πολλούς άλλους, στα αρχαία κείμενα ήταν η φοίτησή μας στο ψαλτήρι, δίπλα στον ψάλτη.
«Θυμάμαι ήταν ένας ψάλτης, ο Εμμανουήλ Καζαβούλης, που αργότερα έγινε ιερέας στη Ψέριμο. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στο σπίτι του και μας προετοίμαζε για τα τροπάρια της επόμενης Κυριακής και μαθαίναμε αρχαίες λέξεις που μπορεί να μην τις καταλαβαίναμε τότε αλλά τις λέγαμε και τις αποδίδαμε σωστά.
Ανάλογη εικόνα και στη Ρόδο, όπου ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος, ήταν ο εμπνευστής και ιθύνων νους των Κατηχητικών Σχολείων. Στην προσπάθεια αυτή δεν ήταν μόνος. Είχε μια ομάδα εκλεκτών συνεργατών, καταξιωμένων εκπαιδευτικών και αγνών πατριωτών, λέει ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας του βιβλίου «Τα Κατηχητικά Σχολεία στη Ρόδο την περίοδο της Ιταλοκρατίας 1937 – 1945» και αναφέρει τον αρχιδιάκονο και μετέπειτα πρωτοσύγκελο Απόστολος, τον Εμμανουήλ Μπακίρη, τον Κανάρη Πουζουκάκη, τον Ηλία Κουντούρη, άνθρωποι που αποτέλεσαν τον πυρήνα των κατηχητών –θεολόγων, ο οποίοι ήταν οι στυλοβάτες του όλου εγχειρήματος. Η ομάδα αυτή των τεσσάρων είχε τη δικαιοδοσία και την ευθύνη όλων των Κατηχητικών του νησιού. Με συνεχείς επισκέψεις και περιοδείες, με επιμόρφωση και φροντιστήρια σε ιερείς, με συνεργασία με τον Μητροπολίτη έλυναν όλα τα προβλήματα και ενίσχυαν την προσφορά των Κατηχητικών.
Φυσικά οι έλεγχοι από την ιταλική αστυνομία ήταν συνεχείς και ο φόβος μεγάλος, όμως ο ζήλος μεγαλύτερος.
«Θυμάμαι
ότι στην τετάρτη δημοτικού είχαμε έναν φανατικό δάσκαλο, ακόμη θυμάμαι
το όνομά του, Βίτο Μαστρονάρτι, αξέχαστος! Κρατούσε συνέχεια μια βέργα
από λυγαριά και μας χτυπούσε στα πόδια, τότε εμείς, όλα τα παιδάκια,
φορούσαμε κοντά παντελόνιακαι επιστρέφαμε στο σπίτι με τις μελανιές στα
πόδια από τα χτυπήματα. Γιατί; λόγω του ότι μιλούσαμε ελληνικά. Πάντοτε
φορούσε μαύρα. Μαύρο κουστούμι, μαύρο ρεπούμπλικο, μαύρο μουστάκι...
ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος ανθρώπου που ως προς την περιβολή και ως
προς την ψυχή ήταν μαύρος»
Ο κ. Χρήστος Παπαδόπουλος που ακόμη και σήμερα μιλά άπταιστα ιταλικά το 1952 έγινε δάσκαλος και αυτός με τη σειρά του δίδαξε, ελεύθερα πλέον τα ελληνικά στα παιδιά του δημοτικού.
Θυμάται ότι πριν από λίγα χρόνια ένα δημοσίευμα σε αθηναΐκη εφημερίδα κάποιοι είπαν ότι επί Ιταλών υπήρχε άνεση, ευμάρεια στο νησί της Λέρου. Αμέσως αντέδρασε.
«Στο δικό μας το νησί, τη Λέρο, πράγματι υπήρχαν δουλειές, αλλά αυτές κυρίως ήτανοχυρωματικές δουλειές, βάσεις κτλ το υποβρύχιο που χτύπησε την Έλλη μη ξεχνάτε ξεκίνησε από τη Λέρο. Οι Ιταλοί μας θεωρούσαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Για παράδειγμα ο πατέρας μου ήταν ναυπηγός και εργαζόταν παράλληλα με έναν Ιταλό. Αν και ο πατέρας μου έκανε καλύτερη δουλειά και την έβγαζε πιο γρήγορα πληρωνόταν τα μισά λεφτά συγκριτικά με τον Ιταλό. Έτσι μια μέρα ο πατέρας μου απευθύνθηκε στο Ιταλό εργοδότη του και το είπε: “Μα το βλέπετε ότι εγώ βγάζω καλύτερη δουλειά και σε συντομότερο χρόνο, δεν είναι άδικο να πληρώνομαι λιγότερα χρήματα;”».
«Πάρε και εσύ τη μεγάλη Ιταλική υπηκοότητα και θα παίρνεις και τα ίδια χρήματα» ήταν η απάντηση του Ιταλού όπως μας αφηγείται ο κ. Χρήστος Παπαδόπουλος.
Η δεύτερη εξαίρεση, συνεχίζει, ήταν στα σχολεία ότι οι Ιταλοί δάσκαλοι είχαν οδηγίες να μας εξιταλίσουν, να μας γυρίσουν στον καθολικισμό. «Απαγορευόταν να μιλάμε ελληνικά όχι μόνο στην τάξη αλλά και στο διάλειμμα. Εμείς σαν παιδιά παίζαμε στο προαύλιο και όπως ήταν φυσικό μιλούσαμε τη γλώσσα μας. Όμως όταν μας άκουγε ο δάσκαλος μάς φώναζε και μας επέβαλε τιμωρία.
Καλύμματα τετραδίων που είχε τυπώσει ο Μουσολίνι«Θυμάμαι ότι στην τετάρτη δημοτικού είχαμε έναν φανατικό δάσκαλο, ακόμη θυμάμαι το όνομά του, Βίτο Μαστρονάρτι, αξέχαστος! Κρατούσε συνέχεια μια βέργα από λυγαριά και μας χτυπούσε στα πόδια, τότε εμείς, όλα τα παιδάκια, φορούσαμε κοντά παντελόνιακαι επιστρέφαμε στο σπίτι με τις μελανιές στα πόδια από τα χτυπήματα. Γιατί; Όχι επειδή υστερούσαμε στα μαθήματα ή επειδή κάναμε κάποια αταξία, αλλά λόγω του ότι μιλούσαμε ελληνικά. Αυτός ήταν σαδιστής, μιλάμε για το 1940, φανατισμένος από τις ήττες των Ιταλών στην Αλβανία ξεσπούσε σ΄εμάς. Πάντοτε φορούσε μαύρα. Μαύρο κουστούμι, μαύρο ρεπούμπλικο, μαύρο μουστάκι... ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος ανθρώπου που ως προς την περιβολή και ως προς την ψυχή ήταν μαύρος» αφηγείται με ένταση.
Κάτω δεξιά ο κ. Χρήστος Παπαδόπουλος. Πάνω στ΄ αριστερά, ο νεαρός με το πηλήκιο, είναι ο Νίκος Κωσταντάρας έπεσε στο Ρίμινι μαχόμενος με την 1η Ορεινή Ταξιαρχία στην οποία πήγε εθελοντήςΌμως θυμάται και κάτι καλό.
«Στην τελευταία τάξη είχα δασκάλα μια καλόγρια, Ιταλίδα, αυτή ήταν άλλη περίπτωση. Εξαιρετική εκπαιδευτικός και καλός άνθρωπος. Μας πρόσεχε και εμένα ειδικά γιατί ήμουν από τους καλούς μαθητές. Μέσα στην τάξη ήμασταν 5 ελληνόπουλα και 20 Ιταλοί, παιδιά αξιωματικών ή πολιτικών μηχανικών, αρχιτεκτόνων, έτσι ώστε να είναι πιο εύκολη η αφομοίωση μας».
Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν διάφορες μεθόδους προκειμένου να «προσηλυτίσουν» τον ελληνικό πληθυσμό της Δωδεκανήσου.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βιώνουν έναν διχασμό, για τους καλούς και τους κακούς Ιταλούς.
«Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί κατακτητές»
«Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί κατακτητές» μας λέει ο κ. Ζαχαρίας Τσιρπανλής και όπως γράφει και στο βιβλίο του επί Lago δημιουργήθηκε ο μύθος μια χρυσής εποχής, ενός καλού και ευγενικού διοικητή και «είναι αυτονόητο ότι ο De Vecchi με την ωμότητα και την ανελαστικότητά του, συνέβαλε αθέλητα στην ωραιοποίηση του Lago.
«Ίσως είναι σουρεαλιστικό να ισχυριστεί κανείς, ότι ο De Vecchi με τη δια ροπάλου επιβολή της ιταλικής, προσέφερε και θετικές υπηρεσίες» συνεχίζει ο κ. Τσιρπανλής και εξηγεί πως με τη συμπεριφορά του πρόβαλε χωρίς προσωπεία και μάσκες τις πραγματικές προθέσεις της Ιταλίας και αφύπνισε τα αισθήματα των Δωδεκανησίων.
O De Vecchi
Ο καθηγητής κ Τσιρπανλής Τσιρπανλής για τη συγγραφή του βιβλίου του ερεύνησε στο κρατικό αρχείο της Ρώμης και στα αρχεία του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών. Ωστόσο μεγαλωμένος στη Κω έχει έντονα στη μνήμη του εκείνα τα χρόνια.
Όπως μας λέει ήταν τριών – τεσσάρων ετών όταν πήγε στο ιταλικό νηπιαγωγείο της Κω, του οποίου υπεύθυνες ήταν η «Ζηλώτριες Αδελφές της Καλής Καρδιάς» (Suore Zelatrici del Sacro Cuore).
«Αν και οι αδελφές ήταν καλές, υπομονετικές και μας έδιναν φαγητό, εμείς από μικρά παιδιά είχαμε την κατεύθυνση από το σπίτι να το σκάμε. Δεν ήθελαν οι γονείς μας να μάθουμε τη γλώσσα» μας λέει.
Όταν το σκάγαμε από το αζίλο, το δημοτικό που είναι στο λιμάνι της Κω ερχόταν ο χωροφύλακας και υποχρέωνε τους γονείς μας να πληρώσουν πρόστιμο, λέει και υπενθυμίζει ότι η πολιτική των Ιταλών ήταν να μην χειροτονούν νέους παπάδες, ενώ παράλληλα έφερναν καθολικούς και πολλές οικογένειες για λόγους οικονομικούς ασπάστηκαν τον καθολικισμό για να έχουν να φάνε.
Όσον αφορά τα κρυφά σχολειά, μας επισημαίνει ότι επρόκειτο για κατηχητικά και η ποιότητα των μαθημάτων και της μεταδιδόμενης γνώσης είχε να κάνει με την ικανότητα και το μορφωτικό επίπεδο των κατηχητών.
«Οι απολυθέντες, από τους Ιταλούς, δάσκαλοι δεν μπορούσαν να κάνουν εύκολα κύκλους μαθημάτων γιατί καταδίδονταν και ή τους εξόριζαν ή τους φυλάκιζαν ή τους οδηγούσαν σε οικονομική καταστροφή. Μία μόνο περίπτωση που είχε δεχθεί και ο σκληρότατος De Vecchi ήταν η δημιουργία δημιουργία κατηχητικών σχολείων και μέσα από εκεί μπορούσαν οι κατηχητές να περάσουν μηνύματα για το ιστορικό πολιτισμό της Ελλάδας αλλά με πολλές δυσκολίες» σημειώνει.
Εν τω μεταξύ η πολιτική των Ιταλών ήταν να μην χειροτονούν νέους παπάδες, ενώ παράλληλα έφερναν καθολικούς και πολλές οικογένειες για λόγους οικονομικούς ασπάστηκαν τον καθολικισμό προκειμένου να έχουν να φάνε.
«Τους καταλαβαίνω, αν και ανήκω σε μια οικογένεια που ο πατέρας μου μας άφησε και πήγε στη Μέση Ανατολή για να πολεμήσει. Μας είχε αφήσει ορφανά. Η μητέρα μου μάλιστα το έκανε κόλλυβα αφού νόμιζε πως ήταν νεκρός, πολλές γυναίκες ζούσαν αυτό το δράμα καθώς δεν ήξεραν που ήταν οι άντρες τους. Εγώ το θυμάμαι αυτό, ήμουν μικρό παιδί όταν τελικά εμφανίσθηκε ο πατέρας μου και μας βρήκε στη Νίσυρο όπου είχαμε πάει».
«Η πολιτική του λίθου»
Πράγματι
λοιπόν υπάρχει ένας θαυμασμός και δημιουργείται η εντύπωση ότι
προσέφεραν μεγάλο έργο. Όμως όλα αυτά χτίστηκαν από ένα εργατικό
δυναμικό, από ανθρώπους οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα
χωράφια τους και να δουλέψουν για ένα πιάτο μακαρόνια και ένα μισθό
ελάχιστων λιρετών κάτω από τη διεύθυνση βέβαια ικανότατων Ιταλών
αρχιτεκτόνων, αλλά ποιος πραγματικά βλέπει πίσω από όλα αυτά»
Για την καλοσύνη και το διχασμό περί καλών και κακών Ιταλών ο κ. Τσιρπανλής εξηγεί στη HuffPost την «πολιτική του λίθου» που εφάρμοζαν οι Ιταλοί.
«Κάθε κατακτητής προσπαθεί να αφήσει τα ίχνη του. Ο διοικητής Mario Lago ήταν διπλωμάτης και ευέλικτος, είχε δε ικανούς αρχιτέκτονες που δούλεψαν στα Δωδεκάνησα και τα έργα τους είναι αξιόλογα. Την Κω για παράδειγμα την ξαναέχτισαν μετά το σεισμό, όπως και τη Λέρο και το Λακί. Όλοι οι κατακτητές, όπως είπαμε προσπαθούν να αφήσουν μνημεία, αλλά οι Ιταλοί περισσότερο ενδιαφέρονταν να φτιάξουν χτίσματα που τους ήταν απόλυτα χρήσιμα, όπως σχολεία για παράδειγμα προκειμένου να φτιάξουν τη νέα γενιά με όλα τα στοιχεία του ιταλικού πολιτισμού. Έκτισαν εκκλησίες (καθολικές) και ιδίως στο κάθε νησί έφτιαξαν την καζέρμα, το διοικητήριο δηλαδή του κάθε νησιού όπου διέμεναν οι Ιταλοί αστυνομικοί. Πράγματι έφτιαξαν έναν δομημένο αστικό δομημένο χώρο, γι΄αυτό η Κως είναι σαν μια ευρωπαϊκή πόλη του μεσοπολέμου που ακόμη εντυπωσιάζει, άλλωστε ο Μουσολίνι εισήγαγε εντυπωσιακά μεγαλοπρεπή κτήρια. Ακόμη και το μουσείο του νησιού είναι “μουσολινικό”. Στο Λακί εφαρμόστηκε ο εκλεκτικός αρχιτεκτονικός ρυθμός, όπου συνδύασαν ανατολίτικη και μεσαιωνική αρχιτεκτονική και αυτός ο αχταρμάς τελικά εντυπωσιάζει. Πράγματι λοιπόν υπάρχει ένας θαυμασμός και δημιουργείται η εντύπωση ότι προσέφεραν μεγάλο έργο. Όμως όλα αυτά χτίστηκαν από ένα εργατικό δυναμικό, από ανθρώπους οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωράφια τους και να δουλέψουν για ένα πιάτο μακαρόνια και ένα μισθό ελάχιστων λιρετών κάτω από τη διεύθυνση βέβαια ικανότατων Ιταλών αρχιτεκτόνων, αλλά ποιος πραγματικά βλέπει πίσω από όλα αυτά» διερωτάται ο κ. Τσιρπανλής.
Ο κόσμος, συνεχίζει, μπορεί να γνώρισε μια οικονομική ακμή επί Lago, αλλά ο στόχος του Ιταλού διοικητή ήταν η δημιουργία ενός ελληνοϊταλικού πολιτισμού όπου σε βάθος χρόνου θα οδηγούσε σε αφελληνισμό. Σύμφωνα με τον ίδιο Lago και De Vecchi είναι το ίδιο νόμισμα.
Μην ξεχνάμε ότι ο De Vecchi, ο οποίος σε δημοσιεύματα της εποχής ονομάζεται και Νέρων ή Ηρώδης της Δωδεκανήσου, κατηγόρησε τον προκάτοχό του, τον Lago, ότι δεν κατάφερε να εξιταλίσει και εκφασίσει τον πληθυσμό.
Η περιπέτεια με την απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας λήγει όταν κατεβαίνει η ιταλική σημαία από τα Δωδεκάνησα και αναρτάται η γερμανική.
Το 1944 τα ελληνικά σχολεία με εντολή της γερμανικής διοίκησης ανοίγουν και πάλι, όχι όμως χωρίς τις έντονες διαμαρτυρίες των Ιταλών.
«Μπορεί να επέτρεψαν και πάλι τη λειτουργία τους, όμως κατέκλεψαν τα πάντα, κατέστρεψαν την οικονομία και άρπαζαν για δικούς τους λόγους την αγροτική παραγωγή. Υπήρξαν θάνατοι από την πείνα κυρίως στα αστικά κέντρα των νησιών, όπου οι κάτοικοι είχαν αποκοπεί από την καλλιέργεια της γης και δεινοπάθησαν» λέει ο κ. Τσιρπανλής.
Για την ιταλική κατοχή και την απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας καταλήγει λέγοντας: «Ήταν μια μορφή γενοκτονίας, επρόκειτο για εκρίζωση ελληνικού φρονήματος και βίαιη ένταξη στον ιταλικό πολιτισμό. Δεν επέτρεπαν την αντικατάσταση των Δημογερόντων και την αντικατάσταση των θανόντων κληρικών, δεν ήθελαν ανανέωση του κλήρου και συνέχεια έρχονταν Λατίνοι κληρικοί και όποιος δεν είχε πρόσβαση σε αυτούς δεν είχε μέλλον. Δεν επέτρεπαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και τα οι γνώσεις που έπαιρνε κανείς στα κατηχητικά εξαρτώταν από την ικανότητα του κατηχητή. Το κρυφό σχολειό επί Οθωμανών λειτουργούσε γιατί οι Τούρκοι το ανέχονταν. Οι δυσκολίες που επέβαλαν οι Οθωμανοί ήταν αυτές που οδήγησε στα κρυφά σχολειά, αφού για να λειτουργήσει ένα κανονικό σχολείο έπρεπε να λαδωθούν πάρα πολλοί άνθρωποι. Επί ιταλικής κατοχής μπορούσε ένα παιδί να προοδεύσει ακόμη και να πάρει υποτροφία για να σπουδάσει σε ιταλικό πανεπιστήμιο, όμως έπρεπε να μιλά μόνο ιταλικά και όταν πήγαινε στο εξωτερικό υπήρχαν οι επιτηρητές που έστελναν αναφορές στον Ιταλό διοικητή του νησιού. Το κατεξοχήν ενδιαφέρον είναι ότι χάρη στους Ιταλούς και στους Γερμανούς που βρέθηκαν στο στρατόπεδο των ηττημένων σωθήκαμε διαφορετικά θα είχαμε τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά της Κύπρου. Πρέπει να αισθανόμαστε μεγάλη ευγνωμοσύνη σε όσους θυσιάστηκαν στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τίμημα ήταν φοβερό αλλά στο τέλος τουλάχιστον γνωρίσαμε την απελευθέρωση και τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα. Τώρα μπορεί να πει κάποιος είμαστε υπό την επιτροπεία της ΕΕ, ωστόσο δεν ξέρω τι θα γινόταν αν τα πράγματα τότε είχαν πάρει άλλη τροπή».
Μετά τους Γερμανούς ήρθαν οι Άγγλοι δεν πείραξαν τη γλώσσα και τη θρησκεία μόνο έδερναν όποιον φώναζε για «Ένωση».
Σήμερα η διατήρηση της γλώσσας, η γνώση της ιστορίας μας είναι επιτακτική, είναι αντίσταση.
«Όπου και αν είστε, στο βουνό, στο χωράφι, νύχτα και μέρα μαθαίνετε στα παιδιά σας το “πάτερ ημών” και το “πιστεύω” και μαθαίνετέ τα να γράφουν στο χώμα τη λέξη Ελλάδα» φώναζε ο Πρωτοσύγκελος της Ρόδου όταν παρότρυνε τους κατοίκους του Αρχαγγέλου στη Ρόδο να στείλουν τα παιδιά τους στο κατηχητικό (Μια από τις πολλές μαρτυρίες που εμπεριέχονται στο βιβλίου του κ. Σταύρου Παπαδόπουλου «Τα Κατηχητικά στη Ρόδο την περίοδο της Ιταλοκρατίας 1937 – 1945 εκδόσεις Τέχνη Ρόδος».
Δημοσθένης Γκαβέας
demosthenes.gaveas@huffingtonpost.gr
Από το huffingtonpost.gr, Oct 28, 2016