Η ομιλία του Μιλτιάδη Λογοθέτη κατά την τελετή αναγόρευσής του ως διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αιγαίου -
Θέλω να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον κ. Πρύτανη, στην Κοσμητεία της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και τα μέλη του Παιδαγωγικού Τμήματος για την τιμή που μου έκαναν να με ανακηρύξουν επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ενός ιδρύματος με το οποίο με συνδέουν παλιοί δεσμοί. Ευχαριστίες οφείλω και στις καθηγήτριες κυρίες Σκούρτου και Φώκιαλη για τα όσα είπαν, με κάποια υπερβολή, για το πρόσωπό μου και για το έργο μου.
Όταν το 1964, ως βασικός εισηγητής σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Επιμελητήριο, πρότεινα την ίδρυση Πανεπιστημίου στη Ρόδο, ο παριστάμενος τότε Νομάρχης Βασίλης Παπακώστας με χαρακτήρισε ουτοπιστή. Χρειάστηκε να γραφτούν δεκάδες ακόμα εισηγήσεις και υπομνήματα και να φθάσουμε στις 8 Ιουνίου του 1983, όπου ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, από την Κάσο όπου βρέθηκε για να τιμήσει το Ολοκαύτωμα, εξήγγειλε την ίδρυση του Πανεπιστημίου του Αιγαίου.
Η ουτοπία έγινε πραγματικότητα με καθυστέρηση 20 χρόνων και μετά 50 και πλέον χρόνια από το μακρινό εκείνο ’64 με τιμά το Πανεπιστήμιο με μια τιμή που θα ήθελα να μοιραστώ με όλους εκείνους που συνέβαλαν στην ίδρυσή του.
Μπορεί η Ρόδος κατά την κατανομή των Σχολών να μην πήρε τις Σχολές που διεκδικούσε με βάση τις ιστορικές της καταβολές και τη σύγχρονη παρουσία της, όμως αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μειώνει το κορυφαίο γεγονός της ίδρυσης του Πανεπιστημίου. Τα Πανεπιστήμια δεν είναι στατικοί οργανισμοί, αναπτύσσονται και είμαι βέβαιος πως, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, τα πάγια αιτήματα της τοπικής κοινωνίας θα βρουν δικαίωση.
Τον τελευταίο καιρό δέχθηκα και άλλες διακρίσεις, που ασφαλώς με τιμούν, όμως στη χρονική στιγμή που μου προσφέρονται δεν παύουν να μου θυμίζουν και το τέλος της διαδρομής. Η σημερινή διάκριση είναι ξεχωριστή για μένα, γιατί προέρχεται από το Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα του τόπου μου και από μια πανεπιστημιακή κοινότητα με μέλη της οποίας με συνδέουν κοινές προσπάθειες για την πνευματική και πολιτιστική πρόοδο αυτού του τόπου.
Είθισται οι τιμώμενοι να εκφωνούν λόγο που σχετίζεται με το έργο τους. Επειδή στην επαγγελματική, επιστημονική και ακαδημαϊκή μου διαδρομή ασχολήθηκα με διάφορα πράγματα καλώς ή κακώς, προβληματίστηκα για ποιο θέμα θα μπορούσα να μιλήσω που θα είχε κάποιο ενδιαφέρον και θα ήταν και επίκαιρο. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως, μια και συμπληρώνονται εφέτος 70 χρόνια από την επίσημη ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, να μιλήσω για τις μεταλλαγές που σημειώθηκαν την περίοδο αυτή, όπως τις βίωσα από την ιστορική εκείνη ημέρα της 7ης Μαρτίου του 1948 ως παραστάτης της σημαίας του Βενετοκλείου στις εκδηλώσεις της ημέρας μέχρι σήμερα.
Προλογίζοντας τον Οκτώβριο του 1946 την έκδοση του τότε Υπουργείου Ανασυγκροτήσεως, που κατέγραφε την κατάσταση που επικρατούσε στα Δωδεκάνησα κατά την απελευθέρωση, ο Αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής ταξίαρχος Χριστόδουλος Τσιγάντες, έγραφε: «Η Ρόδος, η ολβία Κως, όπως και η Κάλυμνος, η Σύμη, η Λέρος, το Καστελλόριζο και τα άλλα νησιά ξέπεσαν κάτω και από τον καιρό της Τουρκιάς».
Αν ζούσε σήμερα και επισκέπτονταν τα νησιά δεν θα πίστευε στα μάτια του, όπως δεν πιστεύουμε κι εμείς που ζήσαμε τις μεγάλες αλλαγές. Οι μεταλλαγές που σημειώθηκαν αυτά τα 70 χρόνια είναι εντυπωσιακές, σε σημείο που κάποιοι υποστήριξαν πως συντελέστηκε ένα «οικονομικό θαύμα».
Θαύματα βέβαια στην εποχή μας δεν γίνονται. Πέρασε η εποχή που ο Χριστός χόρτασε στην έρημο με πέντε άρτους «πεντάκις χιλίους άνδρας». Τα «θαύματα» τα κάνουν οι άνθρωποι με τα επιτεύγματά τους, όταν τους δώσουμε τα μέσα και τους δημιουργήσουμε το κατάλληλο περιβάλλον για να δράσουν. Αυτό ακριβώς το περιβάλλον δημιούργησε η Ελληνική Πολιτεία, όταν ενσωμάτωσε τα νησιά στην επικράτειά της.
Πρώτο μέλημα ήταν να αποδώσει στους αγρότες τη γη που τους δήμευσε ο κατακτητής. Έπειτα διατήρησε το ειδικό δασμολογικό καθεστώς, που κράτησε σε χαμηλό επίπεδο το κόστος ζωής των κατοίκων και ταυτόχρονα ευνόησε τη συγκέντρωση κεφαλαίου, αναγκαίου για την ανάπτυξη. Καθιέρωσε χαμηλούς συντελεστές φορολογίας, εγκατέστησε το τραπεζικό σύστημα με γενναίες χορηγήσεις κατά παρέκκλιση των περιορισμών της τότε Νομισματικής Επιτροπής και επέτρεψε την εισαγωγή των Δωδεκανησίων στα Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά σ’ όλους τους τομείς του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού βίου των Δωδεκανησίων, όμως θα περιοριστώ να κάνω μια σύντομη αναφορά σε πέντε από αυτούς, που τους θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικούς. Στις δημογραφικές εξελίξεις, στην οικονομική πρόοδο και στις εξελίξεις στην παιδεία, στις επιστήμες και στα γράμματα.
Τον Οκτώβριο του 1947 το Ελληνικό Κράτος πραγματοποίησε ειδική απογραφή πληθυσμού για να δει τι παραλαμβάνει. Χρησιμοποίησε ως απογραφείς και τους μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων του Βενετοκλείου και ήμουν ένας από αυτούς. Θυμάμαι με πόση δυσπιστία απαντούσαν στις ερωτήσεις του απογραφικού δελτίου οι ηλικιωμένοι που έζησαν τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και Ιταλοκρατίας, γιατί κάθε απογραφή των χρόνων της δουλείας ακολουθούνταν από στράτευση ή επιβολή νέων φόρων.
Η απογραφή του 1947 κατέγραψε σ’ όλα τα νησιά 115.000 ψυχές, 35.000 λιγότερες του 1912, τελευταίου έτους της Τουρκοκρατίας. Σήμερα ο μόνιμος πληθυσμός της Δωδεκανήσου ξεπερνά τις 190.000 ψυχές, 76.000 περισσότερες του 1947. Σημειώθηκε μια πληθυσμιακή έκρηξη, κυρίως στη Ρόδο και Κω, που είδαν να διπλασιάζεται ο πληθυσμός τους όχι μόνο από τη φυσική αύξηση και την παλινόστηση Δωδεκανησίων αλλά και από εσωτερικούς και ξένους μετανάστες, που τους έφερε η τουριστική ανάπτυξη. Η παρουσία τους αναμφισβήτητα κάλυψε ανάγκες της πραγματικής οικονομίας καθώς και κοινωνικές ανάγκες στον ευαίσθητο χώρο της φροντίδας των ηλικιωμένων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει να δει κανείς πού πήγαν οι 35.000 Δωδεκανήσιοι που εκπατρίστηκαν τα χρόνια της ιταλικής κατοχής. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα, την Αμερική και την Αυστραλία, όπου δημιούργησαν ανθούσες παροικίες, τα μέλη των οποίων διέπρεψαν στις επιστήμες, στα γράμματα και στις επιχειρήσεις.
Η γενιά αυτή και οι επόμενες, που την διαδέχθηκαν, ανέδειξαν στην ελεύθερη Ελλάδα καθηγητές Πανεπιστημίου, ακαδημαϊκούς που έφθασαν μέχρι την προεδρία του Ιδρύματος, όπως ήταν ο Μιχαήλ Σακελλαρίου από την Κάλυμνο, ο Γεώργιος Μιχαηλίδης – Νουάρος από την Κάρπαθο και ο Αγαπητός Τσοπανάκης από τη Ρόδο, ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, λογοτέχνες με κρατικά βραβεία όπως ο Βασίλης Μοσκόβης, ο Γιάννης Μαγκλής, ο Γιάννης Ζερβός και από τους νεότερους ο Μανώλης Φουρτούνης και η Ευγενία Φακίνου, καθώς και επιτυχημένους επιχειρηματίες.
Στη Νέα Υόρκη κυριαρχούν οι Κασιώτες εφοπλιστές Κουλουκουντήδες, Πνευματικοί, Νικολάου και ο επιχειρηματίας Τζον Κατσιματίδης, γιος φαροφύλακα από τη Νίσυρο, που θεωρείται ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αμερικής, διεκδίκησε μάλιστα πρόσφατα το χρίσμα του υποψήφιου δημάρχου της Νέας Υόρκης. Στην Πολιτεία της Φλώριδας εκλέγονταν βουλευτής ο Μιχαήλ Μπιλλιράκης, γιος Καλύμνιου σφουγγαρά, που εγκαταστάθηκε στο Τάρπον Σπρινγκς στις αρχές του 20ού αιώνα και στις Μπαχάμες γερουσιαστής ο Αλέξανδρος Μαΐλλης, γιος κι αυτός Καλύμνιου σφουγγαρά. Δωδεκανήσιοι της δεύτερης και τρίτης γενιάς διαπρέπουν σήμερα στα φημισμένα Πανεπιστήμια Κολούμπια, Γέιλ, ΜΙΤ και σε μεγάλα νοσοκομεία, όπου κατέχουν υψηλές θέσεις.
Στη μακρινή Αυστραλία η Καστελλοριζιακή παροικία, που ξεπερνά τις 15.000, έχει μια έντονη παρουσία στα Πανεπιστήμια, στην πολιτική ζωή –βουλευτές χρημάτισαν ο Νικόλαος Μπόλκας και ο Νικόλαος Δοντάς, που διετέλεσε και Υπουργός Μεταφορών- και στον χώρο των επιχειρήσεων. Ο Καϊλλής με τον αλιευτικό στόλο που διαθέτει θεωρείται ο βασιλιάς της γαρίδας στην Αυστραλία. Την δυναμική αυτή παρουσία των Δωδεκανησίων της διασποράς, που ξεπερνούν τις 70.000, δεν μπορέσαμε να την αξιοποιήσουμε.
Στον τομέα της οικονομίας οι εξελίξεις ήταν πιο εντυπωσιακές. Κύριες δραστηριότητες των κατοίκων ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία και η σπογγαλιεία. Η Κάλυμνος και η Σύμη αποτελούσαν διεθνώς τα πρώτα σπογγαλιευτικά κέντρα με ετήσια παραγωγή που ξεπερνούσε τους 100 τόνους. Η νόσος των σφουγγαριών εξαφάνισε την παραγωγή και τα ελάχιστα που αλιεύονται σήμερα πωλούνται ως «ενθύμια» στους τουρίστες από τους πλανόδιους μικροπωλητές.
Η Ρόδος στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50 έστελνε ντομάτες και αγγούρια στη λαχαναγορά του Ρέντη. Σήμερα προμηθεύεται κηπευτικά από την Κρήτη και κάποιες περιόδους εισάγει ντομάτες από το Βέλγιο και πατάτες από τη Γαλλία, που είναι φθηνότερες από τις πατάτες της Απολακκιάς. Η Κως είχε ετήσια παραγωγή 30.000 τόνους ντομάτας και διατηρούσε 8 εργοστάσια τοματοπολτού με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η γνωστή κώτικη ντομάτα επιβίωσε ως γλυκό κουταλιού για τους τουρίστες.
Ο επισκέπτης της ροδίτικης και κώτικης υπαίθρου δεν θα συναντήσει πια στο καφενείο του χωριού τον ηλιοκαμένο αγρότη να πίνει τον παραδοσιακό του καφέ και να συζητά για τις τιμές της ντομάτας και των σταφυλιών, για τα ζωντανά του ή για τα δάνεια της Αγροτικής.
Οι σημερινοί θαμώνες του μετεξελιγμένου καφενείου σε καφετέρια, πίνοντας τον εσπρέσο τους συζητούν αν θα έλθουν τουρίστες, αν η Κυβέρνηση καταργήσει τη βίζα για να έλθουν περισσότεροι Ρώσοι και βεβαίως για το ποδόσφαιρο.
Η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα αντισταθμίστηκε από την εντυπωσιακή ανάπτυξη του τριτογενούς, κυρίως του τουρισμού, που ανέδειξε τη Δωδεκάνησο με πρωτοπόρους τη Ρόδο και Κω σε κυρίαρχο τουριστικό προορισμό της Ανατολικής Μεσογείου. Η Δωδεκάνησος φιλοξενεί πάνω από 3,5 εκατ. επισκέπτες το χρόνο, εισπράττει 2,5 δισ. ευρώ και προσφέρει εργασία σε 50.000 εργαζόμενους. Ο τουρισμός ανέβασε το οικονομικό επίπεδο της περιοχής και την κατέταξε στις πρώτες θέσεις με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα.
Ο μετασχηματισμός της οικονομίας μας από γεωργοκτηνοτροφική σε τουριστική αναμφισβήτητα έφερε περισσότερη ευημερία, που είναι ορατή ακόμα και στα νησιά της άγονης γραμμής, προκάλεσε όμως και συζητήσεις του τύπου: Γιατί να παράγουμε ντομάτες και πατάτες, αφού μπορούμε να τις αγοράσουμε φθηνότερα από άλλους και να τους πουλάμε ήλιο, θάλασσα και πολιτισμό, ένα «προϊόν» ανταγωνιστικό στη διεθνή αγορά και με περισσότερο οικονομικό όφελος. Είναι μια άποψη που μπορεί να εκφράζει αυτό που στην οικονομία αποκαλούμε διεθνή καταμερισμό της παραγωγής, όμως δεν παύει να προβληματίζει λόγω της φύσης του τουρισμού που είναι εκτεθειμένος στις διεθνείς συγκυρίες.
Ο πρωτογενής τομέας κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις όχι μόνο μπορεί να καλύψει τις τοπικές ανάγκες, αλλά να συμβάλει και στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος στο τμήμα της γαστρονομίας. Η άλλη άποψη της ισόρροπης ανάπτυξης, κάτω από τις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, του ελεύθερου ανταγωνισμού και των ανοικτών αγορών, δεν είναι εφικτή κι αυτό γιατί η ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις και οι επενδυτές επενδύουν στους κλάδους από τους οποίους προσδοκούν κέρδη και τέτοιος κλάδος είναι ο τουρισμός και οι συναφείς με αυτόν δραστηριότητες.
Εντυπωσιακές υπήρξαν οι εξελίξεις και στο χώρο της παιδείας. Η απελευθέρωση βρήκε σε λειτουργία τρία πλήρη Γυμνάσια: Το Βενετόκλειο, που όταν οι Ιταλοί το έκλεισαν το 1937, όπως και όλα τα ελληνικά σχολεία, το χαρακτήρισαν «φωλεά των εχιδνών», το Ιπποκράτειο της Κω και το Νικηφόρειο της Καλύμνου. Στα Γυμνάσια αυτά και σε κάποια Ημιγυμνάσια που λειτουργούσαν σε άλλα νησιά οι καθηγητές που υπηρετούσαν δεν ξεπερνούσαν τους 70, οι περισσότεροι από τους οποίους γύρισαν από τον εκπατρισμό που τους επέβαλαν οι Ιταλοί.
Σήμερα λειτουργούν 85 Γυμνάσια και Λύκεια σ’ όλα τα νησιά, ακόμα και στο Αγαθονήσι με τους 185 κατοίκους και 4 μαθητές, στελεχωμένα με πάνω από 2.000 καθηγητές 98 ειδικοτήτων! Η Πολιτεία φρόντισε να καλύψει τα κενά σε δασκάλους που δημιούργησε τα κλείσιμο των σχολείων, ιδρύοντας την Παιδαγωγική Ακαδημία και ακόμα ίδρυσε και την Τουριστική Σχολή, για να υποστηρίξει τον αναπτυσσόμενο τουρισμό. Και το κορυφαίο γεγονός για την παιδεία η ίδρυση του Πανεπιστημίου.
Εξίσου εντυπωσιακές ήταν και οι εξελίξεις στις τάξεις των επιστημόνων. Οι λίγοι επιστήμονες που μπόρεσαν να σπουδάσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες, που τους επέβαλε ο κατακτητής και να μείνουν στα νησιά, αριθμούσαν μερικές δεκάδες, αφού οι περισσότεροι, μετά τις σπουδές τους, παρέμειναν στην ελεύθερη Ελλάδα ή μετανάστευσαν στην Αίγυπτο, στην Αμερική ή στην Αυστραλία.
Η απελευθέρωση βρήκε στη Δωδεκάνησο 94 γιατρούς, στη πλειονότητά τους παθολόγους, 17 δικηγόρους, 3 μηχανικούς και 9 οικονομολόγους. Σήμερα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των επιστημονικών συλλόγων και των Επιμελητηρίων, στα μητρώα τους είναι γραμμένοι: 767 γιατροί 29 ειδικοτήτων, 523 δικηγόροι, 977 μηχανικοί 12 ειδικοτήτων και 1.290 οικονομολόγοι. Οι επιστήμονες από 123 το 1946 έγιναν 3.566 σε 70 χρόνια.
Στα Πανεπιστήμια και στα Τεχνολογικά Ινστιτούτα εισάγονται τα τελευταία χρόνια πάνω από 600 φοιτητές που σπουδάζουν κάτω από απείρως καλύτερες συνθήκες από εκείνες της γενιάς μας. Μπορεί να μη χρειάζονται πια οι ευεργεσίες των συμπατριωτών μας για να χτιστούν σχολεία, όπως στα χρόνια της δουλείας, όμως δεν λείπουν εκείνοι που, ακολουθώντας την παράδοση, διαθέτουν την περιουσία τους για τη μόρφωση των νέων.
Τα ιδρύματα Διακομιχάλη, Σταματίου και Φανουράκη μαζί με εκείνα της Ιεράς Μητρόπολης Ρόδου, της «Μέλισσας» και του Δωδεκανησιακού Ιδρύματος Υποτροφιών, χορηγούν κάθε χρόνο πάνω από 200 υποτροφίες για προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές σε νέους και νέες της Δωδεκανήσου, που σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος των φοιτητών μας, που έχει ανάγκη, μπορεί να βοηθηθεί.
Σημαντικά τα επιτεύγματα και στο χώρο των γραμμάτων. Ήταν επόμενο τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, που βρήκε τα νησιά σε «πνευματική φτώχεια», η πνευματική αφύπνιση να προέλθει από τη δωδεκανησιακή διανόηση της Αθήνας της προπολεμικής γενιάς. Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση, το Μάιο του 1945, εκδίδεται το περιοδικό «Ελεύθερα Δωδεκάνησα» και ακολουθεί το 1947 η έκδοση «Δωδεκανησιακή Επιθεώρησις»· το 1948 ιδρύεται η «Δωδεκανησιακή Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία», το 1962 η «Εταιρεία Νισυριακών Μελετών» και τα επόμενα χρόνια η «Εταιρεία Καρπαθιακών Μελετών» και η «Επιτροπή Συμιακών Εκδόσεων» με πλούσιο ιστορικό και λαογραφικό περιεχόμενο, που καταγράφτηκε σε πάνω από 40 τόμους περιοδικών επιστημονικών συγγραμμάτων και αυτοτελών εκδόσεων.
Και στα Δωδεκάνησα η πνευματική αφύπνιση ήλθε από την προπολεμική γενιά. Το Φεβρουάριο του 1946 οι καθηγητές μας στο Βενετόκλειο φιλόλογοι Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου και Γιάννης Κωνσταντάκης εκδίδουν το περιοδική «Τέχνη» και λίγα χρόνια αργότερα, το 1951, ένας άλλος φιλόλογος του Νικηφορείου Γυμνασίου, ο Μιχαήλ Σωτηρίου, εκδίδει τον «Καλυμνιακό Παλμό». Ποιητικές συλλογές του Κ. Ν. Κωνσταντινίδη, Δημήτρη Τσαλουμά, Γιάννη Κωνσταντάκη, Παντελή Ευθυμίου και Βάσου Χατζήπαπα και μυθιστορήματα του Φώτη Βαρέλη και Νίκου Κάσδαγλη, για να περιοριστώ σ’ αυτούς, βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η σκυτάλη στα πνευματικά πράγματα του τόπου περνά στη μεταπολεμική γενιά. Εκδίδονται λογοτεχνικά περιοδικά το «Τέχνη» (νέα περίοδος -1970), το «Φοίβος» (1972), η «Κάμειρος» (1974), τα «Ροδιακά Γράμματα» (1977) και άλλα, καθώς και περιοδικά προβληματισμού, όπως ο «Δρόμος» (1981) και η «Παραμεθόριος» (1982) στην Κω.
Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα μια νέα γενιά συγγραφέων πλουτίζει τη δωδεκανησιακή γραμματολογία. Μεγάλη συμβολή στα γράμματα έχουν η «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου» (1972), το Αναγνωστήριο Καλύμνου «Αι Μούσαι» (1978 –επανίδρυση), ο Πνευματικός Όμιλος Κώων «Ο Φιλητάς» και το «Κέντρο Καρπαθιακών Ερευνών» (2000), που με τις περιοδικές επιστημονικές τους εκδόσεις, τα «Δωδεκανησικά Χρονικά», τα «Καλυμνιακά», τα «Κωακά» και τα «Καρπαθιακά», καταγράφουν τον πλούσιο ιστορικό, λαογραφικό, γλωσσολογικό και αρχαιολογικό θησαυρό των νησιών μας σε 110 μέχρι σήμερα τόμους.
Αυτές οι πνευματικές επιτεύξεις, συλλογικές και προσωπικές των γηγενών, τοποθέτησαν τη Δωδεκάνησο σε περίοπτη θέση. Μια θέση που της αναγνώρισε πριν μερικά χρόνια και ο συγγραφέας και κριτικός Γιώργος Βαλέτας, όταν έγραφε ότι «…χάρις στην έντονη πνευματική παρουσία των σύγχρονων Δωδεκανησίων στο χώρο ιδιαίτερα των γραμμάτων, το Αιγαίο διεκδικεί την πρωτοπορία από τις άλλες περιοχές...».
Στα 70 χρόνια του ελεύθερου βίου μας ο τόπος παρουσίασε εντυπωσιακή ανάπτυξη σ’ όλους τους τομείς, που έφερε και την ευημερία. Αν η ευημερία αυτή συνοδεύτηκε και με περισσότερη ευτυχία, είναι ένα ερώτημα με πολλαπλές απαντήσεις.
Μια απάντηση μου έδωσε ο κυρ Μιχάλης ο καφετζής από την Ψίνθο, ο άνθρωπος που κάθε πρωί μου έφερνε τον καφέ στο Γραφείο μου: «Στα χρόνια που εγκαταστάθηκα στην πόλη, μου είπε, κέρδισα αρκετά χρήματα για να σπουδάσω το γιό μου, να παντρέψω την κόρη μου και να ζήσω άνετα την οικογένειά μου, έχασα όμως την ευτυχία μου. Πόσο θα ήθελα να γυρίσω στο αμπέλι μου και στα μελίσσια μου. Να όμως, που δεν με αφήνει το ρημάδι αυτό το μαγαζί». Αν μου το επέτρεπε η στιγμή, θα αφιέρωνα την ομιλία μου στο νόστο του κυρ Μιχάλη του καφετζή από την Ψίνθο.
Θέλω να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον κ. Πρύτανη, στην Κοσμητεία της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και τα μέλη του Παιδαγωγικού Τμήματος για την τιμή που μου έκαναν να με ανακηρύξουν επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ενός ιδρύματος με το οποίο με συνδέουν παλιοί δεσμοί. Ευχαριστίες οφείλω και στις καθηγήτριες κυρίες Σκούρτου και Φώκιαλη για τα όσα είπαν, με κάποια υπερβολή, για το πρόσωπό μου και για το έργο μου.
Όταν το 1964, ως βασικός εισηγητής σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Επιμελητήριο, πρότεινα την ίδρυση Πανεπιστημίου στη Ρόδο, ο παριστάμενος τότε Νομάρχης Βασίλης Παπακώστας με χαρακτήρισε ουτοπιστή. Χρειάστηκε να γραφτούν δεκάδες ακόμα εισηγήσεις και υπομνήματα και να φθάσουμε στις 8 Ιουνίου του 1983, όπου ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, από την Κάσο όπου βρέθηκε για να τιμήσει το Ολοκαύτωμα, εξήγγειλε την ίδρυση του Πανεπιστημίου του Αιγαίου.
Η ουτοπία έγινε πραγματικότητα με καθυστέρηση 20 χρόνων και μετά 50 και πλέον χρόνια από το μακρινό εκείνο ’64 με τιμά το Πανεπιστήμιο με μια τιμή που θα ήθελα να μοιραστώ με όλους εκείνους που συνέβαλαν στην ίδρυσή του.
Μπορεί η Ρόδος κατά την κατανομή των Σχολών να μην πήρε τις Σχολές που διεκδικούσε με βάση τις ιστορικές της καταβολές και τη σύγχρονη παρουσία της, όμως αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μειώνει το κορυφαίο γεγονός της ίδρυσης του Πανεπιστημίου. Τα Πανεπιστήμια δεν είναι στατικοί οργανισμοί, αναπτύσσονται και είμαι βέβαιος πως, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, τα πάγια αιτήματα της τοπικής κοινωνίας θα βρουν δικαίωση.
Τον τελευταίο καιρό δέχθηκα και άλλες διακρίσεις, που ασφαλώς με τιμούν, όμως στη χρονική στιγμή που μου προσφέρονται δεν παύουν να μου θυμίζουν και το τέλος της διαδρομής. Η σημερινή διάκριση είναι ξεχωριστή για μένα, γιατί προέρχεται από το Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα του τόπου μου και από μια πανεπιστημιακή κοινότητα με μέλη της οποίας με συνδέουν κοινές προσπάθειες για την πνευματική και πολιτιστική πρόοδο αυτού του τόπου.
Είθισται οι τιμώμενοι να εκφωνούν λόγο που σχετίζεται με το έργο τους. Επειδή στην επαγγελματική, επιστημονική και ακαδημαϊκή μου διαδρομή ασχολήθηκα με διάφορα πράγματα καλώς ή κακώς, προβληματίστηκα για ποιο θέμα θα μπορούσα να μιλήσω που θα είχε κάποιο ενδιαφέρον και θα ήταν και επίκαιρο. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως, μια και συμπληρώνονται εφέτος 70 χρόνια από την επίσημη ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, να μιλήσω για τις μεταλλαγές που σημειώθηκαν την περίοδο αυτή, όπως τις βίωσα από την ιστορική εκείνη ημέρα της 7ης Μαρτίου του 1948 ως παραστάτης της σημαίας του Βενετοκλείου στις εκδηλώσεις της ημέρας μέχρι σήμερα.
Προλογίζοντας τον Οκτώβριο του 1946 την έκδοση του τότε Υπουργείου Ανασυγκροτήσεως, που κατέγραφε την κατάσταση που επικρατούσε στα Δωδεκάνησα κατά την απελευθέρωση, ο Αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής ταξίαρχος Χριστόδουλος Τσιγάντες, έγραφε: «Η Ρόδος, η ολβία Κως, όπως και η Κάλυμνος, η Σύμη, η Λέρος, το Καστελλόριζο και τα άλλα νησιά ξέπεσαν κάτω και από τον καιρό της Τουρκιάς».
Αν ζούσε σήμερα και επισκέπτονταν τα νησιά δεν θα πίστευε στα μάτια του, όπως δεν πιστεύουμε κι εμείς που ζήσαμε τις μεγάλες αλλαγές. Οι μεταλλαγές που σημειώθηκαν αυτά τα 70 χρόνια είναι εντυπωσιακές, σε σημείο που κάποιοι υποστήριξαν πως συντελέστηκε ένα «οικονομικό θαύμα».
Θαύματα βέβαια στην εποχή μας δεν γίνονται. Πέρασε η εποχή που ο Χριστός χόρτασε στην έρημο με πέντε άρτους «πεντάκις χιλίους άνδρας». Τα «θαύματα» τα κάνουν οι άνθρωποι με τα επιτεύγματά τους, όταν τους δώσουμε τα μέσα και τους δημιουργήσουμε το κατάλληλο περιβάλλον για να δράσουν. Αυτό ακριβώς το περιβάλλον δημιούργησε η Ελληνική Πολιτεία, όταν ενσωμάτωσε τα νησιά στην επικράτειά της.
Πρώτο μέλημα ήταν να αποδώσει στους αγρότες τη γη που τους δήμευσε ο κατακτητής. Έπειτα διατήρησε το ειδικό δασμολογικό καθεστώς, που κράτησε σε χαμηλό επίπεδο το κόστος ζωής των κατοίκων και ταυτόχρονα ευνόησε τη συγκέντρωση κεφαλαίου, αναγκαίου για την ανάπτυξη. Καθιέρωσε χαμηλούς συντελεστές φορολογίας, εγκατέστησε το τραπεζικό σύστημα με γενναίες χορηγήσεις κατά παρέκκλιση των περιορισμών της τότε Νομισματικής Επιτροπής και επέτρεψε την εισαγωγή των Δωδεκανησίων στα Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά σ’ όλους τους τομείς του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού βίου των Δωδεκανησίων, όμως θα περιοριστώ να κάνω μια σύντομη αναφορά σε πέντε από αυτούς, που τους θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικούς. Στις δημογραφικές εξελίξεις, στην οικονομική πρόοδο και στις εξελίξεις στην παιδεία, στις επιστήμες και στα γράμματα.
Τον Οκτώβριο του 1947 το Ελληνικό Κράτος πραγματοποίησε ειδική απογραφή πληθυσμού για να δει τι παραλαμβάνει. Χρησιμοποίησε ως απογραφείς και τους μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων του Βενετοκλείου και ήμουν ένας από αυτούς. Θυμάμαι με πόση δυσπιστία απαντούσαν στις ερωτήσεις του απογραφικού δελτίου οι ηλικιωμένοι που έζησαν τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και Ιταλοκρατίας, γιατί κάθε απογραφή των χρόνων της δουλείας ακολουθούνταν από στράτευση ή επιβολή νέων φόρων.
Η απογραφή του 1947 κατέγραψε σ’ όλα τα νησιά 115.000 ψυχές, 35.000 λιγότερες του 1912, τελευταίου έτους της Τουρκοκρατίας. Σήμερα ο μόνιμος πληθυσμός της Δωδεκανήσου ξεπερνά τις 190.000 ψυχές, 76.000 περισσότερες του 1947. Σημειώθηκε μια πληθυσμιακή έκρηξη, κυρίως στη Ρόδο και Κω, που είδαν να διπλασιάζεται ο πληθυσμός τους όχι μόνο από τη φυσική αύξηση και την παλινόστηση Δωδεκανησίων αλλά και από εσωτερικούς και ξένους μετανάστες, που τους έφερε η τουριστική ανάπτυξη. Η παρουσία τους αναμφισβήτητα κάλυψε ανάγκες της πραγματικής οικονομίας καθώς και κοινωνικές ανάγκες στον ευαίσθητο χώρο της φροντίδας των ηλικιωμένων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει να δει κανείς πού πήγαν οι 35.000 Δωδεκανήσιοι που εκπατρίστηκαν τα χρόνια της ιταλικής κατοχής. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα, την Αμερική και την Αυστραλία, όπου δημιούργησαν ανθούσες παροικίες, τα μέλη των οποίων διέπρεψαν στις επιστήμες, στα γράμματα και στις επιχειρήσεις.
Η γενιά αυτή και οι επόμενες, που την διαδέχθηκαν, ανέδειξαν στην ελεύθερη Ελλάδα καθηγητές Πανεπιστημίου, ακαδημαϊκούς που έφθασαν μέχρι την προεδρία του Ιδρύματος, όπως ήταν ο Μιχαήλ Σακελλαρίου από την Κάλυμνο, ο Γεώργιος Μιχαηλίδης – Νουάρος από την Κάρπαθο και ο Αγαπητός Τσοπανάκης από τη Ρόδο, ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, λογοτέχνες με κρατικά βραβεία όπως ο Βασίλης Μοσκόβης, ο Γιάννης Μαγκλής, ο Γιάννης Ζερβός και από τους νεότερους ο Μανώλης Φουρτούνης και η Ευγενία Φακίνου, καθώς και επιτυχημένους επιχειρηματίες.
Στη Νέα Υόρκη κυριαρχούν οι Κασιώτες εφοπλιστές Κουλουκουντήδες, Πνευματικοί, Νικολάου και ο επιχειρηματίας Τζον Κατσιματίδης, γιος φαροφύλακα από τη Νίσυρο, που θεωρείται ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αμερικής, διεκδίκησε μάλιστα πρόσφατα το χρίσμα του υποψήφιου δημάρχου της Νέας Υόρκης. Στην Πολιτεία της Φλώριδας εκλέγονταν βουλευτής ο Μιχαήλ Μπιλλιράκης, γιος Καλύμνιου σφουγγαρά, που εγκαταστάθηκε στο Τάρπον Σπρινγκς στις αρχές του 20ού αιώνα και στις Μπαχάμες γερουσιαστής ο Αλέξανδρος Μαΐλλης, γιος κι αυτός Καλύμνιου σφουγγαρά. Δωδεκανήσιοι της δεύτερης και τρίτης γενιάς διαπρέπουν σήμερα στα φημισμένα Πανεπιστήμια Κολούμπια, Γέιλ, ΜΙΤ και σε μεγάλα νοσοκομεία, όπου κατέχουν υψηλές θέσεις.
Στη μακρινή Αυστραλία η Καστελλοριζιακή παροικία, που ξεπερνά τις 15.000, έχει μια έντονη παρουσία στα Πανεπιστήμια, στην πολιτική ζωή –βουλευτές χρημάτισαν ο Νικόλαος Μπόλκας και ο Νικόλαος Δοντάς, που διετέλεσε και Υπουργός Μεταφορών- και στον χώρο των επιχειρήσεων. Ο Καϊλλής με τον αλιευτικό στόλο που διαθέτει θεωρείται ο βασιλιάς της γαρίδας στην Αυστραλία. Την δυναμική αυτή παρουσία των Δωδεκανησίων της διασποράς, που ξεπερνούν τις 70.000, δεν μπορέσαμε να την αξιοποιήσουμε.
Στον τομέα της οικονομίας οι εξελίξεις ήταν πιο εντυπωσιακές. Κύριες δραστηριότητες των κατοίκων ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία και η σπογγαλιεία. Η Κάλυμνος και η Σύμη αποτελούσαν διεθνώς τα πρώτα σπογγαλιευτικά κέντρα με ετήσια παραγωγή που ξεπερνούσε τους 100 τόνους. Η νόσος των σφουγγαριών εξαφάνισε την παραγωγή και τα ελάχιστα που αλιεύονται σήμερα πωλούνται ως «ενθύμια» στους τουρίστες από τους πλανόδιους μικροπωλητές.
Η Ρόδος στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50 έστελνε ντομάτες και αγγούρια στη λαχαναγορά του Ρέντη. Σήμερα προμηθεύεται κηπευτικά από την Κρήτη και κάποιες περιόδους εισάγει ντομάτες από το Βέλγιο και πατάτες από τη Γαλλία, που είναι φθηνότερες από τις πατάτες της Απολακκιάς. Η Κως είχε ετήσια παραγωγή 30.000 τόνους ντομάτας και διατηρούσε 8 εργοστάσια τοματοπολτού με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η γνωστή κώτικη ντομάτα επιβίωσε ως γλυκό κουταλιού για τους τουρίστες.
Ο επισκέπτης της ροδίτικης και κώτικης υπαίθρου δεν θα συναντήσει πια στο καφενείο του χωριού τον ηλιοκαμένο αγρότη να πίνει τον παραδοσιακό του καφέ και να συζητά για τις τιμές της ντομάτας και των σταφυλιών, για τα ζωντανά του ή για τα δάνεια της Αγροτικής.
Οι σημερινοί θαμώνες του μετεξελιγμένου καφενείου σε καφετέρια, πίνοντας τον εσπρέσο τους συζητούν αν θα έλθουν τουρίστες, αν η Κυβέρνηση καταργήσει τη βίζα για να έλθουν περισσότεροι Ρώσοι και βεβαίως για το ποδόσφαιρο.
Η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα αντισταθμίστηκε από την εντυπωσιακή ανάπτυξη του τριτογενούς, κυρίως του τουρισμού, που ανέδειξε τη Δωδεκάνησο με πρωτοπόρους τη Ρόδο και Κω σε κυρίαρχο τουριστικό προορισμό της Ανατολικής Μεσογείου. Η Δωδεκάνησος φιλοξενεί πάνω από 3,5 εκατ. επισκέπτες το χρόνο, εισπράττει 2,5 δισ. ευρώ και προσφέρει εργασία σε 50.000 εργαζόμενους. Ο τουρισμός ανέβασε το οικονομικό επίπεδο της περιοχής και την κατέταξε στις πρώτες θέσεις με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα.
Ο μετασχηματισμός της οικονομίας μας από γεωργοκτηνοτροφική σε τουριστική αναμφισβήτητα έφερε περισσότερη ευημερία, που είναι ορατή ακόμα και στα νησιά της άγονης γραμμής, προκάλεσε όμως και συζητήσεις του τύπου: Γιατί να παράγουμε ντομάτες και πατάτες, αφού μπορούμε να τις αγοράσουμε φθηνότερα από άλλους και να τους πουλάμε ήλιο, θάλασσα και πολιτισμό, ένα «προϊόν» ανταγωνιστικό στη διεθνή αγορά και με περισσότερο οικονομικό όφελος. Είναι μια άποψη που μπορεί να εκφράζει αυτό που στην οικονομία αποκαλούμε διεθνή καταμερισμό της παραγωγής, όμως δεν παύει να προβληματίζει λόγω της φύσης του τουρισμού που είναι εκτεθειμένος στις διεθνείς συγκυρίες.
Ο πρωτογενής τομέας κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις όχι μόνο μπορεί να καλύψει τις τοπικές ανάγκες, αλλά να συμβάλει και στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος στο τμήμα της γαστρονομίας. Η άλλη άποψη της ισόρροπης ανάπτυξης, κάτω από τις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, του ελεύθερου ανταγωνισμού και των ανοικτών αγορών, δεν είναι εφικτή κι αυτό γιατί η ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις και οι επενδυτές επενδύουν στους κλάδους από τους οποίους προσδοκούν κέρδη και τέτοιος κλάδος είναι ο τουρισμός και οι συναφείς με αυτόν δραστηριότητες.
Εντυπωσιακές υπήρξαν οι εξελίξεις και στο χώρο της παιδείας. Η απελευθέρωση βρήκε σε λειτουργία τρία πλήρη Γυμνάσια: Το Βενετόκλειο, που όταν οι Ιταλοί το έκλεισαν το 1937, όπως και όλα τα ελληνικά σχολεία, το χαρακτήρισαν «φωλεά των εχιδνών», το Ιπποκράτειο της Κω και το Νικηφόρειο της Καλύμνου. Στα Γυμνάσια αυτά και σε κάποια Ημιγυμνάσια που λειτουργούσαν σε άλλα νησιά οι καθηγητές που υπηρετούσαν δεν ξεπερνούσαν τους 70, οι περισσότεροι από τους οποίους γύρισαν από τον εκπατρισμό που τους επέβαλαν οι Ιταλοί.
Σήμερα λειτουργούν 85 Γυμνάσια και Λύκεια σ’ όλα τα νησιά, ακόμα και στο Αγαθονήσι με τους 185 κατοίκους και 4 μαθητές, στελεχωμένα με πάνω από 2.000 καθηγητές 98 ειδικοτήτων! Η Πολιτεία φρόντισε να καλύψει τα κενά σε δασκάλους που δημιούργησε τα κλείσιμο των σχολείων, ιδρύοντας την Παιδαγωγική Ακαδημία και ακόμα ίδρυσε και την Τουριστική Σχολή, για να υποστηρίξει τον αναπτυσσόμενο τουρισμό. Και το κορυφαίο γεγονός για την παιδεία η ίδρυση του Πανεπιστημίου.
Εξίσου εντυπωσιακές ήταν και οι εξελίξεις στις τάξεις των επιστημόνων. Οι λίγοι επιστήμονες που μπόρεσαν να σπουδάσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες, που τους επέβαλε ο κατακτητής και να μείνουν στα νησιά, αριθμούσαν μερικές δεκάδες, αφού οι περισσότεροι, μετά τις σπουδές τους, παρέμειναν στην ελεύθερη Ελλάδα ή μετανάστευσαν στην Αίγυπτο, στην Αμερική ή στην Αυστραλία.
Η απελευθέρωση βρήκε στη Δωδεκάνησο 94 γιατρούς, στη πλειονότητά τους παθολόγους, 17 δικηγόρους, 3 μηχανικούς και 9 οικονομολόγους. Σήμερα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των επιστημονικών συλλόγων και των Επιμελητηρίων, στα μητρώα τους είναι γραμμένοι: 767 γιατροί 29 ειδικοτήτων, 523 δικηγόροι, 977 μηχανικοί 12 ειδικοτήτων και 1.290 οικονομολόγοι. Οι επιστήμονες από 123 το 1946 έγιναν 3.566 σε 70 χρόνια.
Στα Πανεπιστήμια και στα Τεχνολογικά Ινστιτούτα εισάγονται τα τελευταία χρόνια πάνω από 600 φοιτητές που σπουδάζουν κάτω από απείρως καλύτερες συνθήκες από εκείνες της γενιάς μας. Μπορεί να μη χρειάζονται πια οι ευεργεσίες των συμπατριωτών μας για να χτιστούν σχολεία, όπως στα χρόνια της δουλείας, όμως δεν λείπουν εκείνοι που, ακολουθώντας την παράδοση, διαθέτουν την περιουσία τους για τη μόρφωση των νέων.
Τα ιδρύματα Διακομιχάλη, Σταματίου και Φανουράκη μαζί με εκείνα της Ιεράς Μητρόπολης Ρόδου, της «Μέλισσας» και του Δωδεκανησιακού Ιδρύματος Υποτροφιών, χορηγούν κάθε χρόνο πάνω από 200 υποτροφίες για προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές σε νέους και νέες της Δωδεκανήσου, που σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος των φοιτητών μας, που έχει ανάγκη, μπορεί να βοηθηθεί.
Σημαντικά τα επιτεύγματα και στο χώρο των γραμμάτων. Ήταν επόμενο τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, που βρήκε τα νησιά σε «πνευματική φτώχεια», η πνευματική αφύπνιση να προέλθει από τη δωδεκανησιακή διανόηση της Αθήνας της προπολεμικής γενιάς. Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση, το Μάιο του 1945, εκδίδεται το περιοδικό «Ελεύθερα Δωδεκάνησα» και ακολουθεί το 1947 η έκδοση «Δωδεκανησιακή Επιθεώρησις»· το 1948 ιδρύεται η «Δωδεκανησιακή Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία», το 1962 η «Εταιρεία Νισυριακών Μελετών» και τα επόμενα χρόνια η «Εταιρεία Καρπαθιακών Μελετών» και η «Επιτροπή Συμιακών Εκδόσεων» με πλούσιο ιστορικό και λαογραφικό περιεχόμενο, που καταγράφτηκε σε πάνω από 40 τόμους περιοδικών επιστημονικών συγγραμμάτων και αυτοτελών εκδόσεων.
Και στα Δωδεκάνησα η πνευματική αφύπνιση ήλθε από την προπολεμική γενιά. Το Φεβρουάριο του 1946 οι καθηγητές μας στο Βενετόκλειο φιλόλογοι Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου και Γιάννης Κωνσταντάκης εκδίδουν το περιοδική «Τέχνη» και λίγα χρόνια αργότερα, το 1951, ένας άλλος φιλόλογος του Νικηφορείου Γυμνασίου, ο Μιχαήλ Σωτηρίου, εκδίδει τον «Καλυμνιακό Παλμό». Ποιητικές συλλογές του Κ. Ν. Κωνσταντινίδη, Δημήτρη Τσαλουμά, Γιάννη Κωνσταντάκη, Παντελή Ευθυμίου και Βάσου Χατζήπαπα και μυθιστορήματα του Φώτη Βαρέλη και Νίκου Κάσδαγλη, για να περιοριστώ σ’ αυτούς, βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η σκυτάλη στα πνευματικά πράγματα του τόπου περνά στη μεταπολεμική γενιά. Εκδίδονται λογοτεχνικά περιοδικά το «Τέχνη» (νέα περίοδος -1970), το «Φοίβος» (1972), η «Κάμειρος» (1974), τα «Ροδιακά Γράμματα» (1977) και άλλα, καθώς και περιοδικά προβληματισμού, όπως ο «Δρόμος» (1981) και η «Παραμεθόριος» (1982) στην Κω.
Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα μια νέα γενιά συγγραφέων πλουτίζει τη δωδεκανησιακή γραμματολογία. Μεγάλη συμβολή στα γράμματα έχουν η «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου» (1972), το Αναγνωστήριο Καλύμνου «Αι Μούσαι» (1978 –επανίδρυση), ο Πνευματικός Όμιλος Κώων «Ο Φιλητάς» και το «Κέντρο Καρπαθιακών Ερευνών» (2000), που με τις περιοδικές επιστημονικές τους εκδόσεις, τα «Δωδεκανησικά Χρονικά», τα «Καλυμνιακά», τα «Κωακά» και τα «Καρπαθιακά», καταγράφουν τον πλούσιο ιστορικό, λαογραφικό, γλωσσολογικό και αρχαιολογικό θησαυρό των νησιών μας σε 110 μέχρι σήμερα τόμους.
Αυτές οι πνευματικές επιτεύξεις, συλλογικές και προσωπικές των γηγενών, τοποθέτησαν τη Δωδεκάνησο σε περίοπτη θέση. Μια θέση που της αναγνώρισε πριν μερικά χρόνια και ο συγγραφέας και κριτικός Γιώργος Βαλέτας, όταν έγραφε ότι «…χάρις στην έντονη πνευματική παρουσία των σύγχρονων Δωδεκανησίων στο χώρο ιδιαίτερα των γραμμάτων, το Αιγαίο διεκδικεί την πρωτοπορία από τις άλλες περιοχές...».
Στα 70 χρόνια του ελεύθερου βίου μας ο τόπος παρουσίασε εντυπωσιακή ανάπτυξη σ’ όλους τους τομείς, που έφερε και την ευημερία. Αν η ευημερία αυτή συνοδεύτηκε και με περισσότερη ευτυχία, είναι ένα ερώτημα με πολλαπλές απαντήσεις.
Μια απάντηση μου έδωσε ο κυρ Μιχάλης ο καφετζής από την Ψίνθο, ο άνθρωπος που κάθε πρωί μου έφερνε τον καφέ στο Γραφείο μου: «Στα χρόνια που εγκαταστάθηκα στην πόλη, μου είπε, κέρδισα αρκετά χρήματα για να σπουδάσω το γιό μου, να παντρέψω την κόρη μου και να ζήσω άνετα την οικογένειά μου, έχασα όμως την ευτυχία μου. Πόσο θα ήθελα να γυρίσω στο αμπέλι μου και στα μελίσσια μου. Να όμως, που δεν με αφήνει το ρημάδι αυτό το μαγαζί». Αν μου το επέτρεπε η στιγμή, θα αφιέρωνα την ομιλία μου στο νόστο του κυρ Μιχάλη του καφετζή από την Ψίνθο.